Η Αθήνα ήταν μια πόλη μαγική κι ονειρεμένη. Για κάποιους ακόμη είναι, αλλά για κάποιους άλλους η Αθήνα «δεν είναι όπως παλιά».
Ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς (μια ανάσα πριν τα 30) , δεν ξέρω πώς ήταν το «παλιά». Μπορώ μόνο να το φανταστώ από διηγήσεις και περιγραφές των παλαιότερων.
Περπατώντας όμως στην καρδιά της Πόλης, ανακάλυψα ότι μάλλον, αν κοιτάξω λίγο πιο προσεκτικά, μπορώ να δω ακόμη αυτό το «παλιά». Νεοκλασικά κτίρια, αγάλματα και μνημεία, παλιά φημισμένα μπαρ και εστιατόρια, ταβέρνες με «αύρα» χρόνου…
Αλλά υπάρχουν κι άλλα «μνημεία» -λιγότερο γνωστά ίσως-, που όμως ακόμη προσφέρουν με την παρουσία τους τόσο στη διατήρηση της ομορφιάς της Πόλης, όσο και στον πολιτισμό αυτής της πολυπαθούς χώρας.
Αυτά δεν είναι άλλα από τα παλιά θέατρα της Αθήνας, που ακόμη λειτουργούν.
Πολλά παλιά θέατρα έχουν μετατραπεί σε σινεμά, ξενοδοχεία ή αλλους χώρους, κάποια στέκουν σκοτεινά και «αμιλήτα», με άδεια σκηνή, χωρίς τις «ανάσες» των ηθοποιών για να τα γεμίσουν.
Κάποια άλλα όμως συνεχίζουν να λειτουργούν ανακαινισμένα, διατηρώντας παράλληλα την αίγλη της ιστορίας τους, τα σημάδια του χρόνου που πέρασαν από πάνω τους.
Παρακάτω λοιπόν, σας έχουμε την ιστορία των παλαιότερων θεάτρων της Αθήνας, που λειτουργούν ακόμη!
ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΡΟΚΕ
Από τις αρχές του 20ου αιώνα το θέατρο Περοκέ, βρίσκεται στην πλατεία Μεταξουργείου, φιλοξενώντας από τότε επιθεωρησιακά έργα. Πολλά ιστορικά στοιχεία δυστυχώς δεν βρήκα, αλλά πραγματικά ανακάλυψα δύο ιστορικές στιγμές που έλαβαν χώρα στο Περοκέ και που μέχρι σήμερα, μου ήταν άγνωστες:
1) Το 1931, εν ώρα παράστασης, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Βασίλη Αυλωνίτη (ο ίδιος ήταν 27 χρονών). Φανατικοί βενιζελικοί του επιτέθηκαν πάνω στην σκηνή, ενώ σατίριζε τους πολιτικούς της εποχής. Δυστυχώς, η σφαίρα βρήκε έναν άτυχο μηχανικό που πέθανε ακαριαία.
2) Στο υπόγειο του Περοκέ λειτούργησε για αρκετά χρόνια η περιβόητη για την εποχή εκείνη Χαβάη. Ήταν ουσιαστικά το πρώτο μπαρ με τραβεστί στην Αθήνα, που έκλεισε μετά από μια δολοφονία.
ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΜΠΟ
Είναι ένα από τα πλέον ιστορικά Θέατρα της Αθήνας. Λειτουργούσε προπολεμικά ως κινηματογράφος και αναψυκτήριο με το όνομα ΕΡΜΗΣ. Μετά τον πόλεμο αγοράστηκε από την Σοφία Βέμπο, με τους κόπους της δεκαεπτάχρονης καριέρας της, για να στεγαζει σ΄αυτό τις θερινές θεατρικές της δραστηριότητες. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 18 Ιουνίου 1950, με το Βίρα τις Άγκυρες των Μ. Τραϊφόρου και Γιώργου Γιαννακόπουλου και είχε τεράστια επιτυχία. Από το 1964, ο χώρος απέκτησε συρόμενη οροφή και λειτουργεί και ως χειμερινή αίθουσα. Μετά το φινάλε της “Κουτσομπόλας” το ΄68 και για τα τρία επόμενα χρόνια, η αίθουσα λειτούργησε ως κινηματογράφος. Από το 1971 , ο χώρος πέρασε στις θεατρικές επιχειρήσεις Βαγγέλη Λιβαδά ως και το Πάσχα του 2008. Έκτοτε η αίθουσα παρέμεινε κλειστή. Το 2014 πέρασε στα χέρια των αδελφών Τάγαρη και στις 14 Νοεμβρίου 2014, έγινε η πρεμιέρα της παράστασης “Πριν το χάραμα”.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΚΡΟΠΟΛ
Το θέατρο Ακροπόλ αποτελεί ένα από τα πλέον ιστορικά θέατρα του κέντρου των Αθηνών. Η ιστορία του Θεάτρου ξεκίνησε το 1934, όταν η παλιά καρβουναποθήκη της οδού Ιπποκράτους μετατράπηκε σε θεατρικό χώρο και φιλοξενούσε ιταλικά βαριετέ και περιπλανώμενους θιάσους. Το 1941 με την είσοδο των Γερμανών, μετατράπηκε σε θερινό θέατρο, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέβηκαν η θρυλική κατοχική επιθεώρηση “Μπλε και άσπρο” και το πρώτο θεατρικό έργο του Νίκου Τσιφόρου “Η πινακοθήκη των ηλιθίων” (1944). Κατά τη διάρκεια των χρόνων, στη σκηνή του θεάτρου πάτησαν ιερά πρόσωπα της τέχνης και του τραγουδιού. Το θέατρο Ακροπόλ, προσφάτως ανακαινισμένο, διατηρεί ακόμη την αύρα της παλιάς Αθήνας.
ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ-ΡΕΞ
Το αποκορύφωμα της θεατρικής δόξας σε όλη την Αθήνα ήταν το θέατρο “Κοτοπούλη”, στην αρχή της οδού Κοτοπούλη που τότε ονομαζόταν Ίωνος. Το θέατρο αυτό γνώρισε τόσες δόξες, όσες, ίσως, καμιά άλλη αθηναϊκή σκηνή. Στον ίδιο χώρο, λειτουργούσε το θέατρο Ομονοίας από το 1887, μετατράπηκε σε «Νέα Σκηνή» και μετονομάστηκε σε “Θέατρο Κοτοπούλη” το 1912. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, με το ανεπανάληπτο ταλέντο της και τις μεγάλες θιασαρχικές ικανότητές της, βοηθούμενη και από το γαμπρό της Μήτσο Μυράτ, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πρωτοφανή για τα ελληνικά θεατρικά χρονικά δυναμικό οργανισμό. Η πρώτη παράσταση του θιάσου δόθηκε το 1912 με το έργο του Βέλγου δραματουργού Ερρίκου Κιστεμαϊκέρς “Φλόγα”. Στην ίδια σεζόν ανέβηκαν άλλα… 45 έργα. Εκείνη την περίοδο μια παράσταση δεν ανέβαινε περισσότερο από 4 – 5 φορές. Ο ουσιαστικός κύκλος ζωής του “Θεάτρου Κοτοπούλη” θα ολοκληρωθεί το 1936. Αυτή τη χρονιά κατεδαφίζεται το παλαιό θέατρο, για να πάρει τη θέση του ο κινηματογράφος “Κρόνος”, που μετά τον πόλεμο θα μετονομαστεί σε “Κοτοπούλη”. Το 1982 το θέατρο Κοτοπούλη καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αμέσως μετά κηρύχθηκε διατηρητέο, περιήλθε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολιτισμού, υπό την αιγίδα του οποίου ανακαινίστηκε. Το 1993 περιήλθε στην κυριότητα του Εθνικού Θεάτρου.
ΘΕΑΤΡΟ ΒΡΕΤΑΝΙΑ & ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τα δύο θέατρα βρίσκονται δίπλα δίπλα και τα βάζουμε μαζί, καθώς έχουν κοινή ιστορία. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κτίριο. Το κτίριο ήταν σπίτι –με πρώτη ιδιοκτήτρια, μια Ολλανδέζα με το όνομα Μαργαρίτα, που έραβε τα πουκάμισα και τις δαντέλες του παλατιού και την οποία έφερε στην Ελλάδα ο Γεώργιος ο Α΄. Το 1923 το σπίτι γκρεμίζεται και δύο χρόνια μετά ξεκινά η κατασκευή του με τη μορφή που έχει μέχρι σήμερα. Η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1932 από τον αρχιτέκτονα Βασίλη Τσαγκρή, έναν από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου. Τότε χτίστηκαν και τα δύο θέατρα.
Το Θέατρο Βρετάνια ξεκίνησε ως κινηματογράφος, και μέχρι τη δεκαετία του ’60 άλλαζε συνεχώς λειτουργία, ενώ από τη σκηνή του πέρασαν ιστορικές θεατρικές μορφές όπως ο Δημήτρης Χορν, η Έλλη Λαμπέτη και πολλοί άλλοι. Ο πρώτος θιασάρχης του Βρετάνια ήταν ο Βασίλης Αργυρόπουλος.
Το Θέατρο Αθηνών -το οποίο βρίσκεται απέναντι από το ιστορικό μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού- λειτούργησε αρχικά ως βιεννέζικο καμπαρέ με την ονομασία «Femina», και μετά τον πόλεμο το μετέτρεψε σε θέατρο ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο, Γιώργος. Πρώτος θιασάρχης ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, ενώ άφησε εποχή ως κεντρική σκηνή του Βασίλη Λογοθετίδη και της Ίλιας Λιβυκού.
ΘΕΑΤΡΟ ΓΚΛΟΡΙΑ
Το θέατρο Γκλόρια ιδρύθηκε στην Αθήνα πριν από περίπου 50 χρόνια και έχει συνδέσει το όνομα του με τα μεγαλύτερα ελληνικά θεατρικά έργα, όπως το «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Θα σε κάνω βασίλισσα » κ.ά. αλλά και με τα πιο σημαντικά ονόματα του θεάτρου και της Τέχνης στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων οι Κώστας Βουτσάς, Έλλη Λαμπέτη, Γιάννης Γκιωνάκης, Γιώργος Κιμούλης, Χρυσούλα Διαβάτη και άλλοι. Σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου του έχει επίσης αφιερωθεί στο διεθνές θέατρο, σε έργα Σέξπιρ, Τένεσσι Γουίλιαμς κ.ά. Το θέατρο Γκλόρια έχει ταυτιστεί με ποιοτικές και σημαντικές παραστάσεις του θεάτρου και παραμένει ένα από τα σημεία αναφοράς σε κάθε θεατρική σεζόν, τόσο στην κεντρική όσο και την παιδική σκηνή.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΙΚΗ
Το θέατρο της μοναδικής Αλίκης Βουγιουκλάκη, ξεκίνησε την λειτουργία του το 1971. Λειτουργούσε όμως ως «χορευτήρριο» από το 1935 με το όνομα Μαξίμ, δανεισμένο από το περίφημο καμπαρέ του Παρισιού. Το 1949, το Μαξίμ, διατηρώντας το όνομά του, μετατρέπεται σε κινηματογράφο. Το 1960, ο κινηματογράφος έκλεισε για ριζική ανακαίνιση και άνοιξε το 1961 με χωρητικότητα πάνω από 1000 θέσεις και αισθητική που υπακούει στις σύγχρονες τάσεις του παγκόσμιου, μεταπολεμικού μοντερνισμού. Ο κινηματογράφος λειτουργεί για 10 χρόνια και το 1971 περνάει στα χέρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που ανεβάζει εκεί το έργο του Νηλ Σάιμον «Οι φυλακισμένοι της δεύτερης λεωφόρου» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Από τότε, συνέχισε τη λειτουργία του ως θέατρο που στέγαζε τις παραγωγές της Αλίκης έως τον θάνατό της το 1996. Το 1999 παρέλαβε το Θέατρο Αλίκη η Ελληνική Θεαμάτων (ΕΛΛΘΕΑ) και αφού το ανακαίνισε, το εγκαινίασε το 2006 με το έργο «Τσινετσιτά» των Ρέππα-Παπαθανασίου.
ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ
Το θέατρο που πήρε το όνομα του από τον αξέχαστο Δημήτρη Χορν βρίσκεται επί της οδού Αμερικής. Πρόκεται για το μετονομασμένο θέατρο «Διονύσια», που άνοιξε τη δεκαετία του 1950 και έχουν παίξει σ΄αυτό μεγάλες μορφές του Ελληνικού θεάτρου όπως οι: Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Δημήτρης Χορν, η Έλλη Λαμπέτη, ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Τζένη Καρέζη και οι θίασοι τους.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΙΡΑΛ
Το θέατρο «Aμιράλ» ιδρύθηκε το 1961 από τον θεατρικό επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά. Πριν το πάρει ο Βαγγέλης Λιβαδάς, ήταν ένας μικρός κινηματογράφος υπό την κατοχή του κύριου Σπέντζου, το οποίο είχε μόνο μία οθόνη για προβολή και τίποτα άλλο! Ο Βαγγέλης Λιβαδάς το μετέτρεψε με αγάπη σε ένα πολύ όμορφο θέατρο. Κατασκεύασε μία σκηνή, καμαρίνια και τουαλέτες. Τελειομανής από την φύση του και επειδή το φουαγιέ ήταν μικρό και δεν διέθετε τουαλέτα ούτε και μπαρ, μίσθωσε το διπλανό κατάστημα, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένας ανεξάρτητος χώρος εντός του οποίου φτιάχτηκε το μπαρ, αλλά και τουαλέτα.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Η απόφαση για την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά πάρθηκε επί Δημάρχου Τρύφωνα Μουτζόπουλου ο οποίος το 1882, εγγράφει ένα ιδιαίτερα σημαντικό κονδύλι 200 χιλιάδων δραχμών «δι’ ανέγερσιν θεάτρου», σε σύνολο δαπανών για τα δημοτικά έργα 315 χιλιάδων δραχμών. Έτσι ξεκίνησε η κατασκευή του Θεάτρου, στην Πλατεία Κοραή, «έναντι του Δημοτικού Παρθεναγωγείου», σε σχέδια που εκπόνησε ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας Ι. Λαζαρίμος, καθηγητής του Πολυτεχνείου. Οι πρώτες εκσκαφές, τον Απρίλιο του 1884, φέρνουν στο φως σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία δίχασαν την τότε επιστημονική κοινότητα. Το όλο όμως οικοδόμημα δεν ολοκληρώθηκε στην ίδια δημαρχιακή περίοδο, αλλά μετά από δώδεκα χρόνια, επί δημαρχίας Θεοδώρου Ρετσίνα, το 1895. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στις 9 Απριλίου του 1895, άνοιξε τις πόρτες του και ένα μήνα αργότερα υποδέχθηκε στην σκηνή, το έργο του Δημήτριου Βερναδάκη «Μαρία Δοξαπατρή».
Η σκηνή του θεάτρου θεωρείται ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα της εποχής μπαρόκ στην Ευρώπη, διαθέτει προσκήνιο και χώρο ορχήστρας ενώ η πλατεία, τα θεωρεία και οι εξώστες εξελίσσονταν σε τέσσερα επίπεδα. Την αίθουσα φώτιζε τεράστιος πολυέλαιος (σώζεται και σήμερα) που λειτουργούσε με γκάζι. Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έδωσε πολιτιστική πνοή στον Πειραιά, ενώ τα επόμενα χρόνια το όνομά του ταυτίστηκε με την ιστορία της πόλης και φυσικά την ιστορία της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα όταν πραγματοποιήθηκε ο αποκλεισμός του Πειραιά από τις δυνάμεις του Αντάντ , το Θέατρο αλλά και ο χώρος γύρω απ’ αυτό, κατελήφθησαν από τους Γάλλους στρατιώτες που συμμετείχαν στον αποκλεισμό της πόλης. Για δύο χρόνια φιλοξένησε μικρασιάτες πρόσφυγες, καθώς η πόλη δεν είχε άλλες υποδομές για το σκοπό αυτό ενώ ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους συμμάχους στις 11 Ιανουαρίου του ’44, έπληξε μεγάλο μέρος του οικοδομήματος.
Τα νέα του σύγχρονα βήματα ξεκίνησαν την Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013, όταν το εντυπωσιακό, επιβλητικό κτίριο μετά από δέκα χρόνια «σιωπής», λόγω μιας πλήρους αλλά και εντελώς απαραίτητης ανακαίνισης, άνοιξε τις πύλες του στο κοινό κι ανέβασε αυλαία.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το 1880, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ λαμβάνει δωρεά 10.000 αγγλικές λίρες από τον ομογενή Ευστράτιο Ράλλη και αποφασίζει να τις χρησιμοποιήσει για την ανέγερση Εθνικής Σκηνής. Το 1891, μπαίνουν τα θεμέλια του θεάτρου, επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, σε οικόπεδο του Νικόλαου Θων. Το θέατρο χτίζεται με βάση τα σχέδια του γνωστού και για άλλα δημόσια κτίρια Αυστριακού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ και ονομάζεται –φυσικά- «Βασιλικό Θέατρο». Η Δραματική Σχολή ανοίγει το 1901. Στις 30 Δεκεμβρίου 1903, ανεβαίνει η Ορέστεια του Αισχύλου, σε πεζή μετάφραση Γ. Σωτηριάδη. Αυτή η παράσταση υπήρξε και η αφορμή να ξεσπάσει μια μακρόχρονη γλωσσική αντιπαράθεση. Φοιτητές της Φιλοσοφικής σχολής, υποκινούμενοι από τον αρχαιολάτρη καθηγητή τους Γ. Μιστριώτη κατέβηκαν στην Αγίου Κωνσταντίνου και προσπάθησαν να ματαιώσουν την παράσταση. Τα επεισόδια που προκλήθηκαν, γνωστά ως «Ορεστειακά», είχαν αποτέλεσμα ένα νεκρό και δέκα τραυματίες. Το 1908, το Βασιλικό Θέατρο ανακοινώνει ότι διακόπτει τις παραστάσεις του επ’ αόριστον. Το θέατρο παρέμεινε κλειστό, φιλοξενώντας σποραδικά ξένους θιάσους, ως το 1932. Το Εθνικό θέατρο ιδρύεται τελικά το 1930, με νόμο που υπογράφει ο τότε Υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου στις 3 Μαΐου, ενώ τα εγκαίνιά του γίνονται στις 19 Μαρτίου του 1932.
Το Εθνικό Θέατρο ως θεσμός είχε συνεχή παρουσία από το 1932 μέχρι σήμερα, αλλά χρησιμοποιούσε διάφορα κτίρια, όπως το Ρεξ. Το ιστορίκό κτίριο Τσίλλερ ανακαινίστηκε και άνοιξε ξανά τις πόρτες του το 2009, στις 14 Οκτωβρίου με την παράσταση «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Υπάρχουν κι άλλα θέατρα, τα οποία έχουν πλούσια ιστορία, που πηγαίνει πίσω βαθιά στο χρόνο, όπως το «Τζένη Καρέζη», το «Διάνα» κ.α., ενώ ανοίγει ξανά το θρυλικό «Ολύμπια». Επίσης, υπάρχουν ακόμη τα κτίρια παλιών θεάτρων, ανεκμετάλλευτα και σε κακή (ως επί το πλείστον) κατάσταση σε όλο το Κέντρο της Αθήνας. Όμως ακόμη διατηρούν την παλιά τους αίγλη, τη μυσταγωγική τους ατμόσφαιρα και, περνώντας απ’έξω, νιώθεις «στον αέρα» τις πολλές ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν.
Πηγές:
-
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Για τα θέατρα Αθηνών & Βρετάνια)
-
Εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (Για το θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ)
-
www.mytheatro.gr (Για το θέατρο Αλίκη)
-
www.mixanitouxronou.gr (Για το θέατρο ΠΕΡΟΚΕ)
-
Επίσημες Ιστοσελίδες & Social Media των Θεάτρων
-
Wikipedia
Ευχαριστώ θερμά τον ηθοποιό Νίκο Καραστέργιο για την πολύτιμη βοήθειά του.