Στην Πόλη έβρεχε ασταμάτητα, συνεχώς επί 1 χρόνο
Έριξε ο θεός τόσο νερό που φυτρώσαμε βρύα και λειχήνες
Μάλλον μετά την αμετάκλητη αναχώρηση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές
τα 100 χρόνια μοναξιάς πήραν σάρκα και οστά στην Αθήνα.
Στο μακρινό του Μαρκές, Μακόντο, η συνεχής αϋπνία έφερε λήθη. Η βροχή δεν σταμάταγε, οι πεθαμένοι επέστρεψαν επειδή δεν άντεχαν την μοναξιά.
Η θλίψη κυριάρχησε και η ανισότητα μαζί με την αδικία ήταν νόμος.
Όλα αυτά στο Μακόντο που αγωνιζόταν να βγει από την μοναξιά του ζητώντας
μια δεύτερη ευκαιρία, πριν την αναγκαστική εκτέλεση των ονείρων.
Το Μακόντο του Μαρκές εμφανίστηκε, μουσκεμένο, κατάμονο στην Αθήνα. Και εκεί που η πόλη μας ονειρευόταν τα Παρίσια -αδελφοποιήσεις με την λεωφόρο Φός και τα σχετικά απωθημένα μας- μοναδική πρόθυμη περιοχή, για να μας δώσει το χέρι, ήταν το μοναχικό Μακόντο της Κολομβίας.
Η έλευση του υποψηφίου, ήρθε μαζί με τη βροχή μια φθινοπωρινή νύχτα. Την βραδιά που κρύφτηκαν τα νυχτερινά πεταλουδάκια και τα μπουμπουνητά κυνηγούσαν τα αδέσποτα σκυλιά.
Το Μαρκεσιανό Μακόντο άδειασε όλη την βρόχινη γραφή του Γκαμπριέλ, χειροκρότησε τον εαυτό του και πέταξε με πτήση αυθημερόν για την Κολομβία.
Οι κάτοικοι της πόλης -εμείς όλοι δηλαδή- βρεθήκαμε στην τρομερή δυσκολία της αναγνώρισης, της ιδιότυπης λογοτεχνικής κοπάνας. Θλίψη, μοναξιά, αδικία, ουτοπία μέσα σ’ ένα σύννεφο βροχής, μεταφερμένο σε μια άλλη πόλη.
Πόλη με αίγλη, με πλουμίδια και ιστορία.
Ξεκίνησαν οι μήνες της βροχής, τόση που ήταν αδύνατον να μετρηθεί.
Στωϊκοί τα τελευταία χρόνια στα βάσανα, στην αρχή κρατούσαμε ομπρέλα, μετά κουκουλώσαμε τα κεφάλια με σακούλες νάυλον, στο τέλος αφεθήκαμε στην νεροποντή. Συνηθίσαμε τόσο, που αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι δεν βρέχει. Ίσως κάτι άλλο ανεξήγητο να μας συμβαίνει.
Εν τω μεταξύ οι συνθήκες ακινησίας και αδράνειας, ευνόησαν την χλωρίδα. Άρχισαν να εμφανίζονται -στην αρχή δειλά- αργότερα με ταχύτητα υπερβολική, τα βρύα μαζί και οι λειχήνες, τριγύρω στο περιβάλλον που ζούσαμε αλλά και πάνω μας, δημιουργώντας μια παράξενη επικάλυψη.
Τα πληκτρολόγια φύτρωσαν. Κάθε πρωί -την ώρα που σημαίναμε με λάικ την επανάσταση- φορούσαμε γάντια πλαστικά μιας χρήσεως, για να αποφύγουμε την υγρασία. Η επαναστατικότητα καθυστερούσε και γριπιασμένη σερνόταν στα p.c., αλλά δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούμε ότι φταίει η υγρασία. Σε μας η λήθη επήλθε -όχι από αϋπνία- αλλά από την φυτρωμένη υγρασία.
Παραδομένοι στην λήθη, γλιτσιασμένοι με γρασίδι, αρχίσαμε να παίρνουμε μέτρα με δημοκρατική ευθύνη, τέτοια που να μας δίνουν την δυνατότητα της εργασίας -όσοι είχαν- και της μετακίνησης.
Στον ΗΣΑΠ φορούσαμε γαλότσες, και ρίχναμε ζέστη ο ένας επιβάτης στον άλλον με πιστολάκι μαλλιών, εφοδιασμένο με μπαταρία.
Ήταν τόση η λήθη, που είχαμε ξεχάσει πώς μας συνέβη αυτό. Θαρρείς ο,τι σ’ αυτόν τον τόπο, δεν γεννηθήκαμε αλλά μόνο φυτρώσαμε και μάλιστα κατά τύχη
Στις εκλογές πάμε σα ψάρια στην γυάλα και μουρμουράμε όπως ακριβώς κάνουν τα ψάρια. Ο έρωτας μούσκεψε, κρύωσε και ένα δειλινό σπαρακτικό μας εγκατέλειψε. Μια γυναίκα τον πήρε στο κατόπι, τράβαγε το μανίκι του, έκλαιγε, τον παρακαλούσε, τον ρωτούσε τι θα ήθελε για να επιστρέψει.
Αλλά, τίποτε ο κυρ-έρωτας.
Κάτι μουρμούραγε, ψιθύριζε σαν θρόισμα και το πήραν τα φύλλα των δέντρων το μήνυμα: «Ο ξεχασμένος πώς να αγαπήσει;; Εγώ ο έρωτας είμαι σήμαντρο, ακοή και μνήμη του παντός»
Τα φύλλα έσπευσαν να φτιάξουν καλλιτεχνική πυρογραφία. Στεγνωμένοι κάποιοι, μετά την βροχή, θα διαβάσουν έντρομοι το μήνυμα. Ίσως τότε κάτι αλλάξει.
Οι μήνες περνούσαν και η θλίψη της μοναξιάς σκεπαζόταν κάτω από την ορμή των νερών στην πόλη.
Ώσπου ακριβώς όπως και στο Μακόντο, άρχισαν να εμφανίζονται οι νεκροί
Αυτοί που είχαν ζήσει σε τούτη την πόλη……..
Επανήλθαν όπως είχαν φύγει. Άλλοι χαρούμενοι, κάποιοι με θλίψη, επανήλθαν και οι αρχηγοί. Αυτοί που ονειρεύτηκαν το καλό της πόλης. Οι δίκαιοι Δικαστές. Αυτοί που έσκυψαν σε τόμους δικογράφων, λουσμένοι από την αγωνία της αδικίας. Περπάτησαν στους δρόμους απ’ την αρχή οι νομοθέτες. Μόνο αυτοί που ξαγρύπνησαν εναντίον της αδικίας. Οι γυναίκες. Αυτές που θεωρούσαν ντροπή την απρέπεια, την αγένεια, την ασέβεια στον άλλον.
Στόλισαν απ’ την αρχή τα μπαλκόνια και έπλυναν τα περίτεχνα κιγκλιδώματα.
Από κοντά και οι τεχνίτες. Αυτοί που στόλιζαν την πόλη. Που δεν καταδέχονταν αμοιβή εάν η τέχνη δεν ήταν καλλιτεχνική.
Στο τέλος οι γιατροί. Με ρόμπες πάλλευκες, με τσέπες άδειες, με μέτωπο θεωρείο που έφτανε τον ουρανό.
Αυτοί.
Είδαν την λήθη. Αντίκρισαν την αποπνικτική χλωρίδα και βάλθηκαν να επαναφέρουν την μνήμη.
Ανασκουμπώθηκαν, έσπρωξαν τους φυτρωμένους παραδίπλα και ξεκίνησαν την εργασία, τον κάματο και την επαναφορά της αγάπης για το Κοινό καλό.
Οι νεκροί εργάζονταν εντατικά.
Η βροχή τον επόμενο μήνα λιγόστεψε.
Κάποια χαμομήλια δειλά φυτρώσαν στα πάρκα.
Οι νεκροί έκαναν υπερωρίες.
Μια μέρα -όλως ξαφνικά- ο ήλιος επέλασε αποφασιστικά.
Η πόλη άρχισε να στεγνώνει.
Ο έρωτας πατώντας στις μύτες των ποδιών του δειλά -δειλά επέστρεφε.
Η γυναίκα τον φίλησε.
Ο τόπος έλαμψε.
Ένας -ένας οι άνθρωποι στέγνωναν. Μαράθηκαν οι πρασινάδες και άρχισε να φαίνεται το πρόσωπο του καθένα.
Η βροχή σταμάτησε. Το βιβλίο την ξαναφόρτωσε στις σελίδες, και επέστρεψε στο Μακόντο της Κολομβίας.
Όμως η επαναφορά στην πραγματικότητά τους συνοδεύτηκε από μια τεράστια έκπληξη.
Η πόλη ξανάγινε πόλη.
Η δικαιοσύνη ήταν αρχηγός.
Οι άνθρωποι αγκαλιάστηκαν ο ένας με τον άλλον και μια γελούσαν και μια έκλαιγαν.
Τελικά αυτή την πόλη την έσωσαν οι νεκροί της
Και με αυτό τον τρόπο της δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία.
…………………καλό βόλι γείτονες……….
Μπίρα με γρεναδίνη
Ο Άνταμ το αποφάσισε. Ζήτησε άδεια από το εργοστάσιο, ετοίμασε ένα σακ βουαγιάζ και πήγε στην Κρακοβία. Από ’κει έφευγαν, δυο φορές...
Διάβασε περισσότεραDetails