Ένα πολύ ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα στην καρδιά της Αθήνας, είναι μια κάποια πρόκληση. Και ένας προαύλιος χώρος ενός σχολικού κτηρίου για να παρακολουθήσεις την τελετή αποφοίτησης των μαθητών της Γ Λυκείου, είναι ίσως και μια δοκιμασία.
Βρέθηκα λοιπόν στη Λεόντειο Σχολή Πατησίων, που φέτος κλείνει τα 100 χρόνια παρουσίας στα εκπαιδευτικά δρώμενα της χώρας. Θέλω απλά να σας μεταφέρω κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν από την ένωση κτηρίου και ανθρώπων και περισσότερο από την ομιλία του Χρήστου Νάκη, Γενικού Διευθυντή της Σχολής.
Χαρούμενα πρόσωπα, γέλια και πειράγματα. Έβλεπες στα μάτια των παιδιών το πολλά υποσχόμενο καλοκαίρι και ίσως το πολλά υποσχόμενο μέλλον, όπως το καθένα από αυτά το έχει οραματιστεί. Χαμογελώ εσωτερικά και αυτοσαρκάζομαι με την κριτική οπτική μου για τις ενδυματολογικές επιλογές πολλών εξ αυτών· οι δεκαετίες αλλάζουν, οι γενιές ακολουθούν η μια την άλλη, το χάσμα πότε γιγαντώνεται πότε γεφυρώνεται. Άσε τα παιδιά, λέω από μέσα μου, και ρίχνω το βλέμμα μου στο κτήριο. Καθαρές γραμμές, μεγάλα παράθυρα, αρμονικές συμμετρίες, χαλαροί χρωματισμοί. Συνειδητοποιώ πως τα σχολεία λούνα παρκ δεν μ’ αρέσουν. Αυτά τα πολύχρωμα που θυμίζουν παιδότοπους. Σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι εργάστηκαν για αυτό, πόσοι σπούδασαν, πόσοι δίδαξαν πόσοι, πόσοι… Έτσι καταλαβαίνεις τη σχετικότητα, τη μερικότητα, και τη διαφορά του ανθρώπινου από τον ιστορικό χρόνο.
Στο βήμα ανεβαίνει ο διευθυντής. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος του φορμαλισμού και των τυπικών χαιρετισμών, αλλά…:
«Αξίζει, λοιπόν, να σταθείτε λίγο κατά την ημέρα αυτή και να αναστοχαστείτε όσα έχετε ζήσει και αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα στα χρόνια της φοίτησής σας στις σχολικές αίθουσες καθώς και στην υπόλοιπη ζωή σας».
Κρατώ τη λέξη «αναστοχασμός». Αν έμπαινε θέμα στην Έκθεση δεν ξέρω τι θα γινόταν. Όπως δεν ξέρω τι θα απαντούσε και ένας ενήλικας αν του έκαναν την ερώτηση: «Αναστοχάζεστε;»
«Έχετε την τύχη να είστε κάτοικοι της Αθήνας, της πόλης με την αδιάκοπη ιστορική πορεία αιώνων, της πόλης που πριν από περίπου 2500 χρόνια έθεσε τα θεμέλια του πολιτεύματος που ονομάζουμε δημοκρατία. Οι πρόγονοί μας ήταν αυτοί που τόλμησαν να πιστέψουν (κάτι πολύ δύσκολο έως αδιανόητο για την εποχή εκείνη) στην ατομική ελευθερία και στην ισονομία και κατάφεραν με αυτό τον τρόπο διακυβέρνησης να αποδείξουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η πειθαρχία και η ελευθερία μπορούν να συνυπάρξουν».
Ένας πυκνός λόγος που ξεκινά από 2500 χρόνια πριν και φτάνει στο σήμερα. Έννοιες που θεωρούνται αντιφατικές για τον σημερινό μέσο άνθρωπο. Αναρωτιέμαι για την ιστορική πορεία αυτών των αιώνων. Ο δάσκαλος καλεί σε περηφάνια. Άλλοι τα 2500 χρόνια μάλλον τα θεωρούν βραχνά.
Συνεχίζει με ένα αιχμηρό απόσπασμα της εξαιρετικής Μαρίας Ευθυμίου που ανεβάζει τους τόνους:
«Οι αρχές συνομιλούν με τα όρια και, επομένως, εξασκούν και ακονίζουν την εσωτερική μας πειθαρχία. Ο υγιής συνδυασμός των στοιχείων αυτών οδηγεί τον άνθρωπο σε δρόμους στοχασμού, σεβασμού, μέτρου και αισθαντικότητας, κάνοντάς τον ελεύθερο. Αλλιώς – το αντίθετο- η ασυδοσία τον υποδουλώνει στην αναίδεια, στη θρασύτητα, στη μικρότητα, στη χυδαιότητα, στην αναλγησία και στην βαρβαρότητα».
Εκπληκτικό να ακούγονται τέτοια λόγια σε μια «τυπική» αποφοίτηση. Το να κρούεις τον κώδωνα του κινδύνου δεν είναι και το πιο αναμενόμενο.
Τα λεπτά περνούν. Στο τέλος ακούω «Δεν θα έχει καμία αξία και κανένα βαθύτερο νόημα η όποια επιτυχία στην οποία θα φτάσετε, είτε προσωπική, είτε κοινωνική, είτε επαγγελματική, αν οι μοναδικοί αποδέκτες είστε μόνο εσείς κι ενδεχομένως κάποιοι από το άμεσο περιβάλλον σας. Στο πέρασμα των χρόνων και στην αλλαγή των γενεών αξία, αναγνώριση και αποδοχή υπάρχει για τα επιτεύγματα εκείνα που εξασφαλίζουν όφελος για το σύνολο και η επίδρασή τους είναι μακροχρόνια και καθοριστική για την
πορεία ή και την αλλαγή του κόσμου μας προς το καλύτερο».
Αυτή η οπτική καλεί σε ενατένιση πέρα από το ιδιωτικό και το ατομικό. Κάτι που σήμερα φαίνεται να έχει κερδίσει και να χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Η ώρα περνάει, τα παιδιά ετοιμάζουν για να παρουσιάσουν τα δικά τους δημιουργήματα.
Η ομιλία κλείνει απλά:
«Ακολουθήστε το παράδειγμα του, έτσι όπως μας προτρέπει ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης: “Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημά του ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένης μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα”. Σας ευχαριστώ πολύ».