Αααα! Όλα κι όλα, αλλά τα Χριστούγεννα είναι γιορτή μεγάλη, και με όλα τα στραβά της εγώ την αγαπώ. Όχι, όχι, δεν αγαπώ όλο τον κόσμο και όλα τα πράγματα πάνω σε αυτή τη Γη, κάνω τις επιλογές μου. Μη θεωρηθώ δηλαδή κάτι χαζοχαρούμενο. Θα το αποδείξω ευθύς αμέσως, όσο μπορώ και όπως μπορώ.
Θυμάμαι την περσινή παραμονή ή ανήμερα ή κάτι τέτοιο, πάντα μπερδεύομαι με αυτές τις λέξεις. Τέλος πάντων, εννοώ μια μέρα πριν μαζευτεί η οικογένεια για να καθίσει όλη μαζί στο γιορτινό τραπέζι. Έτρεχα λοιπόν στον οαεδ, γιατί δεν είχαν μπει τα λεφτά του μήνα. Και γιορτές χωρίς λεφτά βάναυσο πράγμα…
Μπαίνω λοιπόν στον αγαπημένο οαεδ και στην είσοδο βλέπω εκείνο το κιτς χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο, που βλέπεις σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Τι στο καλό, ξεπατικωτούρα το βγάζουν; Με κλαδιά που υπάρχουν και δεν υπάρχουν, με φουντωτές κόκκινες γιρλάντες και «πεταμένες» καμιά δεκαριά μπάλες κόκκινες και χρυσές. Τον φουσκωτό Άγιο Βασίλη πού τον έχετε;
Και κάπου εκεί αρχίζουν τα παράδοξα.
Μπαίνει μέσα ένα φουσκωτός παππούλης με άσπρη γενειάδα και ρωτάει πότε θα του μπει το δώρο Χριστουγέννων, χωρίς να περιμένει στη σειρά του. Και «πέφτουν» πάνω του όλα τα λαγωνικά να τον φάνε, «σας παρακαλώ, κύριε, περιμένετε στη σειρά σας». Σαστισμένος κοιτάζει και κάθεται σε μια γωνία όπως-όπως, προσπαθώντας να βολέψει τη φουσκωτή του κοιλιά.
Λίγο αργότερα εμφανίζονται δύο αδύνατα, παιδάκια θα τα έλεγε κανείς, με μυτερά αυτιά κρατώντας τρίγωνα και τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Ο σεκιουριτάς τα διώχνει άρον-άρον και, καθώς μπαίνει πάλι στην αίθουσα αναμονής, κολλάει ένα χαρτί Α4 με την επιγραφή «Μας τα ’πανε». Μετά από λίγο εμφανίζονται καταταλαιπωρημένοι και δύο τάρανδοι αναζητώντας νερό και τροφή, έξω ακριβώς από τις κλειστές πόρτες .
Ένας κύριος, που θέλει να μπει μέσα, τους σπρώχνει τρέχοντας να παραλάβει το νουμεράκι του, χωρίς να τους δώσει καμιά σημασία. Σε αυτό το σημείο έρχεται η σειρά μου να πάω στον κισέ, στο τέλος της συναλλαγής μου η υπάλληλος και παραδίπλα ο σεκιουριτάς μού χαμογελάνε και μου λένε «καλά Χριστούγεννα»!
Είμαι σίγουρη πως σας έπεισα, ότι δεν είμαι χαζοχαρούμενη…
Οκ, ναι, καταλαβαίνω και εγώ και όλοι μας ότι οι εποχές είναι πολύ δύσκολες και για κάποιους από εμάς γίνονται ακόμα δυσκολότερες τις γιορτινές αυτές μέρες.
Το βλέπουμε στο γιορτινό τραπέζι μας, που χρόνο με τον χρόνο όλο και μικραίνει. Στα δώρα κάτω από το δέντρο που με το ζόρι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στο παγωμένο μας σπίτι, γιατί για πετρέλαιο ούτε συζήτηση, στον πετσοκομμένο ή ανύπαρκτο 13ο μισθό, στον Άη Βασίλη, που «δεν πάει» στο Κατερινάκι δίπλα, γιατί οι γονείς της είναι άνεργοι, στην απελπισία των εργαζομένων μετά από 12ωρα εργασίας και εορταστικά ωράρια. Και εδώ που τα λέμε, δεν είναι και λίγα όλα αυτά, ούτε είναι να τα παίρνει κανείς ελαφρά τη καρδία.
Σκεφτόμουν μονάχα αν μπορούμε να κρατήσουμε λίγη από εκείνη τη μαγεία και το συναίσθημα της πρώτης φοράς που ανοίξαμε το δώρο του Άη Βασίλη, όντας παιδιά. Χωρίς πολλές φανφάρες, την τρέλα της καταναλωτικής μανίας, αλλά ούτε ξαφνικά και μόνο γι’ αυτές τις μέρες να γίνουμε οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι καταναγκαστικά επειδή είναι γιορτές.
Θυμήθηκα πως η μαμά μου, όταν ήταν παιδί, στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο με καραμέλες, γιατί δεν είχαν λεφτά για άλλα πράγματα, και μου λέει ακόμα πόσο ωραία ήταν τότε, που δεν είχαν περισσότερα λεφτά από τώρα. Ύστερα μου έρχονται στο μυαλό οι κούκλες φτιαγμένες από κουρέλια που έφτιαχναν οι μαμάδες σαν δώρο του Άη Βασίλη και πόσο ευτυχισμένα ένιωθαν τα παιδιά μόλις τις έπιαναν στα χέρια τους…
Αναρωτιέμαι λοιπόν αν μπορούμε να φέρουμε πίσω κάτι από εκείνα τα Χριστούγεννα απλά και χωρίς πολλές γκρίνιες, όχι γιατί πρέπει να γιορτάσουμε τη χριστιανοσύνη μας και άλλα τέτοια, αλλά μπας και βρούμε στο βλέμμα μας εκείνη τη χαμένη αθωότητα των Χριστουγέννων.
Λίνα Καμπούρογλου