«Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί.»
(«Ο ξεπεσμένος Δερβίσης», Αλ. Παπαδιαμάντης, 1896)
Ο κυριακάτικος απογευματινός περίπατος οδήγησε την παρέα των ανωνύμων εξερευνητών του Άστεως (flâneurs), στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι. «Ο Ναΐσκος του Αγίου Ελισσαίου κείται δεξιά τω αναβαίνοντι την οδόν Άρεως, εγγύς του ενοριακού Ναού των Ταξιαρχών, παρά την αρχαίαν της Πόλεως Αγοράν». Το μικρό αυτό παρεκκλήσι οικοδομήθηκε μεσούσης της τουρκοκρατίας, ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Λογοθέτη – Χωματιανού και από τεχνικής – ναοδομικής άποψης ανήκε στο ρυθμό της απλής μονόκλιτης, ξυλόστεγης βασιλικής. Λίγο πριν από το 1900, ο ναΐσκος είχε αποκτήσει υψηλή συμβολική αξία καθότι στις αγρυπνίες που τελούνταν εκεί έδιναν τακτικά το «παρόν» σημαίνουσες προσωπικότητες του πνεύματος και της διανόησης της εποχής όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδερφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, οι οποίοι εκτελούσαν χρέη δεξιού και αριστερού ψάλτη αντίστοιχα. Παράλληλα, στις ακολουθίες ιερουργούσε ο εκ Νάξου πράος και ταπεινός τη καρδία, άγιος παπά – Νικόλας ο Πλανάς ενώ είχε συμμετάσχει και ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως.
Στην ανωτέρω γκραβούρα φαίνεται ο ναΐσκος όπως αποτυπώθηκε τον 19ο αιώνα (Brunet de Presle & Alexandre Blancet, 1860).
Αρχικά, αντλούμε κάποιες «τεχνικές» πληροφορίες σχετικά με το εσωτερικό του ναΐσκου από ένα άρθρο του Γεράσιμου Βώκου (Ακρόπολις, 8/3/1894): «ὄπισθεν τοῦ χθαμαλοῦ τέμπλου καὶ πρὸ τοῦ βωμοῦ ὁ ἱερεὺς ἐτέλει τὴν προσκομιδὴν […] Ἦσαν δὲ οἱ τοῖχοι τοῦ ἱεροῦ βήματος ἔμπλεοι τοιχογραφιῶν, νεωτέρας καὶ παλαιᾶς γραφῆς […] Ὑπὲρ τὸ στασίδιον τοῦ δεξιοῦ ψάλτου ἀνηρτᾶτο ἡ εἰκὼν τοῦ προφήτου Ἡλίου καὶ παρὰ ταύτην ἡ εἰκὼν τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, ἄνωθεν δὲ ἀπαίσιον εἰκόνισμα τῶν δεινῶν τῆς Κολάσεως μὲ τὰ τάρταρα φλογοβολοῦντα καὶ τοὺς δαίμονας καὶ τὸν ἀδηφάγον δράκον […] Καὶ ἔναντι δύο μανουάλια καὶ ὕπερθεν δύο πολυέλαιοι καὶ κανδῆλαι καὶ ὑπὲρ πάντα ὡς θέμα ἐπαναπαύσεως τῶν αἰσθήσεων, γαλήνης, μυστηρίου καὶ ἐξάρσεως ἡ κυανόχρους ἐκείνη κανδήλα, ἡ προχέουσα τὸ ἁπαλόν της φῶς …».
‘Ενα ενδιαφέρον «στατιστικό» στοιχείο –το οποίο επισημαίνει τόσο ο Καμπούρογλου όσο και ο Μωραϊτίδης– σχετικά με τη σύνθεση του εκκλησιάσματος, είναι ότι «ο Προφήτης Ελισσαίος ήτο δημοφιλέστατος ειδικά εις τας γυναικείας ομάδας…». Ο Βώκος συντασσόμενος με αυτή την προσέγγιση περιγράφει: «Ἦσαν δὲ γραῖαι πολλαὶ καὶ γυναῖκες ὡρίμου ἡλικίας καὶ νεανίδες τρυφερώταται καὶ μητέρες μετὰ τῶν θηλαζομένων νηπίων εἰς τὰς ἀγκάλας, τινὲς ἐξημμέναι ἐν τῇ ἀσφυκτικῇ θερμοκρασίᾳ τοῦ στενοῦ ἐκείνου χώρου, ἄλλαι νησταλέαι καὶ κατάκοποι, αἱ πλεῖσται πληκτικώτατα ἐστοιβαγμέναι…». Εν συνεχεία, σχολιάζεται η ανεπάρκεια του τότε «τεχνητού φωτισμού» που προσέδιδε μια υπερκόσμια χροιά πάνω στο πλήθος των γυναικών: «Σκιαὶ ἐπλανῶντο ἐπὶ τὰ γυναικεῖα ταῦτα πλήθη, σκιαὶ ἐπιτείνουσαι τὴν μυστηριώδη γοητείαν τοῦ ταπεινοῦ τούτου οἴκου τοῦ Θεοῦ και το φως του πρώτου πολυελαίου δεν έφθανεν έως εκεί και μόνον της κυανοχρόου μεγάλης κανδήλας από του μέσου ανηρτημένης η μελιχρά ανταύγεια και των άλλων κανδηλίων το ωχρόν φως διασκέδαζον επ‘ ολίγον τα πυκνά σκότη…».
Επανερχόμενοι στο λογοκρατούμενο σήμερα, πρέπει να τονιστεί ότι το εν λόγω ναΐδριον βρίσκεται καγκελόφρακτο και «ενσφηνωθέν» ανάμεσα σε τριπλοκλειδωμένες σιδεριές, αγκαθωτά συρματοπλέγματα και κιγκλιδώματα. Σίγουρα είναι αξιέπαινες οι προσπάθειες των αρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠΠΟ και της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών που εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχουν φροντίσει για την περάτωση του έργου της αναστήλωσης (και διάσωσης!) της εκκλησίας. Δυστυχώς όμως, ο (περιβάλλων) χώρος δεν είναι προσβάσιμος στο φιλακόλουθο κοινό της Αθήνας (και όχι μόνο). Έως τώρα, ελάχιστες φορές ο «ξένιος» Ελισσαίος ο «νέος» έχει ανοίξει την αγκαλιά του σε όσους επιθυμούν να σταθούν βιωματικά στο ίδιο σημείο που κάποτε προσεύχονταν «συναγρυπούντες» οι Σκιαθίτες «κοσμοκαλόγεροι» των ελληνικών γραμμάτων μαζί με τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Παύλο Νιρβάνα και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου…
Έτσι, η ομήγυρις των πικραμένων αναχωρητών της παλιάς Πόλης –έχοντας στη μια μεριά τα όνειρα, «στην άλλη τις ελπίδες»– απέρχεται προς Αρχαία Αγορά και ΗΣΑΠ Θησείο. Από το στόμιο της σήραγγας του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου, ανάμεσα σε σαλεπιτζήδες και αλλοκαιρινά ταβερνομπακάλικα, ίσως μας κοιτά κάποιος ξεπεσμένος Δερβίσης σιγοψιθυρίζοντας την προσφιλή του παροιμία: «Μπου ντουνιά τσερκ φελέκ» («Αυτός ο κόσμος, ρόδα είναι και γυρίζει…»).
Τέλος, καθώς η Κυριακή ρίχνει τη ροδοπόρφυρη αυλαία του δειλινού της στις λοφοσειρές της δυτικής Αθήνας, έρχεται στ‘ αυτιά μας –από τα χείλη του πλανόδιου τροβαδούρου- το «Ελισσάκι»…
«Απ’ την παλιά Αλικαρνασσό
αχ Ελισσάκι, Ελισσώ
κι από τη Σαντορίνη…
αχ γλυκό μου μανταρίνι!».
Αίσιον και ευτυχές το νέον θέρως…!
ΠΗΓΕΣ
«Ο Άγιος Ελισσαίος», Φ. Δημητρακόπουλος, εκδόσεις ERGO, 2004
«Αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον», Γεράσιμος Βώκος, Ακρόπολις, 8/3/1894
papadiamantis.net