«Ιδιωτικοί υπάλληλοι μικρών επιχειρήσεων, (βλ. συνοικιακών μαγαζιών) ενωθείτε!» Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας συνοπτικός πρόλογος για το θέμα που ακολουθεί.
Πριν λίγες μέρες επισκέφθηκα ένα μαγαζί (συνοικιακό) για να κάνω τις αγορές μου. Δυο βήματα μετά με υποδέχθηκε η υπάλληλος με μπαταρισμένο μάτι. Οι εργοδότες πίσω από τον πάγκο την παρακολουθούν ωσάν τσατσάδες που περιμένουν η κοπελιά να υποδεχτεί τον υποψήφιο «πελάτη».
Έρχεται δίπλα μου, με χαιρετά και δείχνει πρόθυμη να με βοηθήσει σε ό,τι χρειαστώ. Την χαιρετώ και της εύχομαι περαστικά. Τη ρωτάω πώς νιώθει, αν πονάει και γενικά πώς είναι να βλέπει κανείς με κλειστό το ένα μάτι. Ένιωσα την αμηχανία της αλλά και την χαρά που αισθάνθηκε πως ένας άνθρωπος έδειξε ενδιαφέρον.
Δεν την απασχόλησα περαιτέρω και απευθύνθηκα στην ιδιοκτήτρια για να ολοκληρώσω την επιλογή μου σε κάτι. Φεύγοντας από εκεί έκανα μία αναδρομή και σκέφτηκα ότι τα χειρότερα «αφεντικά» είναι των μικρών επιχειρήσεων.
Γιατί; Μα σαφώς γιατί στις μεγάλες επιχειρήσεις α. δεν έρχεσαι άμεσα σε επαφή με τον εργοδότη (άρα μπορείς να έχεις την καλύτερη εικόνα σύμφωνα πάντα με τις αμοιβές κ.α), β. υπάρχει ένα σύστημα που ελέγχεται γ. δεν είσαι παραδομένος στις ορέξεις του καθενός.
Οι εργοδότες μικρών επιχειρήσεων συνήθως:
Ανοίγει το μαγαζί. Ότι ώρα γουστάρει. Άλλοι γουστάρουν από τις 9 πμ. Γυρνάει το κλειδί, μπαίνεις μέσα κι αρχίζει η φασίνα. Εκείνοι κάθονται στο ταμείο, μετράνε τις εισπράξεις και βάζουν μέσα το πάγιο που πρέπει να υπάρχει.
Μπαίνει πελάτης. Αφήνεις τη σφουγγαρίστρα, πατάτε κι οι δύο στο βρεγμένο πάτωμα και πριν καλά-καλά προλάβεις να ανοίξεις το στόμα σου, ακούς μία φωνή (σαν έκο) να διαπερνάει τα τύμπανα σου. ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
Που τη βρήκε ρε μαλάκα, λες, τέτοια χαρά κι ενέργεια, πριν λίγο ήταν σαν ανάποδο γαμώτο.
Ο πελάτης -σχεδόν πάντα- ενοχλημένος από το «πέσιμο» ψιθυρίζει μία καλημέρα και κοιτάζει, ή μάλλον θέλει να κοιτάξει με την ησυχία του, τα μαραφέτια που πουλάς. Ας πούμε ότι πουλάς σωβρακοφανέλες ή τελοσπάντων είδη ρουχισμού.
Σέρνει (ο πελάτης) αργά και βασανιστικά τις κρεμάστρες. Εσύ, ευγενικά και ήρεμα λες την ατάκα κόλαφο: «Τι ακριβώς ψάχνετε;» «Μπορώ να βοηθήσω;» Wrong!!!
Όχι, θέλει να σου πει ο καημένος αλλά τι να κάνει; Απαντά με την άλλη ατάκα κόλαφο «Μια ματιά θα ρίξω»… Υπάρχει βέβαια και χειρότερο σενάριο. Να σου απαντήσει «Μια ματίτσα θα ρίξω».
Εσύ θες να σεβαστείς την επιθυμία του ανθρώπου αλλά που; Ο γύπας από πίσω σε παρακολουθεί και με την πρώτη ευκαιρία πετάγεται ωσάν «το πουλάκι τσίου» κι ακούς: «Αυτό το σώβρακο το έχουμε σε πολλά μεγέθη και σε τρία χρώματα. Πράσινο, κόκκινο, μαύρο και περιμένουμε να μας έρθει και σε γκρι»
Πες τα μωρή χαμούρα, σκέφτεσαι εσύ αλλά δεν ξέρεις ότι μόλις διεκδίκησες μία θέση στο πάνθεον των άχρηστων πωλητών! Διότι α. δεν «έπιασες» τον πελάτη, β. γιατί δεν ήξερες καλά το εμπόρευμα γ. γιατί έτσι ρε, δ. γιατί τον άφησες να σκεφτεί και εμείς δεν είμαστε χώρος ψυχικής αναζήτησης, περισυλλογής και σκέψης, εδώ είμαστε για να ΠΟΥΛΑΜΕ!
Αν ο πελάτης τσιμπήσει (γιατί επιβλήθηκε η ανώτερη δύναμη) τα τακιμιάζουν τα δυο τους αλλά …δεν σε αφήνουν ποτέ στην ησυχία σου. Σε ρωτάει το αφεντικό, «Εεεε, δεν της/του πάει πολύ;» κι εσύ λες (σε μία εντελώς ξεπερασμένη πολιτική) «Πάρα πολύ!» (Εμένα όταν μου το λένε αυτό φεύγω με τη μία από το μαγαζί.) Επειδή όμως δε γουστάρει το αφεντικό να φανεί ότι είναι ο υπάλληλος σου πασάρει τον πελάτη και βγαλ’ τα πέρα μόνη σου.
Αν ψωνίσει, ακούς για την επόμενη μία ώρα συμβουλές πωλήσεων και ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς. Πχ. Μην στηρίζεσαι στο δεξί σου πόδι, η τούφα σου πετούσε την ώρα που μιλούσες κι ότι άλλο κουλό μπορείς να φανταστείς.
Αν το πελατάκι φύγει με άδεια χέρια;… «Μία ώρα μας έπρηξε» «Ας το φτιάξει μόνος του», «Να πάει στα ζάραμαρακουκουνάρα». Αυτά λέει το μπος κι εσύ κοιτάς …τη σφουγγαρίστρα σου.
Είχε ηλιοφάνεια και έρχεται βροχή; Γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες γύρω-γύρω. Μια στην πόρτα (να βλέπουν την περατζάδα), μια πίσω από το ταμείο να βλέπουν τις 0 εισπράξεις. «ωχ», «αχ» σαν να χάλασε σασί. Με το γνωστό ηλίθιο χιουμοράκι τους σου πετάνε και καμιά ατάκα τύπου «δε σε βλέπω να πηγαίνεις διακοπές» (και καλά δεν έχει λεφτά για δώρα και τέτοια).
Κι άμα μπουν δέκα πελάτες και ψωνίσουν οι επτά, «δεν πιστεύω να έκοψες απόδειξη», σου λένε. Πανωλεθρία. Δεν είμαστε για τέτοια.
Έρχεται η πολυπόθητη μέρα του ρεπό.
Τι; Ρεπό; Δε γίνεται αύριο γιατί θα έχει καλό καιρό και θα έχει κίνηση, θα το πάρεις την Κυριακή. Μα… «Μα, μου, σου, του δεν έχει. Καλά θα το πάρεις την Πέμπτη». Όχι καριολάκι που θα στο έδινα Δευτέρα ή Παρασκευή. Σιγά μη σε στείλουμε και τριήμερο.
Άργησες μία φορά τρία λεπτά κι άλλη μία δέκα; Την έκατσες! Είναι στημένοι, εκεί, με το ρολόι ανά χείρας και με το μεγάλο στον τοίχο. « Καθυστερείς λιγάκι» και να τα μούτρα (προβοσκίδα)!
Επέστρεψες από άδεια. Πήγες στον Τύρναβο και πέρασες γαμάτα. Γυρνάς περιχαρής, ευδιάθετη και συναντάς ένα ερείπιο, ένα βαμπίρ που είναι έτοιμο να σου ρουφήξει το αίμα με το μπουρί. Σε χώνει κατευθείαν στη λάτζα χωρίς πολλά-πολλά γιατί «Δεν ξέρεις. Όσο έλειπες ότι το μαγαζί ξέσκισε» -λες και είσαι γκαντεμόσκυλο και όσο ήσουν στο μαγαζί άνθρωπο δε σταυρώσαν – μη και νιώσεις παρατεταμένη χαρά. Αφού έρθει η ώρα για το κλείσιμο, σε ρωτάνε –και καλά με ενδιαφέρον- «ωραία, ήταν εκεί που πήγες;», όχι ότι κόπτονται για την απάντηση, αλλά αν κάνεις το έγκλημα να πεις «Τέλεια!» ετοιμάσου για γερό χουνέρι. Κάθε μέρα, μέχρι το επόμενο σούπερ ταμείο, θα υποδέχεσαι τα βέλη τους ανά δευτερόλεπτο.
Ήρθε η ώρα να πληρωθείς. Περιμένεις ένα άλφα ποσό. Αμ δε! Πάρε τώρα τα διακό και μεθαύριο θα σου δώκω και τα υπόλοιπα. Μα, ξέρετε… Ξέρω, ξέρω αλλά και εγώ δε βγαίνω. Και να τα πούρα και τα ρόλεξ και τα λίζινγκ αυτοκίνητα, οι τζιπάρες. Αλλά εσύ να καρκινιάσεις, όπως καρκινιάζουν αυτοί κάθε μέρα επειδή ρίσκαραν να είναι αφεντικά και επειδή δε μπορούν σε καμία περίπτωση να φανταστούν τον εαυτό τους υπάλληλο, και προφανώς να τους κάνουν και να τους λένε ότι αυτοί σε εσένα.
… Έφτασα στο σπίτι και σκέφτηκα «Ε, αυτό θα γράψω!» Κάποιες μέρες μετά πέρασα από το ίδιο μαγαζί. Η υπάλληλος ήταν με μπαταρισμένο το άλλο μάτι. Χαριτολογώντας της είπα «Επ, τι γίνεται κάνει συμπαράσταση το ένα στο άλλο;» Γέλασε, αν και της προκάλεσε λίγο πόνο το γέλιο. Τη ρώτησα επιδεικτικά «μήπως θα έπρεπε να είσαι στο σπίτι σου;» και μου απάντησε «Μα αν περίμενα να ολοκληρωθεί η θεραπεία, τι θα γινόταν εδώ; Δε γίνεται να λείψω τόσο» Της είπα «να γελάς γιατί το γέλιο κάνει καλό και επουλώνει πιο γρήγορα τα «τραύματα»… κι έφυγα με την υπόσχεση να μην ξανά-ψωνίσω ποτέ από αυτό το μαγαζί.
Για τους ίδιους λόγους που δε θα ξαναπάω σε ζωολογικό κήπο.