Η ζωή δεν είναι –ευτυχώς– άθροισμα ευκολιών. Υπάρχει ένας δρόμος που ενώνει τις κοινωνίες που πορεύονται με βάση τον «δυτικό» τρόπο.
Ένας μονόδρομος, που όποιος σκεφτεί να τον αμφισβητήσει, θεωρείται οπισθοδρομικός, φοβικός και «εραστής» των σπηλαίων. Αυτός ο μονόδρομος κηρύττει τον πόλεμο στον μόχθο, στον κάματο, στην πίεση, στην κούραση. Ανάπαυσε το σώμα, το μυαλό και την ψυχή σου. Μην χάνεις χρόνο, μην σπαταλάς φαιά ουσία, απεμπόλησε δεξιότητες και ικανότητες.
Από το παρκάρισμα με αισθητήρες και το κούνημα ενός μωρού με αυτόματο ρηλάξ, μέχρι τις τηλεοπτικές πλατφόρμες με σειρές και την τηλεκπαίδευση. Είναι δύσκολο για τον γονιό με την ψυχή στο στόμα να αφήνει το πιτσιρίκι στο σχολείο και να τρέχει στην δουλειά. Οπότε τι; Τηλεκπαίδευση;
Η κατανάλωση ευκολίας κάνει τον άνθρωπο λιγότερο έξυπνο, ικανό, δραστήριο, συναισθηματικά ευφυή. Καταργεί την κοινωνικότητα, τους χώρους, τον ίδιο τον πολιτισμό.
Όλα αυτά, στην πραγματικότητα, δομούν μία πλήρως ελεγχόμενη και κατακερματισμένη κοινωνία, με άτομα που καταναλώνουν, αναπαράγονται και υπακούν. Η πιο εύκολη ζωή είναι ο θάνατος. Ο smart θάνατος, που δεν πονάς κιόλας.
Για γέλια και για κλάματα
Με λένε Θανάση και είμαι καλά! Όχι, όχι… Με λένε Θανάση και δεν είμαι καθόλου καλά!
Καθώς γράφω αυτά τα κλίσε, αντιλαμβάνομαι ότι ισχύουν όλα ταυτόχρονα και επίσης ότι δεν ισχύει τίποτα.
Κάθε μέρα, ανάλογα με το πώς ξύπνησα –να μην ξεχάσουμε το αν κοιμήθηκα, ανάλογα με το τι έφαγα –να μην ξεχάσουμε αν έφαγα, ανάλογα με το πώς δούλεψα — αυτό είναι το μόνο σίγουρο, κάνω δύο δουλειές.
Ανάλογα με το τι άκουσα, τι είπα, τι σχεδίασα, τι ξέχασα, τι πέτυχα, τι απέτυχα, αν γούσταρα… — βάλτε τη φαντασία σας να οργιάσει(!), ισχύει και για τα ανάποδα. Α, επίσης, ισχύει και για όλους — αλλά αυτό θα αφήσω να το πείτε εσείς βέβαια!
Κάθε μέρα, λοιπόν, ανάλογα, είμαι και δεν είμαι καλά! Κατά το δοκούν, δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Μην θεωρήσει κάποιος ότι επειδή, ας πούμε, σε μια περίπτωση είμαι πάντα καλά, αυτό ισχύει και πάντα. Αλλά ας δώσω εδώ, μια ιστορία που μου έτυχε προχθές, και είναι μια πέρα για πέρα απλή, αληθινή, καθημερινή ιστορία.
Κάνω δύο δουλειές. Η μία είναι πρωινή και η άλλη βραδινή. Είμαι χωρισμένος πατέρας. Βλέπω την κόρη μου 4 φορές κάθε βδομάδα. Μένω σε μια μικρή γκαρσονιέρα στο κέντρο. Έχει χαλάσει το πλυντήριο μου. Τα ρούχα μου είναι σε διάφορα μέρη. Κάνω περίπου 100 χλμ την ημέρα με το αυτοκίνητό μου στην Αθήνα. Μισώ το αυτοκίνητό μου και θέλω να το αλλάξω. Το έχω από το 2001. Το μόνο πράγμα που μου αρέσει στο αμάξι μου είναι το ραδιόφωνο. Πριν λίγο καιρό μου το έκλεψαν. Είμαι –προσπαθώ– πάντα σε μια διατροφή γιατί παίρνω εύκολα κιλά. Αν βγω έξω με φίλους, του σκίζω τα ράμματα — ποτά, τσιγάρα και junk food μετά.
Προσπαθώ να είμαι βοηθητικός με τους δικούς μου, τους φίλους μου, τους γνωστούς μου, τους πελάτες μου, τους αγνώστους. Κάποιες φορές, δεν είμαι καθόλου. Κάποιες φορές είμαι, αλλά ζορίζομαι άσχημα. Έχω όνειρα. Κάνω άλλα πράγματα. Αφού ξέρετε πια κάποια πράγματα για μένα, θα μπορέσετε και πιο εύκολα να παρακολουθήσετε την παρακάτω ιστορία.
Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, μια πελάτισσά μου με πήρε περίπου 20 φορές να με ρωτήσει πότε θα πάω να πάρω κάτι μέτρα για κάτι κρεμάστρες για ρούχα. Την συμπαθώ (αν και περιπτωσάρα), οπότε ας παραβλέψουμε τη συχνότητα των τηλεφώνων. Δούλευα νυχθημερόν την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή το πρωί, είχα το παιδί Σάββατο και Κυριακή απόγευμα. Επίσης έχω και ζωή(!), μην το ξεχνάμε αυτό.
Δευτέρα πρωί, χωρίς καφέ, την παίρνω τηλέφωνο — τη στιγμή που ήμουν κάτω από το σπίτι της. Μου ανοίγει, ανεβαίνω πάνω και για να μην τα πολυλογώ, έγιναν τα εξής: Αποσύνδεσα την
τηλεόραση και το Cosmote, έβγαλα ένα τραπέζι στο μπαλκόνι, μετέφερα στη θέση του ένα κλασσικό μπουφεδάκι γεμάτο ράφια με πορσελάνες, σύνδεσα την τηλεόραση και το Cosmote.
Όλα αυτά, στο σαλόνι του σπιτιού. Σε αυτό το σημείο, την ρωτάω τι θα μετρήσουμε. «Όχι», μου λέει, «πρέπει από τον κάτω όροφο –σε εσωτερική μεζονέτα με στενή σκάλα– να ανεβάσουμε έναν καναπέ-κρεβάτι στο σαλόνι». «Μα δεν γίνεται αυτό καλή μου, δεν μπορούμε οι δύο μας», εγώ. «Όχι, θα σε βοηθήσω εγώ», εκείνη. «Μα δεν είναι άδειο το δωμάτιο, πρέπει να αδειάσει πρώτα, δεν έχω χρόνο», εγώ. «Έλα δεν είναι τίποτα, πέτα τα όλα στο πάτωμα», εκείνη. «Τι είναι αυτά που λες, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα», εγώ.
Σαράντα πέντε λεπτά μετά, δύο κάδρα στο πάτωμα, μερικές χαρακιές σε τοίχους, σκισμένο ύφασμα σε ένα σημείο, πόνο στη μέση και στην πλάτη, ο καναπές βρίσκεται υπέροχος, στη σωστή θέση, στο σαλόνι… Μου λέει, «ωραίος δεν είναι;».
Μετά μου λέει, θα σε πληρώσω τον άλλο μήνα. Δεν υπάρχει πρόβλημα, λέω εγώ, χαιρετιόμαστε και φεύγω. Μόλις φτάνω στο αμάξι, βρίσκω κλήση δημοτικής αστυνομίας.
Κάθομαι στη θέση του οδηγού και μου φαίνεται τόσο απίστευτο το προηγούμενο τρίωρο που σχεδόν νιώθω ευφορία, μου φτιάχνει το κέφι και γελάω μόνος μου κάποια ώρα, αλλά και όλη την ημέρα, όποτε το σκέφτομαι.
Καταλάβατε;