Ένας επίμονος αστικός θρύλος αφορά τον παράξενο ωτοστοπατζή, συνήθως αντίθετου φύλου από τον οδηγό, που εξαφανίζεται μυστηριωδώς, έχοντας κάποιες φορές προφητέψει δεινά, ή απλώς τρομοκρατήσει.
Η σύγχρονη λαογραφική έρευνα έχει ανακαλύψει μοτίβα που αποτελούν μετεξελιγμένα παλιότερα αρχέτυπα. Ένα απ’ αυτά είναι εκείνο του «ωτοστοπατζή-φάντασμα»: κάποιος πηγαίνει με το αυτοκίνητο ή τη μοτοσικλέτα του σε μια ερημική περιοχή τη νύχτα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας άντρας ή μία γυναίκα που κάνει ωτοστόπ. Ο οδηγός τον/την παίρνει στο αυτοκίνητό του. Το άτομο αυτό συμπεριφέρεται περίεργα και μόλις ο οδηγός αρχίσει να ψυλλιάζεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, το άτομο εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Αργότερα ο οδηγός πληροφορείται ότι το άτομο αυτό έχει πεθάνει εδώ και καιρό -συνήθως από τροχαίο.
Την εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, τα συναπαντήματα αυτά αφορούσαν οδηγούς αμαξών. Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης αναφέρει μια περίεργη ιστορία από την Αθήνα του 19ου αιώνα. Κάποτε που είχε εκδηλωθεί επιδημία ευλογιάς, ένας αμαξάς διέσχιζε τα μεσάνυχτα την οδό Αθηνάς. Κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Μαύρας στου Ψυρρή τον σταμάτησε μια μαυροφορεμένη γυναίκα η οποία ανέβηκε στην άμαξα και του είπε να την πάει στο Φανάρι του Διογένη. Όταν έφτασε εκεί ο αμαξάς είδε ότι από το αμάξι κατέβηκαν τρεις γυναίκες και όχι μία. Τρόμαξε τόσο πολύ που χτυπώντας με το καμτσίκι τα άλογα έγινε καπνός χωρίς καν να ζητήσει χρήματα. Την άλλη μέρα η ευλογιά ξέσπασε την Πλάκα, στο μέρος που είχαν κατέβει από το αμάξι οι μαυροφόρες. (Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, 1908)
Ο Γεώργιος Γούλιας ήταν ταξιτζής από τη Θεσσαλονίκη και πριν τον πόλεμο έκανε τακτικά δρομολόγια Θεσσαλονίκη-Κοζάνη. Μια μέρα που γύριζε άδειος από Κοζάνη, μια μαυροφορεμένη γριά του έκανε νόημα να σταματήσει. Ο Γούλιας την έβαλε να καθίσει πίσω. Ο ταξιτζής της έκανε ερωτήσεις αλλά εκείνη δεν απαντούσε. Δέκα χιλιόμετρα παρακάτω κοίταξε πίσω κι είδε πως η γριά έλειπε. Φοβήθηκε μήπως είχε πεταχτεί έξω, σταμάτησε κι έψαξε, αλλά χωρίς να βρει τίποτα.
Μήνες μετά γύριζε πάλι αδειανός από Κοζάνη όταν την ξαναβρήκε στο ίδιο σημείο. Την πήρε και τη ρώτησε τι είχε συμβεί. «Τίποτε», απάντησε εκείνη. Μετά από μισή ώρα πάλι εξαφανίστηκε. Το μεγάλο Σάββατο του 1940 γύριζε πάλι αδειανός όταν ξαναείδε τη γριά. Στο σημείο που εξαφανιζόταν την είδε να εξαϋλώνεται: «τα μαύρα της ρούχα έγιναν λευκά, η μορφή της νεανική. Μου έφυγε τιμόνι από τα χέρια!» Μόλις σταμάτησε ένιωσε μια θερμή πνοή κι άκουσε ένα τρανταχτό γέλιο γεμάτο σαρκασμό. Αργότερα έμαθε ότι στο σημείο εκείνο είχε σκοτωθεί σε τροχαίο μια κοπέλα που γύριζε νύφη στο χωριό της. (Βραδυνή 22.6.1950)
Το 1987 η ίδια ιστορία θα επαναλαμβανόταν στην Αθήνα. Ήταν 4 πμ όταν μια όμορφη κοπέλα μπήκε σε ένα ταξί στην πλατεία Αμερικής και ζήτησε από τον ταξιτζή να την πάει στην Πεντέλη, κοντά στον πύργο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Επειδή δεν είχε λεφτά, είπε στον ταξιτζή να περιμένει λίγο. «Ο ταξιτζής βαρέθηκε να διαμαρτυρηθεί. Του έκανε όμως εντύπωση ότι το κορίτσι μπήκε στον κήπο και στην αυλή και μετά πέρασε μέσα στο σπίτι χωρίς να χρησιμοποιήσει κλειδί, αλλά έτσι, σαν ν’ άνοιγαν απότομα κι αυτόματα οι πόρτες στο πέρασμά της». Όμως η ώρα περνούσε. Ο εκνευρισμένος οδηγός άρχισε να χτυπά το κουδούνι. Του άνοιξε μια μεσόκοπη γυναίκα μαυροντυμένη. Ο ταξιτζής μπήκε απότομα μέσα και στο σαλόνι είδε την φωτογραφία της κοπέλας η οποία (φυσικά) είχε σκοτωθεί την προηγούμενη χρονιά σε τροχαίο –μάλιστα την επόμενη μέρα ήταν το μνημόσυνό της. (περιοδικό Ένα 22.10.1987)
Ο μεγάλος σεισμός του 1978 στη Θεσσαλονίκη, συνοδεύτηκε από κάποια αλλόκοτα φαινόμενα. Πριν το σεισμό, δυο περίεργες ιστορίες άρχισαν να κυκλοφορούν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης προερχόμενες από την περιοχή της Βόλβης. Ένας ταξιτζής από το Λαγκαδά ισχυρίστηκε ότι μια μαυροφορεμένη γριά του ζήτησε να την πάει στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης. Η γριά δεν είχε αποσκευές κι έτσι ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Όταν έφτασαν στο Πανόραμα, η γριά ζήτησε από τον ταξιτζή τις αποσκευές. Προβληματισμένος, ο ταξιτζής άνοιξε το πορτμπαγκάζ και με έκπληξη είδε μέσα μια μεγάλη βαλίτσα. Όταν την άνοιξε, είδε πως η βαλίτσα είχε δυο μεγάλα χωρίσματα: στο ένα υπήρχε σιτάρι και στο άλλο ξεραμένο αίμα. Η γριά είπε: «Η Θεσσαλονίκη θα καταστραφεί στις 19 Ιουνίου». Κατόπιν εξαφανίστηκε.
Η δεύτερη ιστορία αφορά έναν νταλικέρη ο οποίος πήγαινε από την Θεσσαλονίκη προς τον Λαγκαδά όταν συνάντησε έναν μαυροφορεμένο γέρο που του έκανε ωτοστόπ. Ο νταλικέρης τον πήρε μαζί του και κάποια στιγμή ο περίεργος γέρος του είπε ότι η Θεσσαλονίκη θα καταστραφεί στις 19 Ιουνίου. Τελικά ένας πολύ ισχυρός σεισμός -με επίκεντρο την περιοχή του Λαγκαδά- ταρακούνησε τη Θεσσαλονίκη την ημερομηνία που «προφήτεψαν» οι αλλόκοτες οπτασίες. Όμως η πραγματικά μεγάλη δόνηση συνέβη την επόμενη νύχτα.
Ένας φίλος και συνεργάτης, μού ανέφερε μια παρόμοια περίεργη ιστορία που τού είχε συμβεί στις 9 Σεπτεμβρίου 1989 στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Τήνου, στην Αθήνα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και προχωρούσε μαζί με άλλους δύο φίλους στο δρόμο, όταν τους σταμάτησε μια γριά που έσερνε ένα καροτσάκι μωρού και η οποία τους ανήγγειλε σιβυλλικά: «Θα σας λιώσουμε με σεισμούς». Σχεδόν ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, σεισμός 5,9 Ρίχτερ χτύπησε την Αθήνα αφήνοντας πίσω τους 143 νεκρούς και την καταρρακωμένη αυτοπεποίθηση μιας πόλης που έως τότε θεωρείτο «άτρωτη» από σεισμούς.
Discussion about this post