Πριν από λίγο καιρό είχα βρεθεί σε μια συνάντηση γευσιγνωσίας στην οποία θα συνδυάζαμε διάφορα τυριά με κρασιά, μπύρες και… ουίσκι. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς μάθαμε αρκετά πράγματα γύρω από τις παραδόσεις που τα συνοδεύουν, τα χαρακτηριστικά τους και φυσικά πώς μπορούν να συνδυαστούν γευστικά
Κάθε φορά που δοκιμάζαμε κάτι, ο εισηγητής μάς καλούσε να περιγράψουμε τις γεύσεις και να πούμε αν μας θύμιζαν παρόμοιες. Σε αυτό το σημείο ξεκινούσε ο «αγώνας» εξεύρεσης των κατάλληλων λέξεων οι οποίες θα μπορούσαν να περιγράψουν με ακρίβεια το τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στον ουρανίσκο μας. Όλοι μας, εμού συμπεριλαμβανομένης, αυτομάτως χάναμε την ευφράδεια λόγου που μας χαρακτήριζε σε όλα τα υπόλοιπα μέρη της συζήτησης και παλεύαμε, επαναλαμβάνοντας πάνω κάτω τις ίδιες λέξεις, να επικοινωνήσουμε όσα νιώθαμε.
Έφυγα κάπως μεθυσμένη και προβληματισμένη από εκείνο το τραπέζι. Στη σκέψη μου γύριζε εκείνος ο «αναλφαβητισμός». Πώς είναι δυνατόν να αδυνατούμε να περιγράψουμε με άνεση ένα αναπόσπαστο κομμάτι των αισθήσεων που συνοδεύουν την καθημερινότητά μας, κάθε πτυχή της ζωής μας από τη γέννηση μέχρι το θάνατο; Ύστερα σκέφτηκα ότι πολλές γεύσεις και οσμές είναι περισσότερο συνδεδεμένες με τόπους, πρόσωπα κι εποχές, έτσι μας είναι πιο εύκολο να πούμε, για παράδειγμα, αυτό το φαγητό είναι Καλοκαίρι. Το παραπάνω δε μου φάνηκε ικανοποιητικό ελαφρυντικό ώστε να δικαιώσει την αδυναμία μας.
Σκεφτείτε ότι περνάμε δώδεκα έτη σχολικής εκπαίδευσης κατά τα οποία διδασκόμεθα ως επί το πλείστον μια ξύλινη, γραφειοκρατική γλώσσα. Πόσο ιδανικό μοιάζει στο μυαλό μου το σενάριο να μαθαίναμε το λεξιλόγιο των αισθήσεων και των συναισθημάτων, πόσο ουτοπικό φαντάζει ένα σύστημα εκπαίδευσης όπου στο κυλικείο του σχολείου δεν θα σερβίρονταν συσκευασμένα ή κατεψυγμένα τρόφιμα χωρίς σχεδόν καμία γεύση. Πόσο χρήσιμο θα ήταν να μαθαίνουμε μια τόσο βασική δεξιότητα όπως η μαγειρική και παράλληλα τους τρόπους για να εκφράσουμε ένα ολόκληρο σύμπαν άρρηκτα συνδεδεμένο με την υγεία και τον συναισθηματικό μας κόσμο.
Θα επεκτείνω τη σκέψη μου πέρα από την τυπική εκπαίδευση με αφορμή τη συνεργασία μου με εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα των γαστρονομικών περιηγήσεων η οποία μου ζήτησε να δημιουργήσω κάτι ανάλογο στην Αθήνα. Εννοείται πως έφαγα πόρτα από τα λεγόμενα boutique καταστήματα, τα οποία επιδεικνύουν σνομπισμό απέναντι σε κοινά που δεν θα κάνουν τον τζίρο που θα ήθελαν και προτιμούν εν τέλει να κλείσουν λόγω έλλειψης πελατείας, κάτι που δεν συνάντησα σε άλλες χώρες. Τα εγχώρια ξεχνούν πως ανοίγοντας τις πόρτες τους θα μπορέσουν να δημιουργήσουν μια κουλτούρα γύρω από την αναγνώριση της ποιοτικής γεύσης. Έτσι, τα πιο «premium» προϊόντα θα γινόντουσαν προσιτά σε και επιθυμητά από όλους μας και όχι μόνο από τις γκουρμεδιάρικες ελίτ. Στο τελευταίο έρχεται να κολλήσει το λεξιλόγιο καθώς είθισται «η γλώσσα της γεύσης» να ομιλείται μόνο από στόματα μιας κάπως πιο πεπλατυσμένης οικονομικής επιφάνειας. Δυστυχώς, ο επαρχιωτισμός σε συνδυασμό με την ανηδονία που μέχρι σήμερα διακατέχει την ελληνική κοινωνία από το φαγητό μέχρι το ένδυμα και το σπίτι, δεν αφήνει πολλά περιθώρια διαγραφής της γραμμής του ορίζοντος.