Δεν ξέρω γιατί ακριβώς ονειρευόμουν τόσο πολύ αυτό το ταξίδι όλα αυτά τα χρόνια. Κάτι το Sex and the City, κάτι το μαγικό 4321 του Paul Auster, κάτι τα τρελά videoclips του Mtv και, βέβαια, όλοι εκείνοι οι δικοί μου άνθρωποι που τόλμησαν να διασχίσουν τον Ατλαντικό και να κυνηγήσουν όχι κανένα μεγάλο όνειρο, αλλά τα μικρά, πολύτιμα, παντελώς προσωπικά τους. Αυτό το κείμενο είναι βαθιά βιωματικό και δεν γράφτηκε για να συστήσει μαγαζιά που θα πας να φας και να ψωνίσεις, αλλά για να σου ψιθυρίσει λίγη ακόμα από τη μαγεία που ήδη υποπτεύεσαι πως λούζει την Βασίλισσα Πόλη.
Πρώτες εντυπώσεις
Μια περίληψη όλου του πλανήτη, ένα χωνευτήρι λαών, τάσεων και καταστάσεων με δόντια κοφτερά και μάτια που δεν αστειεύονται. Τεράστια μεγέθη στα κτήρια, διαφημίσεις σε μέγεθος στρέμματος με πανέξυπνα μότο, χρώματα στα ρούχα και στα δέρματα. Μετά την Istanbul δεν περίμενα να πέσω έτσι αμαχητί στον έρωτα κάποιας άλλης πόλης του κόσμου.
Μιλώ και σκέφτομαι γρήγορα, δουλεύω πολύ και δεν κάνω ακριβώς μία δουλειά, μου αρέσει η μόδα και η γαστρονομία, συνεννοούμαι άνετα στα αγγλικά και λατρεύω τις προκλήσεις των μεγάλων δρόμων στους οποίους χάνεσαι περπατώντας και χαζεύοντας. Ίσως γι’ αυτό πολλοί φίλοι μου είχαν πει ότι η Νέα Υόρκη θα με συνάρπαζε και θα μου πήγαινε πολύ.
Κατέβηκα στο Newark, το ένα από τα δύο αεροδρόμια της Νέας Υόρκης. Ο έλεγχος, ήδη από την Ελλάδα, αυστηρός, ερωτήσεις για το αν κουβαλάω σπόρους, για το πόσα χρήματα έχω, για το πού πρόκειται να μείνω, για τον λόγο του ταξιδιού μου. Ανανέωσα απλώς το διαβατήριό μου και πήρα σε ελάχιστες μέρες την βίζα μου δίνοντας 15 δολάρια, δηλαδή περίπου 13 ευρώ.
Η πτήση με την Emirates είχε ήδη καταγραφεί ως μια από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου: άνετο σκάφος, ταινίες, νόστιμο φαγητό και γνωριμία με έναν Έλληνα καθηγητή ΤΕΙ που επισκέπτεται συχνά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν πάτησα λοιπόν το πόδι μου στην άλλη άκρη της γης, στην νυχτωμένη πια Νέα Υόρκη, αισθανόμουν πως όλα θα πήγαιναν όσο καλά πήγαν και μες στο αεροπλάνο.
Με υποδέχτηκε ο Σπύρος Εξάρας, ο πρώτος Έλληνας τζαζίστας στη Νέα Υόρκη, που ζει εκεί τα τελευταία 20 χρόνια. Το σπίτι του βρίσκεται στο New Jersey που είναι μια άλλη πολιτεία από τη Νέα Υόρκη, σα να λέμε άλλος νομός, αλλά, ταυτόχρονα, 20 λεπτά από το Μανχάταν. Φάγαμε δείπνο και, πριν πέσω για ύπνο, είδα ότι έξω από το παράθυρό μου έβοσκαν έξι περήφανα ελάφια. Γρασίδι, απόλυτη ησυχία, μια θαυμάσια γειτονιά που θυμίζει αθηναϊκά βόρεια προάστια. Γραμματοκιβώτια, νοικοκυρεμένα σπίτια, μεγάλα παράθυρα και τζιπ, πολλά τζιπ παρκαρισμένα.
Ο αέρας μύριζε κάτι που δεν μου ήταν οικείο, αλλά εξίταρε κάτι μες στο κεφάλι μου. «Επιτέλους, είμαι εδώ». Ξύπνησα αργά το επόμενο πρωί και ο τόπος έξω λαμποκοπούσε. Σε μερικές ώρες, επιβιβάστηκα σε ένα μεγάλο λεωφορείο που θα με πήγαινε σε μια άλλη πολιτεία, τη θρυλική Μασαχουσέτη και, συγκεκριμένα, την πόλη του Spingfield, για να μείνω μερικές ημέρες στην φίλη μου την Αλεξάνδρα Τσόλκα και την οικογένειά της. Πλέον, εδώ και μερικούς μήνες, έγιναν μόνιμοι κάτοικοι Αμερικής. Μερικοί ακόμα από τους χιλιάδες Έλληνες που το επιλέγουν, με όσες δυσκολίες αυτό συνεπάγεται.
Γιατί η Αμερική είναι ζόρικο έδαφος. Αυστηρό και οργανωμένο κράτος, μέριμνα για παιδεία, νομιμότητα, ακρίβεια στις προθεσμίες και τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις, τάξη, όρια. Τι σόι καπιταλιστικός χοίρος θα ήταν αυτός ο πολύτιμος ομφαλός γης, αν τα πράγματα δεν ήταν κάπως έτσι;
Κι όμως, σε αυτό το «έτσι», η ανθρώπινη φύση, άναρχη και αδηφάγα, νικά τη λογική κάθε οργάνωσης και δημοκρατίας, με την παρανομία να ανασαίνει το χνώτο της πλάι σε αυτό της νοικοκυρίστικης ασφάλειας που αναδίδουν τα προκάτ, σχεδόν πλαστικοποιημένα σπίτια. Απαγορεύεται το κάπνισμα εντός, εκτός κι επί τ’ αυτά. Πανάκριβα τα πακέτα τσιγάρα. Οι αποστάσεις δεν διανύονται με τα πόδια. Μεγάλα αυτοκίνητα κουβαλούν παιδιά, χαρτοφύλακες, φιλοδοξίες.
Οι Αμερικανοί-που αποτελούνται από Γήινους Κάθε Λογής και ίσως σύντομα και από Εξωγήινους ακόμα- οδηγούν νευρικά, βρίζουν και γουστάρουν. Τα όρια ταχύτητας συγκεκριμένα και η αστυνομία καραδοκεί για να επέμβει αν χρειαστεί με τον δέοντα χολιγουντιανό τρόπο της σειρήνας και του you have the right to remain silent.
Καφές νερουλός. Americano. Ντόνατς. Πίτσες σε εξωφρενικά μεγέθη. Μυρίζει λίπος. Ανοικοδόμηση, σκαλωσιές, νταβραντισμένη εργατιά. Μυρίζει πίσσα και σκόνη.
Οι Λατινοαμερικάνοι, οι κακόφημες συνοικίες-αυτά ισχύουν για κάθε πολιτεία και πόλη και γειτονιά- τα εγκλήματα, οι μαύροι, οι τραμπικοί, οι ομπαμικοί, οι εντέχνως ενδιάμεσοι κατά τα συμφέροντά τους, ο φόβος, ο ρόλος της Αμερικής στα παγκόσμια πράγματα, οι φούσκες και το πλαστικό φαγητό, το γρήγορο στα πάντα, αλλά και η ευγένεια των Αμερικανών να εξυπηρετήσουν, να βοηθήσουν.
Τα παιδιά που αθλούνται στα σχολεία, τα σχολεία που μοιάζουν με πεντάστερα ξενοδοχεία, τα πανεπιστήμια που μοιάζουν με ολόκληρα χωριά, το μετρό (οι άνθρωποι διαβάζουν στο μετρό πολύ!), οι μαμάδες με τα παιδιά τους και οι ατελείωτοι τουρίστες που βουτούν για λίγες μέρες το δάχτυλο στο μέλι και φωτογραφίζονται στην Πέμπτη Λεωφόρο έξω από τους πανάκριβους οίκους μόδας.
Οι διαδρομές από πολιτεία σε πολιτεία, ικανές να τρελάνουν με την ομοιομορφία του τοπίου που τις πλαισιώνει δεξιά κι αριστερά. Η συγκεκριμένη βλάστηση, τα συγκεκριμένα κτήρια και οι συγκεκριμένες πινακίδες. Για ώρες.
Αλλά πού είχα μείνει; Α, ναι. Στη διαδρομή με το λεωφορείο για Springfield. Που εννοείται πως εξελίχτηκε σε περιπέτεια.
Από και Προς
Μες στο λεωφορείο είχε αδύναμο Internet και δυνατή μυρωδιά αμμωνίας από τις τουαλέτες. Πολλοί μαύροι και Λατίνοι, να σου κι ένας ξανθωπός χωριάτης Αμερικάνος ετών σαράντα. Μου χάρισε τον φορτιστή του, αυτόν με τις ειδική υποδοχή για τις αμερικάνικες πρίζες. Διάβαζα τις Μέρες του Σεφέρη, από τη δεκαετία 1930κάτι. Ζήτησε να δει. Κάθισα δίπλα του και του μετέφρασα ένα απόσπασμα. Κατεβήκαμε κάπου που νόμιζα πως ήταν το Springfield, μετά από τέσσερις ώρες και.
Δεν ήταν, όμως. Βρέθηκα σε άλλη πολιτεία-το Κονέκτικατ και συγκεκριμένα το Χάρτφορντ, την πρωτεύουσά του. Η Αλεξάνδρα Τσόλκα από την κλήση μέσω messenger με καθησυχάζει. «Πάρε τρένο κι έλα. Άλλο ένα μισάωρο είναι. Τουλάχιστον, είδες και την γενέτειρα του Μαρκ Τουέην»
Με έχω συνηθίσει σε κάτι τέτοια, ποτέ δεν ήμουν ικανή με τα ΜΜΜ και τους προσανατολισμούς, εδώ στην Αθήνα ακόμα μπερδεύομαι. Τι να κάνω λοιπόν; Περίμενα το τρένο που ερχόταν σε καμιά ώρα. Έκανα ένα τσιγάρο με έναν άστεγο μαύρο, τον Μωυσή, έφαγα ένα subway sandwich (τα λατρεύω), δούλεψα λίγο στο λάπτοπ. Και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο ελληνικό και πολύβουο σπίτι της Αλεξάνδρας.
Το Spingfield είναι μια σχετικά κακόφημη γειτονιά με υψηλή εγκληματικότητα. Πολλοί Πορτορικανοί ζουν εκεί με τις οικογένειές τους. Υπάρχουν τα κλασικά, αμερικανικά προκάτ σπίτια και τα πανέμορφα βικτωριανού στιλ στα οποία βικτωριανά ζουν από το κράτος εξαρτημένα από το ποτό και τον τζόγο άτομα. Το Forest Park είναι μια όαση. Τα δέντρα έξω από τα τακτοποιημένα σπίτια με τα παρτέρια και τα mail boxes είναι ροζ, κόκκινα, φούξια. Σκίουροι μπαινοβγαίνουν στους κάδους, πουλιά με βυσσινί κοιλιές τιτιβίζουν εδώ και εκεί. Μονοτονία, τάξη, πρασινάδα, γκρίζες και κόκκινες σκεπές.
Οι άνθρωποι δεν περπατούν, μόνο οδηγούν τα μεγάλα τους αυτοκίνητα. Οι μέρες περνούν με καφέδες, γράψιμο και σύντομες βόλτες. Με πήγαν σε ένα American sports bar για μπέργκερ και coctails. Έβαλα 3 δολάρια στο juke box κι έπαιξα το Smooth του Santana. Με τον Κερκυραίο ιδιοκτήτη του μαγαζιού συζητάμε με τις ώρες, βρίσκεται Αμερική από το 1970 και την αγαπά για την κοινωνική της πολιτική, τις ευκαιρίες της… Ρωτά για την Ελλάδα. Του λέω. Θέλω να μιλώ νηφάλια, αλλά μεταδίδω την απογοήτευσή μου. Ρωτάω κι εγώ. Βρισκόμαστε, μου λέει, στην πόλη από όπου ξεκίνησε το μπάσκετ, το βόλεϋ, η μοτοσικλέτα, το αεροπλάνο και το αυτοκίνητο.
Πήγαμε και Βοστώνη. Αυτή είναι η πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης και την αποκαλούν Αθήνα της Αμερικής και καλά κάνουν. Πανεπιστημιάρες, πάρκα, περατζάδες απίστευτες και εξαιρετικά μαγαζιά. Συνάντησα τον Δημήτρη Ιωαννίδη, φίλο και συνεργάτη της οικογένειας της Αλεξάνδρας-πρόκειται για έναν από τους καλύτερους δικηγόρους και είναι Έλληνας, Βορειοελλαδίτης.
Μου χαρίζει το βιβλίο του και μια από τις πιο ουσιαστικές συνεντεύξεις της ζωής μου. Βρέχει και, λίγο πριν φύγουμε από εκεί, ο καιρός αρχίζει πάλι να χαμογελά. Μας τη σπάει λίγο. Στο αμάξι για την επιστροφή κοιτάζω τη φωτογραφία της συνάντησης που είχαμε, εκτός από τον Ιωαννίδη, και με τρεις εξαιρετικούς πανεπιστημιακούς, με θέμα συζήτησης μαζί μας και με τον δικηγόρο, την μουσική του Theodore Antoniou, κορυφαίου συνθέτη, μαέστρου, καθηγητή σύνθεσης και ιδρυτή του ALEA III. ( https://www.aleaiii.com/ )
Μερικές μέρες μετά, έχοντας φάει πολύ, δει ταινίες, κάνοντας ωραίες βόλτες με την Αλεξάνδρα-και μια συνέντευξη!- σε κοντινά σημεία για ψώνια και χάζεμα, επιστρέφω ξανά μανά στην πολυπόθητη Νέα Υόρκη, αυτή την άγρια γκόμενα που δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν στον εαυτό της. Και αφήνομαι στις φροντίδες και τις ξεναγήσεις του Σπύρου Εξάρα και των φίλων μου που ζουν εκεί.
Η Πλατεία, η Γέφυρα, το Μεγάλο Μήλο και η Μικρή Εγώ
{Στιγμές, φωτογραφικά κλικ, σφηνάκια στιγμιοτύπων}
- Περπάτημα στην Times Square, χιλιάδες κόσμου, πλάι μου ένας Έλληνας μπαμπάς και τα δύο του παιδάκια, κιτς επιγραφές, άπειρα φαγάδικα, τουριστικά μαγαζιά με σουβενίρ στα οποία δουλεύουν Ινδοί και Πακιστανοί.
- Σάντουιτς με pastrami και minced beef, ό, τι καλύτερο σε street food. Hot dog έξω από το Metropolitan Museum, στο οποίο τρέχει έκθεση με τα μουσικά όργανα κορυφαίων της ροκ σκηνής.
- Απόγευμα και νυχτώνει στη γέφυρα του Brooklyn με θέα ουρανοξύστες. Αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι στο κέντρο της γης.
- Αστόρια: οι Ελληνάρες μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών με το υφάκι και οι παλιοί Έλληνες των πολύ προηγούμενων δεκαετιών με την διάπλατη καρδιά, η Athens Square και ο Εθνικός Κήρυξ με τα εθνικιστικά του κείμενα. Κακά γκράφιτι με προτομές αρχαίων και παγωμένος καφές με καλαμάκι στα τραπέζια.
- Το gig του Σπύρου Εξάρα σε μαγαζί στο Manhattan που το έχουν δύο Τούρκοι, σαν γαλλικό μπιστρό με κρασί, εσπρέσο, σοκολάτα και το πιο νόστιμο φιλέ μινιόν της οικουμένης.
- Mac n cheese σε πεντάμορφο μπαρ με Σπύρο, Γιάννη Μετεκίδη και φίλους. Έδωσα το διαβατήριό μου στην είσοδο. Μπαινοβγήκα, σαν τζάνκι, για τσιγάρο 3 φορές.
- Λεωφορείο νύχτα από τον σταθμό που βρίσκεται απέναντι από τους New York Times με την θεϊκή, φωτεινή επιγραφή. Πρέπει να πάω στο Νιου Τζέρσι στο σπίτι του Σπύρου. Κατεβαίνω σε λάθος στάση, με την βοήθεια του οδηγού συνεννοούμαι με τον Σπύρο κι αυτός με παραλαμβάνει από μια παντέρημη και ολοσιώπηλη συνοικία. Φοβήθηκα.
- Ο Τάκης Κουβατσέας, πάλαι ποτέ celebrity drummer και νυν και αεί εξερευνητής του κόσμου-πλέον, συνιδιοκτήτης ενός ελληνικού εστιατορίου με άποψη και πολύ φιλόξενος, αν και πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Κερνάει καφέ, φαγητό και θεσπέσια παντζαροσαλάτα.
- Οι μουσικοί του δρόμου και του μετρό, η θεόψηλη, μαύρη τρανς με το σορτσάκι-βρακάκι και τα τριώροφα τακούνια, το wi fi των starbuckc, το Central Park και ο επίσης μαύρος George που με βοήθησε να μην χαθώ (πήραμε σταφύλια και όσο τα τρώγαμε μιλάγαμε για Αμερική, Ελλάδα, κόσμο), το ταξί με το διαχωριστικό μέσα, ο φίλος Τιμολέων που με κέρασε κρασί και που πήγαμε να ψωνίσω σουβενίρ κι έσπασα ένα γυάλινο αξίας μες στο μαγαζί και γελάγαμε παρέα, η βραδιά που τζαμάρανε Αφροαμερικανοί μουσικοί και τραγουδιστές σε μια φοιτητογειτονιά της Νέας Υόρκης-φάγαμε κοτόπουλο και μοτσαρέλα στικς. Δεν έχω ακούσει ποτέ μου περισσότερη γκρούβα και πάθος και τρέλα επί σκηνής. Κι ήταν απλώς ένα jamming session.
- Η οσμή σέλερι, πλαστικού και καυσαερίου που αναδίδει ολόκληρη η πόλη. Σπίτια πανάκριβα σε απρόσμενα σημεία-εδώ μένει ο Ντι Κάπριο, εδώ έμενε ο τάδε, η τάδε. Μια κοπέλα μού ζητά τσιγάρο έξω από ένα γωνιακό μεξικάνικο. Οι Αμερικανοί δίνουν έναν σκασμό λεφτά για να φάνε ιταλική πίτσα και ελληνικό τυροπιτάκι. Η Αν Χάθαγουεη σε αφίσες στο δρόμο. Πολλοί Κινέζοι. Πολύ Halal Food σε καντίνες με ροδάκια κάθε δύο τετράγωνα.
- Καλιφορνέζικα κρασιά, τεράστιο steak medium ψημένο, σούπερ μάρκετ με μπιτόνια γάλακτος και τεράστιες συσκευασίες σνακ. Απίστευτη κίνηση στους δρόμους, σταμάτα ξεκίνα, κυριολεκτικά. Σε ένα λεωφορείο μια Μεξικάνα με τα τρία της παιδιά μιλά γάργαρα στο τηλέφωνο. Ισπανικά… όαση μες στην αγγλικίλα των χιλίων προφορών, όπως μιλιούνται από τους ανθρώπους στην Αμερική. Πάμπλουτοι, πάμφτωχοι, ένας με δύο τζιπ, άλλος με δίχως παπούτσια, κυριλέ και λούμπεν, παράδοξες συγκατοικήσεις όλων των ανθρώπινων εκδοχών. «Εδώ ο χρόνος είναι χρήμα», μου λέει ένα παιδί που μέχρι πριν τρία χρόνια ζούσε σε μια μικροαστική αθηναϊκή συνοικία και έπινε ποτό στα μπουζούκια τα Σάββατα. Σκληράδα, απανθρωπιά, αλλά και ευγένεια. Οι περισσότεροι προνομιούχοι έχουν σπουδάσει και συνεχίζουν ες αεί. Μεταπτυχιακό στο μεταπτυχιακό…
Φεύγω χωρίς να καταλάβω πώς πέρασαν οι μέρες, αλλά είμαι γεμάτη, χορτάτη, περήφανη για τους δικούς μου που διαπρέπουν εκεί, τολμάω να ονειρευτώ ότι κι εγώ ίσως θα μπορούσα, ανανεώνω ραντεβού, επιβιβάζομαι στο αεροπλάνο και, πάνω από τα σύννεφα, βλέπω το Bohemian Rapsody, κλαίω βουβά ανάμεσα σε εκατοντάδες επιβάτες που κοιμούνται.
Ερωτεύομαι τον Μέρκιουρι κάπου ανάμεσα Νέας και Γηραιάς Ηπείρου. Πρέπει να φτάσω Αθήνα. Έχω τόσα να γράψω, να μοιραστώ. Να δείξω φωτογραφίες, να δώσω δωράκια, να κοιμηθώ δυο μέρες στη σειρά για να στανιάρω…
Bye bye, USA, see you soon.