1. Ήξερα πως η γάτα με παρακολουθεί από μέσα. Θα την σκότωνα μετά. Τώρα έπρεπε να θάψω τον άλλον. Έκανε αυτήν την φθινοπωρινή ψύχρα που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις από τις τύψεις πως άφησες το Καλοκαίρι να περάσει βαρετά. Το εξοχικό θα το έκλεινα σε 24 ώρες. Σε αυτόν τον χρόνο κανείς δεν θα αναζητούσε έναν υπέργηρο διεστραμμένο γείτονα και το ζώο του. Επίσης δεν ήθελα να φανταστώ πως κάποιος θα μπορούσε να έχει δει τον φόνο. Αλλά τα μάτια της την ώρα που τον σκέπαζα με χώμα ήτανε καρφωμένα στο τζάμι. Λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Έκανα λάθος. Και τα λάθη πληρώνονται, σκέφτηκα.
2. Όλα άρχισαν πριν τρεις μήνες που νοίκιασα το σπίτι για σεζόν. Πλάι στην θάλασσα ένα σωρό σπίτια κι εγώ επειδή ήρθα νωρίς πήρα το καλύτερο. Ο Βαρόνος – έτσι έμαθα ότι τον φωνάζανε για λόγους που δεν ζήτησα ποτέ να καταλάβω – έμενε με τον Μπομπι, τον εγγονό του, δίπλα. Μου άρεσε ο εγγονός του γιατί ήταν ένα 19χρονο παιδί από αυτά που γυναίκες τις ηλικίας μου και της αξιοπρέπειάς μου ονειρεύονται στο κρεβάτι τους αλλά ποτέ δεν αποκτούν μια παραπάνω σχέση από μια καλημέρα, μια καλησπέρα, μια καληνύχτα. Σε μια καληνύχτα έγινε το κακό.
3. Ζω μόνη 20 χρόνια. Πάντρεψα τις κόρες μου μικρές – μικρές. Τώρα στα 59 μου για φαντάσου τα εγγόνια μου έχουν την ηλικία που είχε ο Μπομπι και αποφεύγω να τα βλέπω. Δεν μπορώ να αισθανθώ η γιαγιά τους. Ίσως ούτε μάνα να αισθάνθηκα ποτέ. Έχω πάντα την βεβαιότητα πως όταν θα πεθάνω θα νοιώθω 19 χρονών. Ο 19χρονος μικρός ήρθε εκείνο το βράδυ – ήμουν, δεν ήμουν μια εβδομάδα στο σπίτι – να μου ζητήσει κεριά. Δεν είχαν φως, μου είπε.
“Ξαφνικά μια βλάβη, ένα βραχυκύκλωμα, δεν ξέρω, ποιον να βρω μέσα στην νύχτα… εσείς δείχνετε τόσο φιλική, πάντα μας λέτε καλημέρα. Ο Βαρόνος μου είπε πήγαινε στην Κυρία δίπλα – οι μοναχικές γυναίκες με λεφτά πάντα έχουν στα σπίτια τους κεριά ακόμη κι αν τα έχουν νοικιάσει για σεζόν“. Είχα. Έδωσα.
4.Το ίδιο βράδυ παρακολουθούσα από το φωτισμένο με κεριά μπαλκόνι μου, στα απέναντι παράθυρα τις φλόγες που δάνεισα να τρεμοπαίζουν. Οι σκιές του γέρου και του μικρού ήταν σαν να έβγαιναν από μια ταινία μυστηρίου. Απορροφήθηκα να κοιτάζω κρυφά. Σχεδόν επίτηδες δεν άναψα κι εγώ κανένα φως. Κάποια στιγμή ο μικρός γδύθηκε και ξάπλωσε δίπλα στον παππού του. Κατάλαβα γρήγορα πως η σχέση αυτών των αντρών δεν ήταν συγγενική. Αργούτσικα ο μικρός βγήκε στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας – υποθέτω. Δεν φορούσε τίποτα. Μια γάτα τον ακολούθησε. Η ίδια γάτα που τώρα περιμένει να πεθάνει. Αισθάνθηκα μια κόκκινη ντροπή.
5. Δεν κάναμε παρέα – δεν θέλω παρέες – είμαι φύσει άνθρωπος που δεν αντέχει να τον ενοχλούν και γι’ αυτό δεν ενοχλώ. Από την άλλη, όσα αποφεύγουμε, έρχονται. Ο μικρός μια μέρα μου έφτιαξε τον κήπο. Γύρισα απ’ το μπάνιο κι ήταν περιποιημένος. Μόλις είχε τελειώσει, λούτσα στον ιδρώτα. Η γάτα δίπλα του νιαούριζε πεινασμένη. Της έριξε κάτι. Το πήρε κι εξαφανίστηκε.
“Γιατί το κάνατε αυτό;” Μου αρέσει ο πληθυντικός ανεξάρτητα από ηλικίες. Δεν επιτρέπει οικειότητες και τηρεί αποστάσεις.
“Ήθελα να σε ευχαριστήσω για τις προάλλες. Ο Βαρόνος λείπει πάντα δύο – τρεις μέρες στις αρχές κάθε μήνα. Πηγαίνει για αιμοκάθαρση στην διπλανή πόλη. Έχουν μονάδα εκεί. Γι’ αυτό εξάλλου τα καλοκαίρια είμαστε εδώ. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία να σου δείξω πόσο σε συμπαθώ. Ο κήπος είχε αγριέψει. Αυτή είναι η δουλειά μου εμένα. Κήπους έφτιαχνα πάντα. Έτσι πριν τρία χρόνια γνώρισα και τον Βαρόνο.”
Πως να αποφύγεις μια συζήτηση που εύχεσαι να έχεις καταλάβει σωστά που θα καταλήξει στο τέλος.
Φυσικά έφυγε από το σπίτι στις 5 το πρωί.
6. Ο Βαρόνος μετά τα μεσάνυχτα έσβηνε το φως στο δωμάτιό του. Η γάτα του κουλουριαζόταν δίπλα του. Ο Μπόμπι άφηνε τον χρόνο να τρέξει και μετά την μια ερχότανε σε μένα. Σχεδόν κάθε βράδυ. Μέχρι τις 5 το πρωί. Ζούσα νύχτα. Χωρίς να το παίρνω βαριά. Δεν με ενοχλούσε καθόλου που αυτές οι τέσσερις ώρες, μου ξεπλήρωναν όλα τα ηθελημένα χαμένα τετράωρα της ζωής μου. Ήταν κάτι απλό, καθαρό, εύκολο και συναρπαστικό. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Ένα βράδυ πριν δύο βδομάδες με τον Σεπτέμβρη να μπαίνει αδιάφορος για όποιον χάρηκε ή έχασε το καλοκαίρι του, ο Μπομπι δεν ήρθε. Τα φώτα στο σπίτι όλα σβηστά. Ο κήπος τους κατασκότεινος. Όπως εκείνη την φορά που δεν είχαν ρεύμα. Με ζώσανε τα φίδια. Το πρωί με βρήκε ξύπνια στο μπαλκόνι. Κατά τις 9 άνοιξε τα παράθυρά του και μου χαμογέλασε ο γέρος. Με ένα νεύμα που σε άλλους θα θύμιζε χαιρετισμό και σε άλλους κάτι που σχετίζεται με δρόμο με έκανε να καταλάβω πως ο Μπομπι είχε φύγει. Δεν ξαναμιλήσαμε.
7. Ήρθε η μέρα που θα πήγαινε για αιμοκάθαρση. Ένα αυτοκίνητο κόκκινο σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του. Κατέβηκε με την βοήθεια ενός συνοδού και έκλεισε το σπίτι. Μόλις σιγουρεύτηκα – αργά την νύχτα πως δεν θα με δει κανείς πέρασα απέναντι. Έχω, από παλιά ζωή, τον τρόπο να ανοίγω μια πόρτα κλειστή. Βρήκα μέσα την γάτα. Με κοιτούσε έτοιμη να μου ορμήσει. Την τάισα και ησύχασε. Είναι παραδόπιστες όλες τους. Το ξέρω. Απλά βρήκα το ημερολόγιό του. Διάβασα. Ο γέρος τον είχε καθαρίσει. Έξω από το σπίτι στην θάλασσα. Πλήρωσε και τον έφαγαν τον μικρό. Τον εξαφανίσανε μετά, δεν θα τον αναζητούσε εξάλλου κανείς. Ο γέρος είχε πολλές φωτογραφίες στα συρτάρια με τον εγγονό του. Γυμνές. Και όχι. Κοίταζα τα μάτια του Μπομπι σε μια από αυτές. Έχω να κλάψω 40 χρόνια. Έχασα τον πατέρα μου στα 19 μου κι έκλαψα στην κηδεία του. Ούτε στις γέννες μου δεν έκλαψα από τότε. Ορκίστηκα.
8. Εχτές γύρισε. Φρόντισα να μην αφήσω ίχνη. Αλλά έναν Βαρόνο δεν τον γελάς. Χτύπησε το τηλέφωνό μου. Σήκωσα ανήσυχη το ακουστικό: “Μπήκατε σπίτι μου; Πως το τολμήσατε αυτό; Ψάχνατε αποδείξεις; Τις βρήκατε; Τι θα λέγατε να περάσετε σε λίγο από δω. Είστε καλεσμένη μου. Εξάλλου μοιραστήκαμε πολλά ως τώρα. Μήπως να γνωριστούμε καλύτερα αφού σε λίγο κανένας μας δεν θα παραθερίζει εδώ πια;”
Ντύθηκα στα κόκκινα και πήγα. Δειπνήσαμε. Μιλήσαμε πολιτισμένα. Με τον πληθυντικό στο τραπέζι. Κάτω από το φως των κεριών για μια στιγμή μου φάνηκε πως ο Βαρόνος είχε μεταμορφωθεί στον μπαμπά μου κι εγώ σε 19χρονη που ζει ένα όνειρο. Την ώρα που μετακινήθηκε προς το WC σήκωσα το κηροπήγιο και του το έφερα στο κεφάλι. Το χτύπημα ήταν ακαριαίο. Βγήκαμε στον κήπο. Το πτώμα του κι εγώ. Σφάλισα το σπίτι. Ήξερα πως η γάτα με παρακολουθεί από μέσα. Θα την σκότωνα μετά. Τώρα έπρεπε να θάψω τον άλλον. Έκανε αυτήν την φθινοπωρινή ψύχρα που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις από τις τύψεις πως άφησες το Καλοκαίρι να περάσει βαρετά.
9. Το πιο άσχημο από όλα είναι που όταν ξαναγύρισα μέσα στο σπίτι η γάτα που με κοιτούσε από το παράθυρο δεν ήτανε πουθενά. Ψιψι ψι. Ψιψι ψι. Μα που να κρύφτηκε. Δεν είχα χρόνο, σκέφτηκα και πως αύριο θα άφηνα αυτόν τον καταραμένο τόπο.
Μονολόγησα: “Τι κρίμα να μην μπορώ να φύγω απόψε. Τι κρίμα που ο Μπόμπι δεν είναι εδώ. Τι κρίμα που νοιώθω τόσο άδεια και κρύα σαν να έχει μπει ο χειμώνας. Και το χειρότερο από όλα είναι πως αυτό το φριχτό ζωντανό θα δείξει αύριο στους μπάτσους που είναι θαμμένος ο γέρος.” Μιλούσα σχεδόν δυνατά την ώρα που έβγαινα από το σπίτι του για να περάσω στο δικό μου. Καθώς δρασκέλιζα την πόρτα μου δύο μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Τι δουλειά είχε εδώ. Πως μπήκε μέσα. “Εδώ είσαι σε ψάχνω στο σπίτι σου” της είπα.
Και τότε κατάλαβα.
Είχε επιλέξει εμένα.
Ήθελε να συνεχίσει να ζει.
Και ο μόνος τρόπος ήταν να έρθει μαζί μου. Ζώο δεν είχα ποτέ. Αλλά σκέφτηκα πως ίσως είναι καλό να είναι κοντά μου πια αυτή η γάτα κι όχι με τα πτώματα. Το πρωί την πήρα μαζί μου. Πήρα μαζί μου την Ζωή. Έτσι την ονόμασα αφού πότε δεν είχα ακούσει να την φωνάζουνε με ένα άλλο όνομα. Άφησα πίσω μου σπίτια, κήπους και θανάτους. Δεν με ενόχλησε ποτέ κανείς. Κάπου σε μια εφημερίδα δύο – τρεις μήνες μετά έμαθα πως το σπίτι του Βαρόνου πουλήθηκε. Μαζί με τον κήπο.
Χριστούγεννα και η Ζωή κι εγώ έχουμε φύγει για ένα χειμερινό θέρετρο κάπου κοντά στα Κόκκινα Δάση.
Το ξέρω, ακούγεται παράξενο, αλλά πρώτη φορά μετά σχεδόν από τον θάνατο του μπαμπά μου δεν νοιώθω μόνη φέτος τις γιορτές.