Σε επίπεδο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και συγκεκριμένα γύρω στο 2010 είχα ασχοληθεί με το φαινόμενο των reality. Πέραν των σπουδαστικών υποχρεώσεων, ένιωθα και μια προσωπική ανάγκη να καταλάβω γιατί στις αρχές του 2000 όλη η Ελλάδα είχε συγχρονίσει τους δέκτες της στο Big Brother 1, στο Bar και στο Fame Story 1. Ειδικά το “1”. Αυτό το πρώτο που έφερνε μια καινοτομία στον κόσμο των media. Στην πορεία, η επιτυχία τους έφθινε, ώσπου το 2010 το Big Brother επέστρεψε. Αν θυμάμαι καλά, σε καμία περίπτωση δεν είχε την επιτυχία του πρώτου. Όμως το 2017, το Survivor (πάλι το 1, από την Acun Medya με πιο χαλαρούς κανόνες και παιχνίδια επιβίωσης σε σχέση με τα παλιά σκληροπυρηνικά) έκανε μια μεγάλη μερίδα τηλεθεατών όχι μόνο να παρακολουθεί, όχι μόνο ταυτίζεται, όχι μόνο να ψηφίζει, αλλά και να φανατίζεται σε οπαδικό βαθμό, παρουσιάζοντας και τον τότε νικητή ως ήρωα. Με τα χρόνια, ενώ τα Survivor συνεχίζονταν, η ακροαματικότητα πάλι έπεφτε, μέχρι που ξημέρωσε το 2020.
Η καραντίνα λοιπόν ώθησε πολύ κόσμο να πέσει πάλι με τα μούτρα στην παρακολούθηση του reality επιβίωσης, αλλά και του Big Brother, και ο φανατισμός, ειδικά στα social media, καλά κρατεί. Και πάλι λοιπόν, ένα ερώτημα με απασχόλησε. Αλήθεια, Γιατί; Η βαρεμάρα; Η ανάγκη ταύτισης με πραγματικά πρόσωπα; Η ανάγκη να έχουμε λόγο πάνω σε κάποια απόφαση ή αποτέλεσμα; Ή μήπως όλα αυτά; Μήπως απλά το reality προϊόν βρήκε το μυστικό της επιτυχίας;
Ο Ορισμός
Σύμφωνα με το collinsdictionary.com το reality show είναι ένας τύπος τηλεοπτικού προγράμματος που στοχεύει να δείξει πώς συμπεριφέρονται οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινή ζωή, ή σε καταστάσεις, που συχνά δημιουργούνται από τους υπεύθυνους του προγράμματος, οι οποίες προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την καθημερινή ζωή.
Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, πρόκειται για τηλεοπτική εκπομπή στην οποία καλούνται να εκθέσουν τα προσωπικά τους προβλήματα καθημερινοί άνθρωποι και στην οποία συμμετέχουν σύμβουλοι γάμου, ψυχολόγοι, νομικοί κ.ά., καθώς και απλοί άνθρωποι ως κοινό.
Προϋπόθεση, πάντως, για να αποκαλεστεί μία εκπομπή reality είναι το γεγονός ότι ένα άτομο θέτει τον εαυτό του σε κοινή θέα, θυσιάζοντας κάθε του δικαίωμα τη διαφύλαξη της προσωπικής του ζωής, στο όνομα της φήμης και της πιθανότητας για χρηματική αποζημίωση.
Παλαιότερα, το Big Brother και οι παραλλαγές του έδιναν τη δυνατότητα στο θεατή να παρακολουθεί 23 ώρες το 24ωρο τη ζωή των παικτών. Την φύση αυτή είχαν και τα παιχνίδια Τhe Wall, Survivor, Φάρμα και το Talent Show Fame Story.
Στα υπόλοιπα Talents Shows όπως Super Idol, X Factor, Next Τοp Model, So you think you can Dance, οι παίκτες βρίσκονταν για πολλές ώρες υπό το βλέμμα της κάμερας, αλλά το κοινό δεν είχε την δυνατότητα της συνεχόμενης παρακολούθησης. Το τι θα παρουσιαστεί στο κοινό επιλέγεται από την παραγωγή. Δεδομένου ότι ελάχιστοι έως κανένας θα αφιέρωναν τον χρόνο του για να παρακολουθεί 23 ώρες την ζωή των παικτών, θα ήταν δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν στο ίδιο είδος τηλεοπτικού προγράμματος.
Όπως και να έχει αυτό άλλαξε, καθώς και στο σημερινό Survivor, ο τηλεθεατής δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Αν και το Big Brother – που αποτελεί μάλλον την εκπομπή παράδειγμα του όρου reality show – σου έδινε τη δυνατότητα παρακολούθησης διαδικτυακά, αν και δεν είμαι σίγουρη για πόσες ώρες, ενώ επέλεγε η παραγωγή ποιες σκηνές θα φανούν στη ροή του προγράμματος στην τηλεόραση.
Η ιστορία των reality στην Ελλάδα
Μπορεί το πρώτο τηλεπαιχνίδι είδους reality που επιβεβαιώνει τους παγκόσμιους ορισμούς να είναι το Big Brother (πρωταγωνιστές 12 παίκτες, οι οποίοι θέλησαν να μοιραστούν προσωπικές τους στιγμές, κατορθώνοντας να διατηρήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού, με αποκορύφωμα την τελευταία μέρα μετάδοσης του, όπου έκανε ρεκόρ ακροαματικότητας 81%) και να έκανε την εμφάνισή του το 2000 στην Ελλάδα, όμως δεν θα έπρεπε να παραβληθεί το γεγονός ότι κυριαρχούσαν στην ελληνική τηλεόραση εκπομπές τύπου reality, όπου πρωταγωνιστές αποτελούσαν άνθρωποι οι οποίοι επισκέπτονταν τα τηλεοπτικό πλατώ για να εκθέσουν τα προβλήματα τους, αφήνοντας τον παρουσιαστή να εμβαθύνει στα προσωπικά τους προβλήματα και στην προσωπική τους ζωή. Επιτέλους Μαζί, Από Καρδιάς είναι μερικοί από τους τίτλους, που μπορεί να μην σας θυμίζουν κάτι. Αλλά σίγουρα θα θυμάστε τον Ανδρέα Μικρούτσικο να αναλύει οικογενειακές καταστάσεις μπροστά στις κάμερες, τον Κώστα Χαρδαβέλα να παρουσιάζει προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα χωρίς μοντάζ, την Αννίτα Πανιά να αναδεικνύει “αμφιλεγόμενες” περσόνες έως σήμερα.
H επίσημη αρχή πάντως έγινε με το Big Brother. Φυσικά, με το πέρασμα των χρόνων, ήρθαν κι άλλες εκπομπές, με διαφορετικούς κανόνες, με κεντρικό σημείο πολλές φορές τον επαγγελματικό προσανατολισμό (μουσική, θέατρο, χορός, modeling κλπ) ή ακόμη και τη “συναισθηματική” αποκατάσταση των παικτών, με το πιο χαρακτηριστικό που θυμάμαι να είναι ένα με τίτλο “Αγρότης Μόνος Ψάχνει”. Κάπου εκεί, με την ποιότητα να πέφτει όλο και πιο χαμηλά, με την πολιτεία και την κοινωνία να κατηγορούν αυτά τα προγράμματα για ανθρωποφαγία και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άρχισαν να φθίνουν και σιγά σιγά να εξαφανίζονται.
Βέβαια, εκπομπές σαν αυτές που προαναφέραμε έπαιζαν για πολλά χρόνια στους τηλεοπτικούς δέκτες, όπως για παράδειγμα η εκπομπή “Πάμε Πακέτο”, η οποία ναι μεν επιτέλεσε και κοινωνικό έργο, αλλά πάλι έβαλε το ανθρώπινο δράμα στην αρένα.
Τα χρόνια πέρασαν, η κοινωνία άρχισε να αλλάζει και το Survivor όπως και το GNTM έπαιξαν πάλι σταθερά ψηλά στην τηλεθέαση. Αφήνοντας το GNTM στην άκρη, καθώς είναι άλλη η φύση του σόου, στο Survivor είδαμε κάποιες αλλαγές. Ενώ είχε χαρακτηριστεί ως πολύ σκληρό παιχνίδι, στην εκδοχή της Acun Medya ναι μεν η επιβίωση συνεχίζει να παίζει σε πρώτο πλάνο, αλλά τα έπαθλα είναι πιο βοηθητικά, ενώ τα αγωνίσματα πιο βατά. Παράλληλα, τα τρίωρα επεισόδια, κατόπιν φυσικά επεξεργασίας της παραγωγής στο μοντάζ, έδιναν μια εικόνα για τη συμβίωση, αλλά υπήρχε μία προσπάθεια να παρουσιάζονται ισάξια τα αγωνίσματα και η καθημερινότητα.
Μόνο που αυτή τη φορά τα δύο reality που σημείωσαν την επιτυχία, δεν είχαν σύμμαχο μόνο τα ποσοστά ακροαματικότητας, αλλά και μία άλλη παράμετρο που είχε ήδη σιγά σιγά αρχίσει να εισβάλει στην καθημερινότητα: τα social media.
Και κάπως έτσι, όχι μόνο οι εκπομπές παρακολουθούνται, αλλά σχολιάζονται, δίνοντας αφορμή και σε άλλους χρήστες των social media να αισθανθούν περιέργεια για αυτό το σόου, άρα από τον ένα στον άλλον, τα παιχνίδια αυτά γίνονται, χωρίς πολύ κόπο, talk of the town. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 2021. Στο καραντινάτο, αυτό που έχει την ανάγκη “αλλαγής θέματος”, να ξεφύγεις μέσα από το ανάλαφρο, εστιάζοντας σε προβλήματα αλλονών κι όχι στη ζοφερή καθημερινότητα που σε τυλίγει.
Κίνητρα συμμετοχής – Οι Παίκτες στην εποχή της εικόνας
Στην εισαγωγή τόνισα αυτό το “1”. Το πρώτο big brother, το πρώτο Fame Story, το πρώτο Survivor, η πρώτη Φάρμα. Δεν ξέρω ακριβώς ποιο είναι το στοιχείο που τα έκανε να ξεχωρίζουν, αλλά σίγουρα ένα από αυτά είναι η “αθωότητα” με την οποία οι παίκτες έμπαιναν σε αυτό το τηλεοπτικό παιχνίδι.
Σε αυτά τα πρώτα, τα κίνητρα συμμετοχής έμοιαζαν να είναι πιο απλά: το έπαθλο, η εμπειρία, το πείραμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι μάλλον πιο αληθινοί ως προς το πρόσωπο που παρουσίαζαν. Όσο αληθινός δηλαδή μπορεί να είναι κάποιος όταν γνωρίζει ότι παρακολουθείται και μάλιστα με τη δική του συναίνεση. Γιατί εδώ δεν μιλάμε για την περίπτωση της ταινίας Truman Show όπου ο πρωταγωνιστής δεν ήξερε καν ότι γεννήθηκε μέσα σε ένα reality. Εδώ μιλάμε για γνώση.
Αλλά όπως και να έχει, το “πρώτο” περιέχει περισσότερα στοιχεία “αθωότητας” από το δεύτερο. Είναι πιο πιθανό στο δεύτερο, τρίτο κύκλο κλπ κάθε εκπομπής, οι παίκτες να έχουν παρακολουθήσει συμπεριφορές, τάσεις κοινού και να “ξεσηκώνουν” λόγια και πράξεις αυτούσιες για να δώσουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχουν αυτό που θέλουν. Άρα αυτό το “reality”, που εξ’ορισμού θέλει να παρουσιάσει την πραγματικότητα, επηρεάζεται όχι μόνο από την υποκειμενική άποψη του μοντέρ για το τι πρέπει να δείξει, αλλά πια και από τους μη “αθώους” παίκτες με το απλό κίνητρο του επάθλου.
Τώρα οι λόγοι για να δηλώσει κάποιος συμμετοχή είναι πολύ περισσότεροι. “Έπαθλο” υπάρχει και μόνο με τη συμμετοχή αφού υπάρχει ο εβδομαδιαίος ή μηνιαίος μισθός. Μπορεί κάποιος να θέλει να προωθήσει τη δουλειά του και να μην τον νοιάζει η εμπειρία. Μπορεί να θέλει να βρει δουλειά – έστω και στον τομέα του – μέσα από τη δημοσιότητα. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι ταλαντούχοι τραγουδιστές, χορευτές κλπ έγιναν διάσημοι μέσα από realities. Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Κανείς! Αφού στην εποχή της εικόνας, αυτή η έστω και εφήμερη διασημότητα μπορεί να σου ανοίξει πόρτες.
Το πιο τρομακτικό όμως είναι ότι τώρα δηλώνεις με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία συμμετοχή. Μάλλον σε αυτό παίζουν ρόλο πολλά, όμως εμένα ένα με απασχολεί. Η συνήθεια. Έχουμε συνηθίσει στην “έκθεση”. Κι αυτή τη συνήθεια δεν την έφεραν τα reality. Αλλά τα social media.
Όταν θέλουμε, πολλές φορές σε σημείο εθισμού στις μέρες μας, να προβάλλουμε την καθημερινότητά μας έστω σε κάποιο μικρό αριθμό ανθρώπων, τι μας εμποδίζει από το να πούμε με πάσα ευκολία ας δηλώσω συμμετοχή στην τάδε εκπομπή;
Όπως και να έχει όμως, οι παίκτες έχουν ή θα αποκτήσουν όφελος, έστω και εφήμερο. Το κοινό τι όφελος έχει;
Κίνητρα παρακολούθησης- Το κοινό, ο “άλλος” παίκτης των reality
Αν μελετήσουμε σε θεωρητικό επίπεδο τα κίνητρα παρακολούθησης, οι επιστημονικές προσεγγίσεις έχουν να πουν πολλά. Ο Marc Andrejevic επεσήμανε ότι «η reality τηλεόραση […] προσφέρει, όχι μια απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά μια απόδραση μέσα στην πραγματικότητα». Και ποια είναι αυτή πραγματικότητα; Έχει διαμορφωθεί μία τέτοια στις μέρες μας, όπου υπάρχει μια σειρά από κίνητρα παρακολούθησης, τα οποία συνδέονται με τις έννοιες της χαλάρωσης, της διασκέδασης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της πληροφόρησης, τη συνήθεια, την ηδονοβλεπτική τάση, τη ροπή προς το κουτσομπολιό, την ανάγκη κριτικής των άλλων παρά του εαυτού μας, την ανάγκη να πάρουμε επιτέλους μια απόφαση ως λαός και κοινό που δεν θα αγνοηθεί από κανέναν.
Ο Τσόμσκι είπε: “Τα ΜΜΕ γνωρίζουν καλύτερα τον άνθρωπο από ότι ο ίδιος τα μέσα”. Η reality τηλεόραση έδωσε τη σκυτάλη στο κοινό, δίνοντας την εντύπωση ότι μέσω της τηλεόρασης ο καθένας μπορεί να λάβει ένα βήμα να πει την άποψή του, ο καθένας μπορεί να γίνει διάσημος και το βασικότερο: αυτό είναι στο χέρι του κοινού να το καθορίσει. Κυριολεκτικά. Όταν οι ψηφοφορίες (θετικές ή αρνητικές) δίνουν τη δύναμη να καθορίσεις το αποτέλεσμα, σου δίνεται μια εξουσία, η οποία πολλές φορές διαβρώνει. Και είναι τόσο μεγάλη αυτή η δίψα, που φτάνουμε να πληρώνουμε για να ψηφίσουμε. Και εν έτει 2021 φτάσαμε στο σημείο, που πιο πολύ διαβρώνεται το κοινό παρά οι παίκτες που συμμετέχουν και γίνονται “προϊόν” προς κατανάλωση.
Και εδώ έρχονται πάλι τα social media να λειτουργήσουν ως ανθρωποφαγική αρένα. Γιατί τώρα τις απόψεις σου, έχεις το δικαίωμα να τις επικοινωνήσεις κι εσύ με τη σειρά σου σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κοινό. Κι όχι μόνο αυτό. Να βρίσκεις ομοϊδεάτες, να παίρνεις likes, να γίνονται αναδημοσιεύσεις, να καθορίζεις το αποτέλεσμα ή ακόμη και τους ίδιους τους κανόνες του παιχνιδιού, χωρίς να υπολογίζεις αν προσβάλεις κόσμο. Γιατί ναι, ο παίκτης έδωσε συγκατάθεση να συμμετέχει σε ένα παιχνίδι. Παίρνει την ευθύνη του. Οκ. Εσένα όμως ποιος σου δίνει το δικαίωμα να φτάνεις ακόμη και να απειλείς αυτόν που δεν γουστάρεις;
Γιατί ποιος θα ξεχάσει όλα όσα πέρασε εκείνος ο Χανταμπάκης που έβαλε στο στόχαστρο το δυνατό Ντάνο; Ποιος θα ξεχάσει πόσο κράξαμε την Κάτια που βγήκε νικήτρια μαζί με την Άννα-Μαρία; Ποιος θα ξεχάσει την Άσπα Τσίνα που την ακολουθεί η ρετσινιά μέχρι σήμερα; (και φανταστείτε τότε με την Άπσα δεν υπήρχαν σόσιαλ). Όσο σκάρτα κι αν συμπεριφέρθηκαν, όσο κακό εαυτό κι αν κατασκεύασαν ή τους κατασκεύασαν, άξιζε να τους συμπεριφερθούν χειρότερα κι από εγκληματίες;
Μήπως αυτό είναι ένα δείγμα ότι στην πραγματική ζωή, αυτήν την αληθινή όχι αυτή του reality, δεν βλέπουμε καμία δικαιοσύνη και αξιοκρατία και όλη αυτή η οργή συσσωρεύεται και αντικατοπτρίζεται στον κάθε παίκτη που μας θυμίζει έναν τύπο της διπλανής πόρτας που μας έχει αδικήσει;
Όχι, δεν κουνάω το δάχτυλο. Ρωτάω στ’αλήθεια. Κι αυτό γιατί έχω υπάρξει μέρος αυτού του κοινού.
Το δικό μου πείραμα
Ναι, είχα πάρει κι εγώ θέση υπέρ του Ντάνου το 2017 στην κόντρα του με τους διάφορους. Μόνο όμως σε επίπεδο συζήτησης γύρω από καφέδες και φαγητά. Έφτασε το 2021 και ήταν αναμενόμενο να μπω κι εγώ στο παιχνίδι του κραξίματος μέσω των social media.
Δίνοντας ως δικαιολογία στον εαυτό μου ότι θέλω να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο ή ότι βαριέμαι μέσα στην καραντίνα, έφτιαξα Twitter. Για όσους δεν παρακολουθούν, το Twitter να ξέρετε είναι το μέγιστο κοινωνικό μέσο σχολιασμού, ειδικά τέτοιων προγραμμάτων, ειδικά στην Ελλάδα.
Μπήκα λοιπόν με το ψευδώνυμο Όρκα Lorca και σας δίνω και το link για του λόγου το αληθές. Να σημειώσω ότι δεν έχω διαγράψει κανένα απολύτως post, αν και κανένα δεν με τιμά ως προσωπικότητα.
Ξεκινάω λοιπόν να βλέπω το φετινό Survivor και με τη μία – ακολουθώντας την ποδοσφαιρική λογική – πήρα θέση υπέρ των κόκκινων. Και από εκεί άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.
Με κάθε ευκαιρία έβριζα τους μπλε, οι κόκκινοι έχαναν κι εγώ έχανα τον ύπνο μου, βάλανε οι κόκκινοι στο στόχαστρο Κάτια και Κοψιδά που έφερναν νίκες και ήθελα να μπω μέσα στην τηλεόραση, να πιάσω την Ανθή, τον Περικλή, την Άμι Γιάμι και την Ελευθερίου και να τους χώσω ένα ξανάστροφο. Ακριβώς όπως σας το λέω. Όταν δε αυτά τα πικρόχολα που έγραφα έπαιρναν likes, χαιρόμουν λες και πήρα Πούλιτζερ ή Όσκαρ. Έκανα like σε κάθε χολή άλλου, που δεν είχε καν δόση χιούμορ. Γιατί να το πούμε κι αυτό, το Twitter είναι ένα μέσο για το χιούμορ και τη σάτιρα και αυτό ως ένα σημείο είναι θεμιτό. Εγώ όμως είχα χάσει τη μπάλα. Καθαρά. Μέχρι που το κοινό έβγαλε δημοφιλέστερη παίκτρια την Ανθή Σαλαγκούδη. Ε, εκεί εξαγριώθηκα τόσο πολύ, που μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναδεί Survivor.
Και κάπου εκεί συνειδητοποίησα τι μου συνέβη. Έγινα αυτό το κοινό που κανένα απολύτως όφελος δεν έχει από την παρακολούθηση όλης αυτής της παράνοιας. Έγινα το κοινό που μέσω της διάδρασης έψαξε να βρεις φωνές ίδιες με τη δική του. Αυτό το κοινό που έφτασε να προσβάλει μία συνάδελφο μόνο και μόνο επειδή έκανε ένα φάουλ.
Το λυπηρό είναι ότι μέχρι σήμερα, όσο κι αν δεν βλέπω τα επεισόδια, νιώθω αυθεντική οργή που η Ανθή και ο Περικλής είναι ακόμη στο παιχνίδι.
Πού βαδίζουμε ρε παιδιά; Αλήθεια ρωτάω. Και ήρεμα.
Μικρογραφία μιας κοινωνίας;
Όταν ξεκίνησαν τα reality, παρουσιάστηκαν ως μικρογραφία την κοινωνίας. Κατά την προσωπική μου άποψη, αυτό έχει αλλάξει. Όχι ότι δεν υπάρχουν τύποι της κοινωνίας ή συμπεριφορές που αντανακλώνται. Αλλά πρώτον, δεν υπάρχει αυτή η αυθεντικότητα των συμμετεχόντων όπως προανέφερα, και δεύτερον, η πραγματικότητα έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Αυτή των social media.
Περισσότερο μικρογραφία μιας κοινωνίας είναι το ξέσπασμα στα social, παρά το τι γίνεται όντως εντός του παιχνιδιού. Τι βλέπουμε στο Twitter; Σχόλια και επιθέσεις, χωρίς να είμαστε εκεί και χωρίς να ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Έχει ο καθένας την αποψάρα του και όχι απλά την πιστεύει, αλλά σπιλώνει και υπολήψεις. Χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στο παιχνίδι. Γιατί ουσιαστικά, αν στην τελική σου αρέσει το όποιο reality, ακούς τους παίκτες, διαμορφώνεις άποψη, άντε να φτάσεις και να τη μοιραστείς. Οι προσβολές ποιον ευνοούν; Κανέναν. Και προσέξτε, μιλάμε για ένα παιχνίδι. Που δεν μας νοιάζει η έκβασή του ουσιαστικά. Δεν είμαστε χούλιγκανς.
Αν μιλήσουμε για κάτι σοβαρό, που μας αφορά προσωπικά, που θα φτάσουμε; Ή εκεί δεν θα μιλήσουμε για να μην πάρουμε την ευθύνη των λόγων μας; Ούσα μέλος του Twitter ζήλεψα τον ενδιαφέροντα πολιτικό λόγο που αρθρώνεται – κυρίως σε άλλες χώρες- χρησιμοποιώντας την καλή πλευρά των social media: να παρακινήσουν, να εξηγήσουν, να παραθέσουν απόψεις, να χτυπήσουν ένα καμπανάκι κινδύνου, να περάσουν ένα πολιτικό μήνυμα. Γιατί όσο ήμουν στο Twitter έγινε η εισβολή στο Καπιτώλιο. Κι εκεί είδες αυθεντικό πολιτικό λόγο, με ουσία, με κοινωνικά μηνύματα. Στους εγχώριους πολιτικούς λογαριασμούς, γελάει ο κόσμος.
Όπως και να έχει, τα reality είναι αυτά που είναι. Όπως σε όλες τις περιπτώσεις που αφορούν την έλευση των μέσων τεχνολογίας και την χρήση τους, έτσι και σε αυτή την περίπτωση η τεχνολογία έφερε στο προσκήνιο μια νέα μορφή ψυχαγωγίας, που εξαρτάται από τα κίνητρα της κοινωνίας, πως θα την διαχειριστεί. Όλα τα πράγματα, ανάλογα με την διαχείριση τους, μπορούν να επιφέρουν θετικά και αρνητικά αποτελέσματα.