Πόσο καιρό έχεις να κάνεις έναν περίπατο Ή να ακούσεις αυτήν τη λέξη; Άνθρωποι της πόλης, αυτής της αντιφατικής ύπαρξης, κάνουν έναν περίπατο χωρίς σχέδιο. Αποτυπώνουν στιγμές, καταστάσεις, γράφουν τις σκέψεις τους και μας παρασύρουν στην τυχαιότητα της ζωντανής πόλης.
«Θέλω έναν παρθένο περίπατο. Να ξεκινήσω με φρεσκοαδειασμένο μυαλό, πρόθυμο να δεχτεί πληροφορίες με τρόπο πρωτόγονο, ακατέργαστο. Γίνεται; Στέκομαι απέναντι από ένα κτίριο που κάποτε ήταν η κατοικία ενός αγαπημένου ανθρώπου. Τώρα είναι μη κερδοσκοπικός πολιτιστικός οργανισμός. Α, και κοινωφελής.
Ανάβω τσιγάρο, κάνω διαλογισμό, μετράω ως το χίλια, αυτοσυγκεντρώνομαι. Θέλω να ξεκινήσω τον περίπατο αυτό χωρίς να με χαρακτηρίζει τίποτα. Ούτε χαρούμενη, ούτε ερωτευμένη, ούτε απολυμένη, ούτε χωρισμένη, ούτε θλιμμένη, ούτε ενθουσιασμένη. Ένας σκέτος άνθρωπος. Μερικά σπαταλημένα καρέλια αργότερα, αποφασίζω να εγκαταλείψω το «περισταμάτημά» μου, φορτώνομαι τις αποσκευές μου και ξεκινώ. Βήματα αργά, λες και τα πόδια είναι δεμένα με βαρίδια. Ξεχάσαμε να χρησιμοποιούμε τα πόδια μας. Είμαστε ανόητοι. Για να οδηγήσουμε βάζουμε ένα gps και διαλέγουμε τον πιο σύντομο δρόμο. Χωρίς gps και χωρίς τον στόχο, αποφάσισα να το πάω μία αριστερά μία δεξιά. Δεν θέλει ευθείες η ζωή. Η ευθεία είναι ο πιο σύντομος δρόμος προς το τέλος.
Ξεκινάω από την Ψαρομηλίγκου που τα κτίρια και οι ταμπελίτσες τους δείχνουν ότι επενδύουμε σε αυτή τη χώρα πολύ στον πολιτισμό. Στρίβω αριστερά στην Ασωμάτων. «Τρία κλικ αριστερά» έγραψε η Γώγου και έτσι αποφάσισα να στρίψω στη Γρανικού. Εντωμεταξύ έχω ήδη συναντήσει πρόσωπα πολλά. Αλλά δεν τα κοιτώ. Αποφεύγω. Περιεργάζομαι από μακριά και όταν πλησιάζουμε, χαμηλώνω το βλέμμα. Θέλω να κοιτάξω κατάματα τους ξένους. Να κοιταχτούμε και να μην αποστρέψουμε τα βλέμματα αμήχανα. Έχω επίσης κρυφοκοιτάξει μία αυλή σχολείου που παίζουν μπάλα τα παιδιά, έχω χαζέψει καταστήματα, έχω μιλήσει σε γάτες — τον πόνο μου δεν θα τον πω ούτε σε αυτές.
Την ώρα που στρίβω στη Γρανικού, σχεδόν συμμετέχω σε μια ομάδα ηλικιωμένων που μπαίνουν και αυτοί στον πεζόδρομο. «Τσουγκράνειον». Έξω από το κέντρο ενοριακής αγάπης οι άνθρωποι δείχνουν οικειότητα, γνωρίζονται. Φεύγουν με ένα μπολάκι στο χέρι χαμογελώντας. Το φαγητό ζεσταίνει και την καρδιά. Μπορώ να το καταλάβω ακόμα και εγώ, που δεν έχω πεινάσει. Μέχρι να φτάσω στη γωνία, ένας παππούς έχει ρίξει το μισό του ψωμί στα περιστέρια και μετά συνεχίζει βραδέως. Σίγουρα εκείνος θα σκέφτηκε πως πεινάνε και αυτά τα ζωντανά. Πόσο ζωντανοί είμαστε οι υπόλοιποι; Στην ίδια γωνία με προλαβαίνει η κοπέλα με την μπλε κλαρωτή φούστα και μου βάζει στο χέρι ένα κομμένο κυκλάμινο, όταν προσφέρομαι να την κεράσω τσιγάρο.
Στη γωνία Σαλαμίνος και Γρανικού έδωσα το μισό πακέτο τσιγάρα, αλλά αρνήθηκα να μου πει τη μοίρα μου. Κάποτε μου είχαν διαβάσει την παλάμη και είχανε πει θα πεθάνω μικρή. Ήμουν τότε μικρή. Αλλά και τώρα νιώθω ακόμα μικρή. Με ρώτησε το όνομά μου, φώναξε «μας έφτιαξες», χαρούμενη καθώς απομακρυνόταν — λυπάμαι που δεν έμαθα το δικό της. Στην επόμενη στροφή μάς συνάντησε πολιτισμός. Δεξιά μεζεδοπωλείο, απέναντι ένα αστέρι μισελέν.
Ένας παλιατζής φωνάζει «ό,τι πετάτε, το παίρνω» και επικρατεί μία γλυκιά ισορροπία. Το αριστερά-δεξιά μου με οδήγησε στις γραμμές του τρένου. Και είχα επίσης σιγουρευτεί ότι ο περίπατος αυτός θα διαφέρει, αν καθυστερήσω να κάνω την ίδια διαδρομή. Πινακίδες real estate και «δίδεται αντιπαροχή» μπροστά σε καγκελόπορτες, κουφάρια κτιρίων, αυλές εγκαταλελειμμένες, τοίχοι που έχουν ανθίσει, που ζούνε δέντρα μέσα τους. Δίπλα σε αυτά, κτίρια σε ίσιες γραμμές, με ψηλές πόρτες και κάμερες ασφαλείας. Η ανάπτυξη είναι εδώ. Φτάνοντας στις γραμμές του τρένου, συναντήθηκα με ένα από αυτά. Ποτέ πια τα τρένα δεν θα είναι τα ίδια σε τούτον τον τόπο. Έκοψα στη μέση τις γραμμές με τον περίπατό μου και μπήκα στην Κασσάνδρας. Θαύμασα την ισορροπημένη αντίθεση. Μηχανουργία-loft-studio. Νομίζω πως αξίζουν τα χρήματά τους αυτά τα loft/κουτιά/διαμερίσματα. Για σκέψου να αφήνεις το αμάξι για φτιάξιμο δίπλα στο σπίτι… Ή αν βαρεθείς το sexting, να μπεις σε ένα στουντιάκι…
Κάποιο κλικ με έβγαλε Ιερά Οδό. Μια ανάσα από το Δίπυλον ξεκίνησα, από την είσοδο της αρχαίας πόλης, και κατέληξα να ακολουθώ το δρόμο των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Για αρκετή ώρα δεν υπάρχει κλικ δεξιά. Τα αυτοκίνητα περνούν βιαστικά και εγώ όλο και πιο ανάλαφρη παρατηρώ. Αριστερά η Γεωπονική σχολή. Δεξιά, πρώτα το παλαιό Λυσσιατρείο και μετά κτίρια του πανεπιστημίου και φοιτητές. Νέος κόσμος εδώ, νιάτα, αέρας φρεσκάδας και ήλιος που πέφτει πάνω στα χρώματα που τα παρατηρώ χωρίς γυαλιά ηλίου. Έχω αφήσει το βλέμμα να μην επηρεάζεται από φίλτρα. Οι αφιλτράριστες εικόνες φτάνουν στα κέντρα του εγκεφάλου. Νέα σήματα καταλήγουν στην επιδερμίδα. Νιώθω σαν να έχουν μάτια όλοι μου οι πόροι. Βλέπω από παντού. Ήμουν τυφλή και βρήκα το φως. Μία ευθεία η Ιερά Οδός και ντύνομαι το χιτώνα της Λήθης.
Όσο προχωρώ, τόσο καταλαβαίνω ότι μάταια περίμενα στην έναρξη του περιπάτου να ξεφορτωθώ τα κρίμα-τά μου. Περπατώ στην Ιερά Οδό πλέον ως κινητό αποΛΗΘωμα. Δεν έχω μνήμη. Τα κρίμα-τα κύλησαν σαν δεκάρες άχρηστες από τσέπες τρύπιες. Τι ώρα είναι; Πόσο έχω περπατήσει; Πόσα βήματα έχω κάνει; Είναι άσχημη η Αθήνα; Πόσο όμορφη είναι; Ποια είμαι; Δεν ξέρω! Θαυμάζω. Θαυμάζω τη μέρα. Θαυμάζω που «είμαι». Περνάω δίπλα από το εργοστάσιο της ΕΒΓΑ. «Μαμά, θα μου πάρεις παγωτό;», το λέω και χαμογελώ, γιατί ξέρω ότι θα μου πει ότι δεν είναι η εποχή τους. Μία στάση λεωφορείου λέει «ιερή ελιά», αλλά η ιερή ελιά δεν είναι εδώ. Το επόμενο κλικ είναι δεξιά. Οδός Μαρκόνι. Είσοδος του σταθμού μετρό Ελαιώνας. Καταλαβαίνω ότι ο σημερινός περίπατος τελειώνει εδώ. Παίρνω ένα παστέλι από τον κύριο του φαναριού και κατεβαίνω από το στόμιο της γης στα υπόγεια»