Ήταν μια συνηθισμένη στοά, απ’ αυτές τις μικρές στοές στις πολυκατοικίες της δεκαετίας του ’50 που χρησίμευαν για να στεγάσουν γραφεία και χτίστηκαν σε αρκετές μεσογειακές πόλεις, αντικαθιστώντας τα ερείπια του πολέμου, συχνά σαν βιαστική λύση σε επείγοντα πολεοδομικά και χωροταξικά προβλήματα.
Όπως πολλές στοές, είχε σχήμα «γάμμα», δηλαδή άρχιζε από μια γνωστή λεωφόρο, ίσως την πιο κεντρική της πόλης, και αφού σχημάτιζε ορθή γωνία, κατέληγε μετά από άλλα τριάντα μέτρα σε μια κάθετη, επίσης γνωστή, ιστορική οδό, από την οποία κάποτε περνούσε το τραμ.
Αν και συχνά τον έφερνε ο δρόμος του σ’ αυτό το σημείο, σπάνια έμπαινε μέσα στη στοά και τη διέσχιζε, γιατί ήξερε –και δεν του άρεσε καθόλου αυτό– ότι σχεδόν όλα τα μικρά γραφεία που υπήρχαν εκεί ήταν κλειστά. Πάντα. Χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι αυτό συνέβαινε από καιρό. Σαν να είχαν μόλις κλείσει, το πολύ-πολύ την προηγούμενη μέρα, λες και κάποτε –σύντομα– θα τα ξανάνοιγαν αλλά, κυρίως, σαν να ήταν εκεί, έτσι κλειστά, για να αναρωτηθείς πάνω σε αυτή τη σιωπή και την ερημιά, τις τόσο ξαφνικές, σε μια περιοχή που έσφυζε από σύγχρονη ζωή και από θόρυβο.
Σαν να ήσουν μόνο εσύ και αυτή η σιωπή
Σαν αυτή η ερημιά να είχε επινοηθεί μόνο για σένα, κι άλλωστε δύσκολα θα μπορούσες να δεις και να νιώσεις άλλον πεζό δίπλα σου ή έστω σε κάποιο σημείο της στοάς, η οποία εξαφάνιζε την σημασία –και την ουσία– άλλων, που ασφαλώς υπήρχαν, αν και πολύ λίγοι, μαζί με σένα, μέσα της.
Ήταν κάτι που τον φόβιζε σε αυτή τη στοά και κάτι που τον σαγήνευε, που τον έθελγε άθελά του, γιατί του έδινε την ευκαιρία να αναμετρηθεί μ’ αυτή τη γοητευτική, ελάχιστη «φρικίαση» και να θέσει πάλι στον εαυτό του το ερώτημα, πώς και γιατί υπήρχε αυτή η σιωπή και αυτή η ακατανόητη νέκρα μέσα στο κέντρο της πόλης και πώς πάλι κανείς άλλος δεν έδειχνε να αναρωτιέται ή να ενοχλείται ή να κάνει μια προσπάθεια να ανασκευάσει αυτή την ανεξήγητη ανορθογραφία.
Τέλος, αυτή η στοά του έδινε –με τα κλειστά της, εγκαταλελειμμένα, ωστόσο έτοιμα να ξανανοίξουν, μαγαζιά της– την ίδια εντύπωση με τις παλιές, ερειπωμένες στοές, που σ’ αυτές ποτέ δεν θα ξανάνοιγαν τα άδεια και νεκρά, εδώ και χρόνια μαγαζιά τους. Ήταν λοιπόν μια σχετικά καινούρια μα και σχετικά παλιά μαζί στοά.
Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο να φοβηθεί σ’ αυτήν κανείς. Μόνο κάτι απροσδιόριστο. Το φώς έμπαινε άπλετα σε όλα της τα σημεία, σε όποια από τις δύο πλευρές της και να στεκόσουν, και από την άλλη, στα δέκα με είκοσι μέτρα, έβλεπες τα αυτοκίνητα να περνούν –και όχι μόνο τα έβλεπες αλλά και τα άκουγες– και τους πεζούς στο πεζοδρόμιο, μόνο, που κανείς, για ένα ανεξήγητο λόγο, δεν έμπαινε τη στιγμή που έκανες αυτή τη διαπίστωση ούτε από την έξοδο, προς την οποία κατευθυνόσουν, για να σε πλησιάσει, ούτε και ερχόταν από πίσω σου, από την είσοδο που μόλις είχες προσπεράσει, κι απλώς είχε καθυστερήσει τα βήματά του.
Ο άντρας προχώρησε ή μάλλον νόμισε πως προχωράει, γιατί σε συμβατό χρόνο θα χρειαζόταν αρκετά λεπτά για να τον απασχολήσουν αυτές οι αλληλοδιάδοχες σκέψεις – και πώς, λοιπόν, πρόλαβε να τις κάνει ή έστω να αρπάξει την άκρη του νήματός τους, αν πραγματικά είχε προχωρήσει, έστω επιβραδυμένα, προς την έξοδο της στοάς;
Κάτι αφηρημένο ή μάλλον κάτι αόριστο αναδυόταν από το συγκεκριμένο σημείο. Κυρίως από τέσσερα-πέντε μαγαζιά. Τα κοίταξε στη σειρά, προσπαθώντας να υπερνικήσει το μικρό του φόβο: Ένα γραφείο δακτυλογραφήσεων, απ’ αυτά που χρησίμευαν, κυρίως πριν εφευρεθούν οι υπολογιστές, στους δικηγόρους της πόλης, ένα γραφείο με ασφάλειες, ένα άλλο που έγραφε «Γενικές Εισαγωγές», ίσως ακόμα ένα γραφείο δακτυλογραφήσεων. Όλα τους με κατεβασμένα ρολά και τζάμια θολά (από τη σκόνη; από κάποιο παραβάν; ή επειδή ήταν βαμμένα άσπρα από την εσωτερική πλευρά, ώς το ύψος του ματιού;) λες και ήταν όλα εκείνη τη στιγμή έτσι –σε κείνο το σημείο– επίτηδες, μόνο και μόνο για να του προξενήσουν όλες αυτές τις σκέψεις.
Καθώς ήταν κλειστά, θα μπορούσες να υποθέσεις, πως από κάτω απ’ το ισόγειο χώρο τους είχαν –το καθένα τους– κι από ένα υπόγειο χωρίς παράθυρα και ίσως χωρίς φωταγωγό και στο βάθος του ισογείου τους κάποιο μικρό πατάρι, με ένα ακόμα τραπέζι και κάποια ράφια ή κάποια κιβώτια αφημένα στο δάπεδο, γεμάτα χαρτιά ή χρησιμοποιημένες μηχανές γραφείου.
Απέναντι απ’ αυτά τα μαγαζιά και λίγο πριν, υπήρχε ένα παλιό κατάστημα που πουλούσε σύγχρονα μουσικά είδη –ανοιχτό, με κάποιους πελάτες μέσα–. Λίγο πριν από τη στροφή ήταν ένα μικρό γραφείο τουρισμού, με μια υπάλληλο μόνο, κι ακόμα πιο πριν, στην είσοδο –που χρησίμευε και ως είσοδος της πολυκατοικίας– ένα μικρό, ψιλικατζίδικο –αν και αυτός ο όρος δεν ταίριαζε για το κέντρο της πόλης– και ένα ακόμα ανοιχτό κατάστημα ή μάλλον φαστφουντάδικο ή κάτι τέλος πάντων που, πριν καν το καταγράψει στη μνήμη του, το είχε ξεχάσει.
Κάποια ερωτήματα ή κάποιες παραλλαγές ερωτημάτων θα τον απασχολούσαν κάθε στιγμή που θα ξανάφερνε στο μυαλό του αυτό το σύντομο, στιγμιαίο πέρασμα από αυτήν την ασυνήθιστη –στα μάτια του– στοά, που ίσως κανείς άλλος να μην την είχε μ’ αυτό τον τρόπο προσέξει.
Άνοιγαν τα μαγαζιά αυτά ποτέ; Ήταν στ’ αλήθεια πραγματικά ή απλώς υπήρχαν εκεί για να είναι κλειστά; Ανήκαν σε κάποιον; Σε ποιον; Είχαν χρησιμεύσει κάποτε σε κάτι ή απλώς χρησίμευαν στο να παραξενέψουν ή και να φοβίσουν αυτόν –και κάθε άλλον σαν αυτόν– αν, βέβαια, αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί χρησιμότητα; Και ακόμα: Έπαιζε κάποιον ρόλο το σχήμα της στοάς ή το από ποια μεριά τύχαινε να μπει κανείς σ’ αυτήν; Και το αν έβλεπες, με αυτόν τον τρόπο, πρώτα τα κλειστά μαγαζιά και τα άφηνες πίσω σου, καθώς έστριβες και το αντίστροφο;
Υπήρχε άλλη μια στοά γειτονική, επάλληλη, που ένωνε τους ίδιους δρόμους. Πιο μεγάλη, σε σχήμα ορθής γωνίας κι αυτή, που αγκάλιαζε την πρώτη σαν να την προστάτευε. Εκεί, σ’ αυτήν την δεύτερη στοά, δεν υπήρχαν κλειστά μαγαζιά… Αν υπήρχαν, ήταν σε σημείο τέτοιο –και ασφαλώς λιγότερα– που δεν τα πρόσεχες.
Όμως αυτή η στοά, που τόσο του άρεσε να αντιμετωπίζει κάθε φορά που βρισκόταν σ’ αυτό το σημείο της πόλης –όχι πολύ συχνά μα ούτε και σπάνια– ήταν γι αυτόν, με την όμορφη, ζωντανή, φιλόξενη σιωπή της, που σκέπαζε τους τακτικούς ήχους της πόλης, καθόλου εμπορική, καθώς –αν εξαιρέσεις τα μουσικά είδη– στην πραγματικότητα ήταν μια στοά υπηρεσιών, άδικα προσφερόμενων, εξαντλημένων, σε αναμονή ή παύση, δηλαδή συλλογικών χειρονομιών σε διαθεσιμότητα ή, αν θέλετε, σε ετοιμότητα. Με αυτή, λοιπόν, τη σιωπή –που κάθε άλλο παρά με «σιωπή νεκροταφείου» έμοιαζε– η στοά αυτή στην πραγματικότητα ήταν γι’ αυτόν μια ευπρόσδεκτη, εύκολα αντιμετωπίσιμη όαση φόβου, μια γνωστή αλλά αναπάντεχη τρύπα, μια παρέκκλιση στο χρόνο, μια ευπρόσδεκτη αναδίπλωση στο χώρο της μεγάλης, απέραντης πόλης μα τόσο γνωστής μας, και εννοώ του κέντρου της.
Οι ήχοι τον καλούσαν προς την έξοδο.
Η σιωπή τού έλεγε να μείνει.
Απομακρύνθηκε όμως, γιατί ήξερε πως η στοά θα ήταν πάντα εκεί, γι’ αυτόν. Και ο φόβος το ίδιο.
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post