Το κρασί, ένα από τα αρχαιότερα και πιο αγαπητά ποτά στον κόσμο, είναι κάτι περισσότερο από μια απλή επιλογή στο τραπέζι. Αντικατοπτρίζει πολιτισμούς, αφηγείται ιστορίες και συνδέει γενιές.
Από τα οινοποιεία της Ελλάδας και της Μεσογείου μέχρι τις διάσημες οινοπαραγωγικές περιοχές της Γαλλίας και της Ιταλίας, το κρασί αποτελεί έναν πολύτιμο θησαυρό γεύσεων, αρωμάτων και συναισθημάτων.
Σε κάθε γουλιά κρύβεται η τέχνη του αμπελουργού, η σοφία του οινοποιού και το μεράκι όσων φροντίζουν να φτάσει στο ποτήρι μας. Το κρασί δεν είναι απλώς ένα προϊόν∙ είναι μια εμπειρία που ενώνει τη φύση με την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Από το καθημερινό τραπέζι έως τις πιο επίσημες στιγμές μας, συνοδεύει γεύματα, ενισχύει τη διάθεση και δημιουργεί αναμνήσεις.
Πέρα από την αυθεντική του γεύση, το κρασί αποτελεί έναν ζωντανό σύνδεσμο με την ιστορία και την παράδοση κάθε τόπου. Οι ποικιλίες και οι τεχνικές παραγωγής του αντικατοπτρίζουν τη μοναδικότητα του εδάφους, του κλίματος και της κουλτούρας κάθε περιοχής. Είναι ένα ποτό που εξελίσσεται με τον χρόνο, όπως και οι άνθρωποι που το αγαπούν.
Στόχος του αφιερώματος αυτού είναι να εξερευνήσουμε τον μαγευτικό κόσμο του κρασιού: τις ποικιλίες, τις περιοχές, τις μεθόδους παραγωγής, αλλά και τον τρόπο που μπορούμε να το απολαύσουμε καλύτερα.
Ευχαριστούμε πολύ για την προθυμία να συμβάλλουν με τις γνώσεις τους στο αφιέρωμα τους:
ΤΑΣΟ ΑΥΓΕΡΗ | Σύμβουλο κρασιών Baratin (WSET Level 3 & HESTIA)
ΝΙΚΟΛΗ ΥΦΑΝΤΗ | Wine selector, Mellem Athens
ΓΙΑΝΝΗ ΟΞΥΖΙΔΗ | Χημικός μηχανικός, Οινολόγος Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη
Ελληνική αμπελουργία
Γράφει ο Τάσος Αυγέρης
Σύμβουλος κρασιών στο Baratin (WSET Level 3 & HESTIA)
Κύριες ελληνικές ποικιλίες
Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερες από 300 εγχώριες ποικιλίες σταφυλιών. Πάνω από 70 από αυτές οινοποιούνται με εξαιρετικά αποτελέσματα και με εμπορικό ενδιαφέρον.
Το μοναδικό νησί της Σαντορίνης είναι η πατρίδα του Ασύρτικου, του παγκόσμιου πρεσβευτή των ελληνικών ποικιλιών. Τα ηφαιστειογενή εδάφη του νησιού και η εκτεταμένη έκθεση στον ήλιο δίνουν ένα γεμάτο λευκό κρασί με κοφτερή οξύτητα, αρώματα εσπεριδοειδών και έναν μοναδικό ορυκτό χαρακτήρα. Όταν συνδυάζεται με άλλες ποικιλίες μπορεί να δώσει, εκτός από λευκά ήσυχα και αφρώδη, εξαιρετικά γλυκά κρασιά όπως το φημισμένο Vinsanto. Οι δυνατότητες παλαίωσης φτάνουν τα 10 χρόνια για τα κορυφαία παραδείγματα.
Το Ξινόμαυρο είναι ίσως η ελληνική ποικιλία που έχει την πιο έντονη συγγένεια με το terroir της. Το όνομά του σημαίνει μαύρο και ξινό και πιθανόν να μην ακούγεται πολύ θελκτικό, αλλά τα κρασιά του είναι εντυπωσιακά, πολύπλοκα και πλούσια. Έχουν αρώματα λιαστής ντομάτας, ελιάς και κόκκινων φρούτων. Με το χρόνο βγάζει πιο γήινα αρώματα καθώς και τρούφα μανιτάρι.
Από την άλλη, η Μαλαγουζιά είναι η «σταχτοπούτα» των ελληνικών ποικιλιών, με καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία, αλλά τώρα καλλιεργείται κυριολεκτικά σε κάθε γωνιά της χώρας. Είναι αρκετά αρωματική με νότες από λευκά άνθη (γιασεμί, άνθη εσπεριδοειδών), ώριμα πυρηνόκαρπα (ροδάκινο, βερίκοκο) αλλά και εσπεριδοειδή (λάιμ, γκρέιπφρουτ, λεμόνι). Αν καλλιεργείται σε ψυχρό κλίμα τότε συναντάμε και νότες βοτάνων (πράσινο τσάι, δυόσμος), ενώ αν καλλιεργείται σε θερμό κλίμα αποκτά τροπικό χαρακτήρα με νότες mango, ανανά και passion fruit.
Το Αγιωργίτικο είναι μια γοητευτική κόκκινη ποικιλία με μοναδική αμεσότητα και ισορροπία. Καθορίζει τι είναι το μέτρο, καθώς τα συστατικά του (φρούτο, οξύτητα, τανίνες, αλκοόλ) είναι σε πλήρη αρμονία. Έχει αρώματα δαμάσκηνου, κερασιού, κανέλας και σοκολάτας. Δίνει κρασιά βελούδινα, με γεύσεις κόκκινου μούρου και μαύρου κερασιού, πικάντικο χαρακτήρα και ισορροπημένη οξύτητα. Οι καλύτερες εκδοχές του Αγιωργίτικου μπορούν να παλαιώσουν άνετα για 5-10 χρόνια.
Η Μαυροδάφνη είναι μια ποικιλία με μακρά παράδοση στο νότιο τμήμα της χώρας, κυρίως στην Πάτρα και στην Κεφαλονιά. Χαρακτηρίζεται από το βαθύ χρώμα και είναι γνωστή για τα επιδόρπια κρασιά που δίνει. Τα τελευταία 10-15 χρόνια ζει μια αναγέννηση λόγω του ενδιαφέροντος τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών για τα ξηρά κρασιά της. Σε αυτά συνδυάζει μοναδικά την πυκνότητα του φρούτου (δαμάσκηνο, βύσσινο, κεράσι) με τη φυτικότητα (ευκάλυπτος, δάφνη, φασκόμηλο) και όλα αυτά σε ένα φόντο σοκολάτας και καφέ. Το βαρέλι τής πάει πολύ και τονίζει τον γλυκό, βελούδινο χαρακτήρα της. Επιπροσθέτως, είναι μια ποικιλία που αγαπά την παλαίωση και αντέχει στον χρόνο, κερδίζοντας αρώματα μελανιού, πίσσας και τσαγιού.
Το Μοσχοφίλερο είναι μια εξαιρετική ποικιλία από το οροπέδιο της Μαντινείας. Αν και είναι μια ερυθρωπή ποικιλία, είναι γνωστή για τα λευκά κρασιά που κάνει. Τα αρώματα είναι έντονα ανθικά (τριαντάφυλλο, γιασεμί, άνθη λεμονιάς) και φρουτώδη (εσπεριδοειδή, πράσινο μήλο). Έχουν μέτριο σώμα και υψηλή οξύτητα.
Το Βιδιανό είναι η απάντηση της Κρήτης στο Ασύρτικο. Ανακαλύφθηκε ξανά τη δεκαετία του ’80, αλλά μόλις πρόσφατα άρχισε να δείχνει τις πραγματικές της δυνατότητες. Αυτή η λευκή ποικιλία έχει ευγενικά αρώματα από βερίκοκο, περγαμόντο, χαμομήλι, λευκά λουλούδια και ροδάκινο. Το βαρέλι τού πάει πολύ και τονίζει την ορυκτή του διάσταση αλλά και τη λιπαρότητά του. Ένα βαρελάτο Βιδιανό έχει συνήθως πλούσιο σώμα και αρώματα πεπονιού, πορτοκαλιού, μπανάνας, βερίκοκου, φουντουκιού και βανίλιας.
Ανερχόμενες ελληνικές ποικιλίες
Αρχικά, έχουμε τη Ρομπόλα από την Κεφαλονιά. Στο νησί ευδοκιμεί σε φτωχά πετρώδη εδάφη, μερικές φορές τόσο πετρώδη που οι Ιταλοί αποκαλούσαν το κρασί Vino di Sasso (κρασί της πέτρας). Η Ρομπόλα είναι λευκή ποικιλία με λεπτό αρωματικό χαρακτήρα (με παρουσία κιτροειδών και μάραθου), ελαφρές ορυκτές νότες και μέτρια έως υψηλή οξύτητα.
Δεύτερον, υπάρχει η Κυδωνίτσα. Είναι μια ποικιλία που ανήκει στις πιο γνωστές εξαφανισμένες ελληνικές ποικιλίες, μέχρι πρόσφατα. Γενέτειρά της είναι η Λακωνία. Δίνει ντελικάτα αρώματα λευκών λουλουδιών, αχλαδιού και κυδωνιού, με χαμηλό αλκοόλ και διακριτική οξύτητα.
Επίσης το Λιάτικο – η καλλιέργειά του γίνεται σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη και κυρίως στο νομό Ηρακλείου και Λασιθίου. Δίνει κυρίως ερυθρά ξηρά κρασιά, εξαιρετικής φινέτσας και πολύ κομψά ροζέ, ενώ στα γλυκά αποκαλύπτεται το πλούσιο αρωματικό δυναμικό του.
Τέλος έχουμε τη Λημνιώνα, μια πολύ σπάνια ελληνική ποικιλία που κατάφερε να διασωθεί μόλις τα τελευταία 20 χρόνια. Δίνει μονοποικιλιακά ερυθρά και ροζέ κρασιά με ζωηρό χρώμα και έντονα αρώματα από ζουμερά κόκκινα φρούτα, κυρίως κεράσι, φράουλα, φραμπουάζ και ρόδι, με απαλές βοτανικές νότες.
Η πορεία από το σταφύλι στο κρασί
Γραφει ο Γιάννης Οξυζίδης
Χημικός μηχανικός, Οινολόγος στο Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη
Η διαδικασία της οινοποίησης
Είναι απρόσμενα προφανές ότι ο φυσικός προορισμός του μούστου είναι να γίνει ξύδι, και μάλιστα κακής ποιότητας. Ο οινοποιός είναι αυτός που παρεμβαίνει για να μετατρέψει τον μούστο στο καλύτερο δυνατό κρασί που θα διατηρήσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του για όσο γίνεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ποια είναι όμως τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να φτάσει σε αυτό το αποτέλεσμα;
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ο τρύγος υγιών και ώριμων σταφυλιών. Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε καλά αμπέλια και τη βοήθεια του καιρού και ενός έμπειρου αμπελουργού. Όταν φτάσει η εποχή της συγκομιδής, στρατιές τρυγητών ή μια τρυγητική μηχανή (όταν οι τρυγητές είναι δυσεύρετοι) μαζεύουν τα σταφύλια και τα φέρνουν στο οινοποιείο το ταχύτερο δυνατό. Τα πρώτα βήματα στο οινοποιείο είναι η διαλογή, ο διαχωρισμός από τα κοτσάνια (αποβοστρύχωση) και το «σπάσιμο» των ραγών (έκθλιψη ή απορραγισμός). Κάπου εδώ χωρίζουν οι παραγωγικοί δρόμοι των λευκών/ροζέ οίνων από τη μια πλευρά και των ερυθρών από την άλλη.
Οι λευκοί και οι ροζέ οίνοι –εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ροζέ οίνοι προκύπτουν από τη λευκή οινοποίηση ερυθρών σταφυλιών–, απαιτούν μια ένταση εργασίας τις πρώτες 2-3 μέρες που ακολουθούν τον τρύγο. Αφού πάρουμε τον σταφυλοπολτό όπως περιγράφηκε πιο πάνω, θα πρέπει να αποφασίσουμε αν αυτός θα πατηθεί κατευθείαν για να διαχωρίσουμε τον μούστο από τα στέμφυλα ή αν θα κάνουμε μια σύντομη (συνήθως λίγων ωρών) εκχύλιση, δηλαδή συμπαραμονή του μούστου με τα στέμφυλα για να πάρουμε περισσότερα αρώματα ή χρώμα στην περίπτωση των ροζέ. Σε κάθε περίπτωση, ο σταφυλοπολτός θα καταλήξει στο πιεστήριο που θα μας δώσει δύο διαφορετικές πρώτες ύλες: τον πρόρωγο και τις πιέσεις. Ο πρόρωγος είναι πιο αιθέριος, πιο όξινος και πιο ανοιχτόχρωμος ενώ οι πιέσεις έχουν πιο σκούρο χρώμα, λιγότερη φρεσκάδα συχνά όμως μεγαλύτερη αρωματική ένταση. Τα δύο κλάσματα διαυγάζουν και επανενώνονται για να οδηγηθούν στις δεξαμενές ζύμωσης. Εκεί οι μύκητες καταναλώνουν τα σάκχαρα του μούστου και παράγουν αλκοόλ. Όταν η ζύμωση ολοκληρωθεί, συνήθως έπειτα από 10-15 ημέρες, οι δεξαμενές συμπληρώνονται και το κρασί είναι έτοιμο.
Οι ερυθροί οίνοι δεν απαιτούν τόσες μετακινήσεις. Μετά την αποβοστρύχωση και την έκθλιψη ο σταφυλοπολτός μπαίνει σε ειδικές δεξαμενές που γίνεται η αλκοολική ζύμωση παρουσία των στεμφύλων. Αυτή η συμπαραμονή μπορεί να κρατήσει από λίγες ημέρες έως περισσότερο από έναν μήνα, ανάλογα με το είδος και την ποιότητα των σταφυλιών, το στυλ του κρασιού και τους στόχους του οινοποιού. Σε κάθε περίπτωση, είναι τα στέμφυλα που καθορίζουν την ποιότητα και τον χαρακτήρα του ερυθρού οίνου. Μετά την αλκοολική ακολουθεί μια δεύτερη ζύμωση, λιγότερο διάσημη, η μηλογαλακτική, κατά τη διάρκεια της οποίας το μηλικό οξύ μετατρέπεται σε γαλακτικό. Έτσι το κρασί βελτιώνεται οργανοληπτικά αλλά και σταθεροποιείται μικροβιολογικά. Το επόμενο βήμα είναι η παλαίωση του ερυθρού οίνου. Αν και το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι τα δρύινα βαρέλια υπάρχουν και πολλές άλλες επιλογές όπως οι δρύινες δεξαμενές, οι αμφορείς, οι τσιμεντένιες δεξαμενές κ.ά.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία που οδηγεί στην εμφιάλωση, οι παραγωγικοί δρόμοι των λευκών, ροζέ και ερυθρών οίνων ξανασυναντιούνται. Ο οινοποιός πρώτα κάνει τα χαρμάνια που αντιστοιχούν στα προϊόντα του, κατόπιν φροντίζει να σταθεροποιήσει και να φιλτράρει τους οίνους ώστε να διαυγάσουν και να παραμείνουν διαυγείς μέσα στη φιάλη. Ακολουθεί η εμφιάλωση, η ετικετοποίηση και ο εγκιβωτισμός και το κρασί είναι έτοιμο να αναχωρήσει για τα ποτήρια σας.
Η παραπάνω περιγραφή παρουσιάζει ένα γενικό σχήμα οινοποίησης. Προφανώς υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί δρόμοι και διαφοροποιημένες τεχνικές που εφαρμόζονται στα διάφορα στάδια της παραγωγής. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει τόσο συναρπαστικά μεγάλη ποικιλία κρασιών στον κόσμο.
Τι να διαλέξω από το ράφι;
Γράφει ο Νικολής Υφαντής | Wine selector, Mellem Athens
Η επιλογή μιας φιάλης κρασιού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Για παράδειγμα, με τι θα συνδυάσουμε το κρασί, τι χαρακτηριστικά θέλουμε να έχει κ.λπ.
Κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί στα χέρια μας, διακρίνουμε αρκετά στοιχεία τόσο στο μπροστινό όσο και στο πίσω μέρος της ετικέτας. Αρχικά παρατηρούμε το όνομα του κτήματος, το όνομα του κρασιού και την ποικιλία του. Η ποικιλία σίγουρα μπορεί να μας δώσει κάποια στοιχεία σχετικά με το τι να περιμένουμε γευστικά, με τις τελικές πινελιές ωστόσο να καθορίζονται από τον οινοποιό. Στη συνέχεια, το μάτι μας θα πέσει στη χρονολογία που αναγράφεται η οποία δεν έχει να κάνει με το πότε κυκλοφόρησε το εκάστοτε κρασί, αλλά με την εσοδεία των σταφυλιών που χρησιμοποιήθηκαν για να παραχθεί. Άλλο ένα στοιχείο από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για το κρασί που έχουμε στα χέρια μας είναι η γεωγραφική περιοχή και το υψόμετρο. Το μικροκλίμα κάθε τόπου καθώς και το πόσο ορεινοί ή όχι είναι οι αμπελώνες καθορίζουν την πολυπλοκότητα του τελικού προϊόντος.
Όσον αφορά το ταίριασμα με κάποιο φαγητό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κανόνα, επιλέγουμε λευκά κρασιά για θαλασσινά και ελαφριά πιάτα, εν αντιθέσει με πιάτα που περιέχουν μαγειρεμένα κρέατα και έντονες σάλτσες οπότε και θα διαλέξουμε ερυθρά. Παρόλα αυτά, βλέπουμε όλο και περισσότερο αναπάντεχα και ανατρεπτικά pairings, καθώς υπάρχει εξέλιξη και νέες αντιλήψεις, τόσο στην οινοποιία όσο και στη γαστρονομία.
1| Αν θέλουμε να πετύχουμε τον απόλυτο συνδυασμό φαγητού-κρασιού, ειδκά όταν ένα τραπέζι έχει πρώτο/δεύτερο/τρίτο πιάτο κ.λπ., πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι κάθε πιάτο συνδυάζεται με το δικό του κρασί.
2| Όσον αφορά τα επιδόρπια, τα οποία τις περισσότερες φορές είναι γλυκά, συνοδεύονται με γλυκά κρασιά ανεξαρτήτως χρώματος. Για να κάνουμε όμως ένα διαχωρισμό τα παραδοσιακά σιροπιαστά γλυκά ζητούν λευκά κρασιά. Αν το επιδόρπιο περιέχει φρούτα, ανοίξτε ένα μπουκάλι αφρώδους κρασιού ή σαμπάνιας, ενώ αν έχετε επιλέξει ως επιδόρπιο κάτι με σοκολάτα, ιδανικό θα ήταν ένα κόκκινο Port.
Ανοιχτήρι, βαρέλι, φιάλη, φελλός· τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται!
Γράφει η Ηλέκτρα Τζώρτσου
Τα τέσσερα στοιχεία του κρασιού που μας επιτρέπουν να το απολαμβάνουμε στην καλύτερη εκδοχή του.
Το ανοιχτήρι
Τα ανοιχτήρια κρασιού είναι σημαντικά για το σωστό άνοιγμα μιας φιάλης, και η επιλογή του κατάλληλου ανοιχτηριού επηρεάζει την εμπειρία σερβιρίσματος. Υπάρχουν πολλά είδη, το καθένα με διαφορετικά πλεονεκτήματα. Το ανοιχτήρι σερβιτόρου, με διπλό μοχλό, είναι μικρό, οικονομικό και πρακτικό, ιδανικό για όσους έχουν εξοικείωση με το άνοιγμα κρασιών. Το ανοιχτήρι μοχλού απαιτεί ελάχιστη δύναμη, ενώ το ανοιχτήρι φτερούγας διευκολύνει τη χρήση χωρίς ιδιαίτερη δεξιότητα. Το Ah-So, με μεταλλικά δόντια, είναι κατάλληλο για παλαιωμένα κρασιά, καθώς προστατεύει ευαίσθητους φελλούς. Το ηλεκτρικό ανοιχτήρι προσφέρει ευκολία, ειδικά για άτομα με περιορισμένη δύναμη, ενώ το ανοιχτήρι αντλίας κενού χρησιμοποιεί αέρα για την εξαγωγή του φελλού, προσφέροντας ταχύτητα και ευκολία. Το κατάλληλο ανοιχτήρι, όταν χρησιμοποιείται σωστά, συμβάλλει στην απόλαυση του κρασιού, διατηρώντας την ποιότητα και την εμπειρία του σερβιρίσματος σε υψηλά επίπεδα.
Συμβουλές για το Άνοιγμα της Φιάλης
1. Τοποθετήστε το ανοιχτήρι σωστά για να μην καταστρέψετε τον φελλό.
2. Βιδώστε με σταθερές κινήσεις και μην πιέζετε τον φελλό προς τα κάτω.
3. Αποφύγετε την υπερβολική δύναμη, καθώς μπορεί να καταστρέψετε παλιούς φελλούς.
Το βαρέλι
Το βαρέλι παίζει κομβικό ρόλο στην ωρίμανση του κρασιού, καθώς το ξύλο του επηρεάζει τη γεύση, το άρωμα, και την υφή του. Κατά τη διαδικασία, το κρασί απορροφά αρώματα, ενώ η αργή οξυγόνωση συμβάλλει στη σταθεροποίησή του. Η επιλογή βαρελιού προσδίδει χαρακτήρα και βάθος στο κρασί, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε μπουκάλι μοναδικό.
Είδη Βαρελιών και Χαρακτηριστικά
Δρύινα βαρέλια:
● Γαλλική Δρυς: Δίνει κομψές νότες βανίλιας και ξηρών καρπών, ιδανική για premium κρασιά.
● Αμερικάνικη Δρυς: Προσφέρει πιο έντονες γεύσεις, με νότες καρύδας και μπαχαρικών.
● Ανατολικοευρωπαϊκή Δρυς: Προσφέρει ισορροπημένο χαρακτήρα, μεταξύ γαλλικής και αμερικάνικης δρυός.
Ακακία: Χρησιμοποιείται σε λευκά κρασιά, δίνοντας ελαφριά, ανθικά αρώματα.
Κάστανο: Ιδανικό για παραδοσιακές μεθόδους, επιτρέπει μεγαλύτερη οξυγόνωση.
Παράγοντες που Επηρεάζουν την Ωρίμανση
Μέγεθος βαρελιού: Τα μικρά βαρέλια εντείνουν τις γεύσεις, ενώ τα μεγαλύτερα παρέχουν ήπια επίδραση.
Επίπεδο καψίματος: Το εσωτερικό κάψιμο επηρεάζει τα αρώματα, από βανίλια μέχρι καπνό.
Ηλικία βαρελιού: Τα νέα βαρέλια δίνουν πιο έντονα αρώματα, ενώ τα παλαιότερα είναι πιο διακριτικά.
Το μπουκάλι
Το μπουκάλι του κρασιού δεν είναι απλώς ένα μέσο αποθήκευσης. Το μέγεθος, το χρώμα και το σχήμα του παίζουν καθοριστικό ρόλο στην παλαίωση, στην προστασία και στην παρουσίαση του κρασιού. Τα σκούρα μπουκάλια, όπως το πράσινο ή το καφέ, προστατεύουν το κρασί από τις επιπτώσεις του φωτός, αποτρέποντας την αλλοίωση των αρωμάτων και των γεύσεων, ιδιαίτερα στα κόκκινα κρασιά που προορίζονται για παλαίωση. Οι φιάλες συχνά έχουν μια κοιλότητα στη βάση, κάτι που ενισχύει την αντοχή τους και βοηθά στην παγίδευση των ιζημάτων.
Τύποι Φιαλών
Μπορντό: Η πιο διαδεδομένη φιάλη, κατάλληλη για κρασιά με τανίνες όπως Cabernet και Merlot. Οι κάθετοι ώμοι του συγκρατούν το ίζημα.
Βουργουνδίας: Με στρογγυλό και απαλό λαιμό, ιδανική για πιο ευαίσθητα κρασιά, όπως Pinot Noir και Chardonnay.
Αλσατίας και Ρήνου: Λεπτή και ψηλή για αρωματικά λευκά, όπως Riesling.
Σαμπάνιας: Ανθεκτική στις πιέσεις των αφρωδών, με παχύτερο γυαλί.
Πόρτο: Σχεδιασμένη για ενισχυμένα κρασιά, διαθέτει κοιλότητα που συγκρατεί τα ιζήματα.
Μαγνούμ: Μεγάλες φιάλες για μακρά παλαίωση, αγαπητές στους συλλέκτες. Επειδή το κρασί σε αυτές εκτίθεται λιγότερο σε οξυγόνο, ωριμάζει αργά, αποκτώντας περισσότερη πολυπλοκότητα.
Ο φελλός
Ο φελλός είναι ένα παραδοσιακό και πολύτιμο υλικό σφράγισης για το κρασί, γνωστό για τις μοναδικές φυσικές του ιδιότητες. Παράγεται από τον φλοιό του φελλόδεντρου (Quercus suber), το οποίο αναπτύσσεται σε μεσογειακές χώρες, με την Πορτογαλία να είναι ο κύριος παραγωγός. Επιτρέπει την ελεγχόμενη εισροή οξυγόνου, δίνοντας στο κρασί τη δυνατότητα να παλαιώσει αργά, βελτιώνοντας την ποιότητά του. Ξεχωρίζει για την ελαστικότητά του, προσφέροντας αεροστεγή σφράγιση και ταυτόχρονα εύκολο άνοιγμα της φιάλης. Είναι αδιάβροχος και προστατεύει το κρασί από υπερβολική οξυγόνωση ή εξάτμιση, ενώ η μικροπορώδης δομή του επιτρέπει μικρές ποσότητες αέρα να συμβάλλουν στην ωρίμανση του κρασιού.
Είδη Φελλών
Ο φυσικός φελλός χρησιμοποιείται σε premium κρασιά λόγω της συμβολής του στην παλαίωση. Οι τεχνητοί φελλοί, όπως ο σύνθετος και ο φελλός κορυφής, προσφέρουν σταθερή σφράγιση και είναι ιδανικοί για κρασιά άμεσης κατανάλωσης. Ο συνθετικός φελλός και το βιδωτό πώμα, αν και δεν επιτρέπουν παλαίωση, είναι κατάλληλα για κρασιά που προορίζονται για άμεση κατανάλωση.