Τον έβλεπα στο τέλος της ημέρας να έρχεται στο καφενείο. Κάθε μέρα μετά τη δουλειά. Άφηνε το κράνος του στην γωνία, άναβε ένα τσιγαράκι, έκλεινε το μάτι στην Βασιλικούλα, την γκαρσόνα, και της έλεγε ήρεμα: “Μία μπυρίτσα κούκλα!”
Με την ανάστροφη του χεριού καθάριζε το τσίγκινο τραπέζι ήταν, δεν ήταν καθαρό. Έπινε μία μεγάλη γουλιά, χτύπαγε κάπως δυνατά το ποτήρι στο τραπέζι. Λες και ήθελε να ακούσει τον ήχο. Ή μήπως σαν ένα γκονγκ που σηματοδοτεί την έναρξη μιας ιεροτελεστίας;
Μόνο τότε έβγαζε το μπουφάν του σαν ήταν χειμώνας. Το καλοκαίρι απλά σηκωνόταν. Μάλλον για να ξεμουδιάσει από τα δεκάωρα που είχε παλέψει με το μηχανάκι. Έβγαζε και το κινητό και ένα μπλοκάκι, πράσινο που τα άλλαζε κάθε χρονιά.
Όταν κάποιος θαμώνας τον είχε πειράξει και του χε πει “βρε αδελφέ, πόσα τέτοια έχεις;”, εκείνος τον αγριοκοίταξε και κοφτά αποκρίθηκε: “όσα και τα χρόνια μου ρε μαλάκα, τι ζόρι τραβάς;”. Ο άλλος αποτραβήχτηκε τρομαγμένος και συνέχισε να παίζει το τάβλι του, κάνοντας την ελάχιστη φασαρία.
Άνοιγε το μπλοκάκι, έπινε μία δεύτερη γερή, χαμογελούσε στο υπερπέραν, κόβοντας οποιαδήποτε επαφή με τον περίγυρο. Ξαναγυρνούσε όμως, έπιανε το τηλέφωνο και μιλούσε με την μάνα του. “Ναι μάνα, μόλις τέλειωσα. Στο καφενείο είμαι. Εσύ όλα καλά;”. Και πάντα πρόσθετε μία φράση. Πότε “σου πλήρωσα το ρεύμα”, ή “αύριο θα ‘ρθουν τα ψώνια” και άλλοτε “εντάξει με το γιατρό σου” κλπ. Α! και πάντα τέλειωνε με ένα ζεστό “να προσέχεις”.
Πάντα με αυτή τη σειρά. Η Βασιλικούλα είχε μάθει απόξω τις κινήσεις και αναρωτιόταν: “μα τι διάολο κάνει κάθε μέρα;”.
Έπιανε το μπλοκάκι ξανά, ενώ το βλέμμα του ξαναχανόταν στο άπειρο. Σημείωνε κάτι με ένα bic κίτρινο. “Θα είχε τόσα bic, όσα και μπλοκάκια ο ψυχάκιας”, σκέφτηκε κάποια μέρα ο ταβλαδόρος, μα δεν τόλμησε να πει κάτι. Έδειχνε να κάνει πράξεις, προσθέσεις αφαιρέσεις, σα κάτι να υπολόγιζε. Το ‘κλεινε, πλήρωνε την γκαρσόνα με χαμόγελο-πάντα της άφηνε και 1 ευρώ – χαιρετούσε και έφευγε.
Τριάντα Δεκεμβρίου ήρθε ξυλιασμένος. “Βασιλικούλα μπύρα” κλπ. Η Βάσιλική δεν άντεξε και τον ρώτησε: “Βρε μυστήριε, τι υπολογίζεις κάθε μέρα ξανά και ξανά; Λεφτάς είσαι; Και δεν μας έχει πάει σε ένα μαγαζί να μας κεράσεις;”. “Κούκλα μου”, της απάντησε – και σα να ταν χαρούμενος που κάποιος τον ρώτησε επιτέλους- “τα χιλιόμετρα που κάνω κάθε μέρα υπολογίζω. Και στο τέλος τα ‘χω όλα μαζί και βλέπω μέχρι που έφτασε κάθε χρονιά η αφεντιά μου. Μόλις τώρα Βασιλικούλα έφτασα Κίνα!”
Η Βασιλικούλα τον κοίταξε στα μάτια και μάλλον τον καψουρεύτηκε λίγο περισσότερο από πριν. “Κάποια μέρα” της είπε, “θα σε πάω εκεί”. Αυτή χαμογέλασε, τον φίλησε στο μάγουλο, ενώ από το βάθος ακούστηκε η φωνή του ταβλαδόρου: “Γαμώ το ζάρι σου γαμώ”.
Το άλλο βράδυ δεν πήγε. Μόνο ήρθε ένας γνωστός και είπε πως σκοτώθηκε κάπου στην Ιερά οδό από έναν πιωμένο οδηγό.
Έφτασε στην Κίνα και παρέμεινε.
Κανείς δεν ξαναείδε τη Βασιλικούλα εκεί γύρω.