Όταν ζεις την ιστορία, είναι φυσικό να την γεύεσαι πιο πικρά από ό, τι όταν την διαβάζεις. Την ζεις ως αυτή η μία μονάδα με την οποία δεν θα ασχοληθεί κανείς στο μεγάλο μέλλον που χάσκει με το στόμα ανοιχτό. Θα είσαι ένας ή μία από τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έζησαν/πείνασαν/σκοτώθηκαν/διώχθηκαν/ευημέρησαν.
Η ιστορία κοιτάζει με τον ευρυγώνιο φακό της τα πράγματα από ψηλά και από μακριά, σαν σκηνοθέτης αποστασιοποιημένος από τους ήρώές του. Εσύ κι εγώ είμαστε μικρά μυρμήγκια που γαργαλάμε με τα πόδια μας την ράχη του ελέφαντα πλανήτη-κάποιες φορές, τον κάνουμε να τραντάζεται ολόκληρος γιατί πολλά μυρμήγκια μαζί συντονισμένα μπορούν να μετακινήσουν ακόμα και τους ελέφαντες.
Όταν τελειώσει όλο αυτό και μείνει όσο πίσω μπορεί να μείνει, δηλαδή με τα κουσούρια που θα μας έχει αφήσει, με τις ανασφάλειες, αλλά και τα πολύτιμα μαθήματα, η ιστορία θα αρχίσει να καταγράφει από εκεί ψηλά την έναρξη μίας δεύτερης Ωραίας Εποχής. Την θυμάσαι την πρώτη, την αυθεντική, την Belle Époque;
Τότε, που χορεύαμε βαλς…
Ήρθε μετά από τον Μεγάλο Πόλεμο. Από το 1871 έως το 1914, οι άνθρωποι έκαναν άλματα και θαύματα. Κατάμεστα μπαρ, καμπαρέ, βαλσάκια, πρόοδος στην τεχνολογία και την επιστήμη, ελεύθερες μετακινήσεις διεθνώς των εργαζομένων, οι γυναίκες με φωνή που ολοένα δυναμώνει, σεξουαλικότητα διάχυτη, μοντερνισμός που εγκυνομονάται από τον ρεαλισμό στην τέχνη.
Ο μποέμικος τρόπος ζωής είναι το trend της εποχής, μιας εποχής που μυρίζει ορχιδέα. Η επινοητικότητα των ανθρώπων αλλάζει τις ζωές τους για πάντα: τηλέφωνο, ηλεκτρισμός, μόδα, coctails, Αρ Νουβώ…Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Το Παρίσι είναι το επίκεντρο της Ομορφιάς, όμως την ίδια περίοδο η Αμερική την βαπτίζει Επάργυρη-μόλις προηγήθηκε ο Πανικός του 1873, ή αλλιώς η πρώτη μεγάλη κρίση του Καπιταλισμού. Στο Μεξικό, η περίοδος ονομάζεται Porfiriato, από το όνομα του δικτάτορα Porfirio Diaz, ο οποίος, επί των ημερών του, έκανε έργο και βελτίωσε τις δομές στην χώρα.
«Αι Αθήναι µεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νοµίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου», γράφει η Εφημερίς τον Δεκέμβριο του 1891. Όπως οι φίλοι τους οι Γάλλοι, έτσι και οι Αθηναίοι της εγχώριας Μπελ Επόκ, συνωστίζονται στα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία της πόλης, ανταλλάσσουν απόψεις και ματιές, διασκεδάζουν, διαφωνούν και είναι πάντοτε κομψοί. Το αυτοκίνητο έχει κάνει την εμφάνισή του.
Δεν μπορούσαν να είναι όλα ρόδινα φυσικά: ο διαχωρισμός πλούσιων και φτωχών ήταν πολύ έντονος, οι λιγότερο προνομιούχοι αποκλείονταν από την κοινωνική ζωή και τις διασκεδάσεις, de facto. Όμως, πλέον, έννοιες, όπως το αίμα και η καταγωγή, παίζουν όλο και μικρότερη σημασία-μια δυναμική γενιά αστών, εμπόρων, καλλιτεχνών και διανοούμενων χωρίς υψηλή ρίζα βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο και αναστατώνει το μέρος εκείνο της κοινωνίας που παρέμενε συντηρητικό.
Τα θροΐσματα των φουστανιών και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών μάλλον συγκάλυπταν γλυκά τις πολεμικές ιαχές που ήδη βοούσαν από το όχι ιδιαίτερα μακρινό μέλλον. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε και κανείς δεν το φανταζόταν αυτό. Η Belle Époque ονομάστηκε επιγενέστερα έτσι-σε σύγκριση με τα χρόνια που την ακολούθησαν, οι μέρες και οι νύχτες της φάνταζαν περασμένο όνειρο και μεγαλείο. Οι άνθρωποι εκείνοι, μες στην ανεμελιά και την φούρια του όμορφου παρόντος τους, δεν υπολόγιζαν ότι αυτό θα γινόταν παρελθόν με τον πιο βίαιο τρόπο.
Αύριο, που θα ξαναβρούμε τους δρόμους
Δεν μπορείς να προβλέψεις το αύριο, ούτε το πολύ κοντινό, ούτε βεβαίως αυτό που θα σε βρει-αν σε βρει- ηλικιωμένο. Ακόμα και αν έχεις εμπεδώσει το γνωμικό “η ιστορία επαναλαμβάνεται”, δεν μπορείς να οδηγηθείς σε ασφαλή συμπεράσματα.
Είναι όμως κάποιες συγκυρίες διαβολεμένα ξεκάθαρες στα ελλείμματα που προξενούν και στα δώρα που χαρίζουν-τόσο ξεκάθαρες που ίσως επιτρέπουν ορισμένες εικασίες, με γνώμονα την αναγκαία αισιοδοξία για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε. (Όπου αισιοδοξία, δεν σημαίνει απουσία ρεαλισμού, γιατί το έχουμε παρακάνει και με αυτό-μας μαυρίζουν ορισμένοι την ψυχή, αυτοαποκαλούμενοι ρεαλιστές! Προσωπικά, δεν το αντέχω.)
Αυτή η κρίση, που έκανε την οικονομική να φαντάζει ψίχουλο, μας τσάκισε συθέμελα. Ψυχή τε και σώματι. Μας θέρισε πληθυσμιακά, μας πήρε τους γέροντες που θάψαμε σε αδειανές κηδείες, μας έκλεισε σπίτια αντιμέτωπους με εμάς τους ίδιους, τις επιλογές μας, μας θύμισε ότι στην ενότητα κρύβονται τα πάντα-τα καλά και τα κακά-μας έκανε να κλάψουμε πικρά, να χάσουμε τον ύπνο μας τις νύχτες, να περιμένουμε ανακοινώσεις τηλεοπτικές για νεκρούς και για οικονομική στήριξη από το κράτος. Μας σκλήρυνε κι άλλο.
Υπάρχει η άποψη ότι τέτοιες ακραίες συνθήκες “μαλακώνουν” τους σκληρούς και “εκπαιδεύουν” τους ξεροκέφαλους εγωιστές. Προσωπικά, ασπάζομαι την άποψη του καθηγητή μου και τεράστιου γραφιά Δημήτρη Τσεκούρα, ο οποίος δήλωσε ότι “ο ήδη Καλός θα γίνει πολύ πιο Καλός, ο κακός πολύ πιο κακός, ο υποκριτής πολύ πιο υποκριτής, ο Ποιητής πολύ πιο Ποιητής, το κάθαρμα πολύ πιο κάθαρμα, ο Αθώος πολύ πιο Αθώος, η πουτάνα πολύ πιο πουτάνα, ο Χριστός πολύ πιο Χριστός και πάει λέγοντας και πάει λέγοντας και πάει λέγοντας”.
Όλα αυτά τα “πιο” είναι που θα φέρουν την Δεύτερη Belle Époque. Γιατί για να λάμψει η Ομορφιά χρειάζεται στο πλευρό της ή απέναντί της την Ασχήμια. Για να φανεί η Καλοσύνη, έχει ανάγκη την Κακία, για να σταθεί ως κάτι αποκαλυπτικό η Δημιουργία, οφείλει να υφίσταται η Αδράνεια και το Τίποτα. Τότε, το Τίποτα μεταπλάθεται σε Φως.
Διψασμένοι ο ένας από τον άλλον, πεινασμένοι από την αληθινή ζωή που δεν βρίσκεται επουδενί μες στο σπίτι, θα χιμήξουμε στους δρόμους και τις πλατείες, θα αγωνιστούμε για την δημόσια υγεία και για τους λιγότερο προνομιούχους, θα ανεβάσουμε παραστάσεις, θα διοργανώσουμε συναυλίες, παρτούζες, γιορτές και συγκεντρώσεις, θα παντρευτούμε, θα μεθύσουμε.
Κάποιοι από εμάς θα φοβούνται να πλησιάσουν πολύ-ακόμα κι όταν πια θα έχουν περάσει μήνες, ίσως και χρόνια. Το ελληνικό καλοκαίρι του 2020 θα ξεπλύνει, έστω πρόσκαιρα, τις εγχώριες φοβίες των περισσότερων. Μια βουτιά στην θάλασσα φέτος θα είναι πιο πολύτιμη από ποτέ άλλοτε, ίσως.
Θα πάψουμε να βάζουμε στο βάθρο ψηλά ανθρώπους που αποκτούν φήμη από φιλτραρισμένα ποστ στα social media, θα μελετήσουμε περισσότερη ιστορία και πολιτική, θα διεκδικήσουμε εργασιακά δικαιώματα, θα ταξιδέψουμε με πάθος-τώρα, ξέρουμε ότι το κακό μπορεί να μας βρει ανά πάσα στιγμή. Θα πάψουμε να αναβάλουμε τόσο πολύ, τόσα πολλά. Θα θυμώνουμε για πιο σημαντικούς λόγους, θα είμαστε πιο ώριμοι, πιο τρυφεροί. Όχι όλοι, είπαμε. Αυτοί που ήμασταν πάντα, αυτοί που προσπαθούσαμε να είμαστε πάντα μια εκδοχή καλύτερη του εαυτού μας.
Η δική μας Belle Époque δεν θα έρθει φορτωμένη με “καινούς θεούς και δαίμονες”-τις διασκεδάσεις, την επιστήμη, την τεχνολογία τις είχαμε και τις έχουμε και θα τις έχουμε, δεν είναι κάτι που προσδοκούμε.
Η δική μας Ωραία Εποχή θα ανατείλει από την στιγμή που θα σημειωθεί πρόοδος στην αλληλεγγύη που επιδεικνύουμε, στην ανεμελιά που δικαιούμαστε, στο μερίδιο ευτυχίας που καλούμαστε εδώ και τώρα να διεκδικήσουμε. Ο ιός ένωσε τις πατρίδες όλου του κόσμου, ο θάνατος και η απειλή του μας θύμισαν τις ισομεγέθεις μας δυνατότητες απέναντι στο αναπόδραστο.
Η επιστροφή μας στην απλότητα και το ξανασμίξιμο των χεριών μας με τα χέρια των Άλλων, αυτό θα είναι το μεγαλείο.
Και κάτι ακόμα: θα θυμηθούμε ότι περάσαμε ατελειώτες ώρες μες στα δωμάτιά μας ακούγοντας μουσική, βλέποντας σινεμά και θέατρο από τις οθόνες, διαβάζοντας κείμενα και βιβλία. Οι άνθρωποι πίσω από όλα αυτά, οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες βρέθηκαν ξεκρέμαστοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Στην δική μας Belle Époque θα πρέπει να τους δούμε με άλλο μάτι, να τους κατανοήσουμε πιο βαθιά και να είμαστε έτοιμοι να τους στηρίξουμε-δεν είναι τελικά πλάσματα που τρέφονται από σύννεφο και έμπνευση, πεινούν, κρυώνουν κι αυτοί.
Εύχομαι τα επερχόμενα Όμορφα να μην εκβάλουν σε κάποιο μεγάλο κακό πάλι. Γιατί αυτές οι εναλλαγές βροχής και ουράνιου τόξου δεν συμβαίνουν μόνο στον καιρό, αλλά και την ιστορία. Τώρα, ετοιμαζόμαστε δειλά δειλά να κλείσουμε τις ομπρέλες και να φορέσουμε γυαλί ηλίου.
Δεν πρέπει όμως τις ομπρέλες μας να τις πετάξουμε στην άκρη-ίσως τις χρειαστούμε ξανά πιο σύντομα από ό, τι πιστεύουμε. Δεν πρέπει να τις υποτιμήσουμε, θα είναι κρίμα για την ενδιάμεση λιακάδα που μπορεί να χρειαστεί να εφεύρουμε, αν δεν έρθει να μας βρει από μόνη της, με τον τρόπο που το κάνουν οι καταιγίδες.