Χρόνια που μάλλον δεν ζήσαμε. Μια Αθήνα που ίσως δεν γνωρίσαμε. Η λογοτεχνία, η ποίηση και η φωτογραφία είναι χρονομηχανές που μας μεταφέρουν πίσω στην παλιά πόλη μας και μας καλούν να σκεφτούμε πάνω στη σύγχρονη εικόνα της.
Γ. Σουρής, Καινούργια Αθήνα – και πλούτος και πείνα, 1884
Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτε δεν σου μένει
και κάθε μέρα κι από μια ανάμνησις σου σβήνει,
οι πιο αρχαίοι κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι
κι ένα σπιτάκι σου μικρό ολόρθο δεν θα μείνει.
Και θαύμα πώς εσώθησαν μέσα στα τόσα νέα,
οι άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.
Πού είναι τα σπιτόπουλα εις τον καθένα δρόμο;
Πού είναι πια το Ροδακιό; Που είναι το Γεράνι;
Τα πρώτα Αθηναίικα πού είναι εν συντόμω;
Πού η ωραία η Ελλάς και πού το σιντριβάνι;
Μέσα στα όλα χάθηκε κι ο κλασικός Πλακιώτης
και ματαιότης, φίλοι μου, τα πάντα ματαιότης.
Τώρα στην κάθε γειτονιά εκτίσθηκαν παλάτια,
τώρα μαρμάριναι στοαί με χιλιάδες φώτα,
τώρα παντού, όπου κανείς ρίξει τα δυο του μάτια,
θε ν’ αντικρίσει κι από μια πεντάμορφη κοκότα.
Τώρα Πανεπιστήμια, τώρα σπουδής μανία,
τώρα και χαρτοπαίγνια στην κάθε μια γωνία.
Κι ακόμα πώς φαντάζομαι την κλασική Αθήνα!
Φαντάζομαι με μακαντάμ πως θα την δω στρωμένη,
πως φέρνει τον πολιτισμό ακόμη κι απ’ την Κίνα,
και από φως ηλεκτρικό πως είναι φωτισμένη.
Φαντάζομαι πως θα την δω με θέατρα, με κήπους,
με μπουλεβάρ, με τζέντλεμαν, με λόρδους και με ίππους.
Φαντάζομαι όπου σταθώ πίδακας και πλατείας,
ηρώα και αγάλματα ημεδαπών και ξένων,
φαντάζομαι βασιλικάς ιεροτελεστίας
και τον λαόν νευρόσπαστον του Χόλδεν γυμνασμένον,
και βλέπω όλους στρατηγούς με πτερωτά λοφία,
και βλέπω αναρίθμητα μεσιτικά γραφεία.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον,
τον Πειραιά να ενωθεί με την κλεινήν Παλλάδα.
Τον σύμπαντα Ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον
και ούτε ένα κάτοικον εις την λοιπήν Ελλάδα.
Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι,
και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.
Μέσα σ’ αυτόν τον θόρυβον και την πολυκοσμίαν
να χαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
να μην αισθάνεται κανείς συγκίνησιν καμίαν
και να κοιμάται πάντοτε ο κόσμος με την Διάνα.
Παντού να στήνουν πλούσιοι Ισραηλίται βρόχια
και να τα καμαρώνουνε πολλοί από τη φτώχια.
Να γίνει χαλικόστρωμα η κάθε μια κολόνα,
να ξεχειλίσει ο χρυσός αλλά και η επαιτεία,
να κάμουν ασβεστόχωμα κι αυτόν τον Παρθενώνα
και τέλος η Ακρόπολις να γίνει μια πλατεία.
Κι όταν Εγγλέζοι έρχονται εδώ κανένα μήνα
να ερωτούν «Πού έqειτο η παλαιά Ατήνα;»
Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν μυθιστόρημα. Το ίδιο και το άλλο, 1995
[…] Λίγο λίγο, τα χαμόσπιτα με τις καγκελόπορτες, τις αυλές και τα πηγάδια τους, χάνονταν γύρω μας κι έδιναν τη θέση τους σε κάτι ψηλές, επιβλητικές πολυκατοικίες, που λαμποκοπούσαν από καθαριότητα και αρχοντιά (όχι, δεν υπερβάλλω, έτσι τις βλέπαμε). Στην πλατεία Βικτωρίας και στην πλατεία Αγάμων, στην οδό Πατησίων και στη Φωκίωνος Νέγρη όπου βγαίναμε να σεργιανίσουμε τα βράδια, είχαν ξεφυτρώσει νέα, καλοχτισμένα κτίρια –μαγαζιά, κέντρα αναψυχής και ζαχαροπλαστεία– με φωτεινές, φανταχτερές, ξενόγλωσσες επιγραφές. Και σε όλους τους δρόμους, που σκεπάζονταν τώρα, ο ένας μετά τον άλλο, με σκούρο στρώμα ασφάλτου, κυκλοφορούσαν ολοένα και πιο πολλές «λιμουζίνες», που οι μεταλλικές τους ράχες άστραφταν υποβλητικά μέσα στους φωσφορισμούς των φαναριών και των διαφημίσεων.
Ναι, η Αθήνα άλλαζε όψη, άλλαζε δέρμα μπρος στα μάτια μας· πετούσε σαν παλιό πουκάμισο από πάνω της τη φτώχεια, ξεχνούσε το επαρχιακό, σχεδόν βουκολικό της ύφος που είχαμε συνηθίσει και γινόταν (έτσι μας φαινόταν) μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. […] Α, σίγουρα, αυτή την αλλαγή την θέλαμε όλοι, την επιδοκιμάζαμε όλοι: διψούσαμε για «μοντερνισμό», για «εξευρωπαϊσμό», για «πρόοδο»· δεν ξέραμε τι μας περίμενε, τι ετοίμαζαν για μας –τι λέω;– δεν ξέραμε σε τι συνεργούσαμε όλοι με τον ομόφωνο ενθουσιασμό μας; […]
Ο Λεμονόκηπος
Αγίας Τριάδος 11, Νέα Φιλαδέλφεια //
Τ: 210 25 88 611 // FB: Ο Λεμονόκηπος
Ig: @lemonokipos_neafiladelfeia
Γεύσεις και μυρωδιές, που κουβαλούν αναμνήσεις από τα παλιά, έρχονται στα πιάτα μας, στην πιο ωραία αυλή της Νέα Φιλαδέλφειας, αυτή του «Λεμονόκηπου», με την ωραιότερη ατμόσφαιρα και τις πιο νόστιμες συνταγές.
Από τη στιγμή που περνάς την πόρτα, είναι σαν να ταξιδεύεις στον χρόνο, αφού ο ολάνθιστος Λεμονόκηπος έχει βρει τη θέση που του ταιριάζει σε ένα αρχοντικό του ’30. Με σεβασμό στην ιστορία και την αρχιτεκτονική του κτιρίου, έχει διαμορφωθεί τόσο ο εσωτερικός χώρος όσο και η αυλή, που θυμίζει μέρη των παιδικών μας χρόνων, με το πλακόστρωτο και τα ειδυλλιακά φωτάκια. Η κουζίνα είναι ελληνική, με πολίτικες και μικρασιάτικες επιρροές, αλλά δεν λείπουν και νοστιμιές από κάθε γωνιά της Ελλάδας, που συνοδεύονται με υπέροχα παραδοσιακά αποστάγματα. Όσο για τους ανθρώπους του «Λεμονόκηπου», λειτουργούν σαν μια καλοκουρδισμένη ομάδα, που στόχο έχει να μας κάνει να αισθανθούμε σαν στο σπίτι μας.
Στου Μάμμα
Χριστοκοπίδου 7, Ψυρρή // Τ.: 210 32 46 222
fb: Στου Μάμμα // ig: @stou_mamma
Το βράδυ, τα φωτισμένα παράθυρα του κτιρίου δίνουν μία μαγική νότα στο στενό της Χριστοκοπίδου και μοιάζουν να ανοίγουν πύλες προς τις γεύσεις και τις νοστιμιές της κουζίνας του Μάμμα.
Μία πανέμορφη νεοκλασική μονοκατοικία στην καρδιά του κέντρου έχει γίνει σπίτι εδεσμάτων και αρωμάτων. Το ισόγειο με μία νότα νησιού, λευκά χρώματα και τη φύση να εισχωρεί με το ολάνθιστο δέντρο στο κέντρο του χώρου, ενώ ο πρώτος όροφος μας ταξιδεύει σε πιο ορεινές καταστάσεις, με τζάκι και ξύλινες λεπτομέρειες.
Μιας και το καλοκαίρι, όμως, είναι προ των πυλών, τα τραπέζια στο πεζοδρόμιο και την πλατεία της εκκλησίας είναι τα ιδανικά σημεία για να απολαύσεις την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του κέντρου της πόλης και τα εκλεκτά πιάτα Του Μάμμα. Παραδοσιακές συνταγές μπλέκονται με πιο σύγχρονες πινελιές και λαχταριστά cocktails με ελληνικά αποστάγματα σε περιμένουν να τα δοκιμάσεις. Βρες στον κατάλογο το αρνάκι και δοκίμασέ το οπωσδήποτε, όπως και το πάντα κλασικό Old Fashioned, εδώ όμως με παλαιωμένο τσίπουρο.