Διαβάσαμε τον «Δήμιο», το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του Χρήστου Παναγιωτάκη από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής». Πρόκειται για ένα έμμετρο μονόπρακτο θεατρικό έργο, γραμμένο σε έναν ζωντανό και άψογο ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο.
Η συνταγή
Ο Χρήστος Παναγιωτάκης καταπιάνεται με ένα ιδιαίτερο θέμα. Η τυχαία συνάντηση ενός δήμιου και η σύγκρουσή του με τη Δωροθέα, μια γυναίκα της υπαίθρου και δεινή ξυλοκόπο, μεταβάλλεται σε μία «πάλη ιδεών» για το δίκαιο, την εκδίκηση, το σαδισμό, την υποταγή, το καθήκον, τον θάνατο. Η γυναίκα εμφανίζεται στο δρόμο του δήμιου (ή μάλλον εκείνος εμφανίζεται στον δικό της) τη στιγμή ακριβώς που ψάχνει κάποιον συνεχιστή στο «θεάρεστο» έργο του. Όσο ανήκουστο κι αν φαίνεται αρχικά, η Δωροθέα θα είναι πράγματι η πρώτη γυναίκα δήμιος και θα πρέπει να μάθει τα μυστικά της δουλειάς (τις τεχνικές του σπαθιού, της λαιμητόμου, της κρεμάλας αλλά και την κατάλληλη θεατρικότητα που απαιτείται κατά τη διάρκεια των εκτελέσεων, για να μην μείνει το «αιμοδιψές» κοινό απογοητευμένο). Το επεισόδιο είναι μια συνεχόμενη λεκτική αντιπαράθεση, από την οποία δε λείπουν όμως ούτε η παραστατικότητα ούτε το συναίσθημα. Όλα διαδραματίζονται σε έναν απροσδιόριστο χώρο και χρόνο, μιας και ο ρόλος του δημίου εμφανίζεται παντού και πάντα στην ιστορία, και ολοκληρώνονται μέσα σε λίγες μόνο ώρες -υπάρχει δηλαδή, ενότητα χώρου αλλά και χρόνου.
Τα υλικά
Είναι δύσκολο να χειριστεί κάποιος με τόση μαεστρία την ομοιοκαταληξία και το μέτρο, ώστε να μη χάνεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέσα σε μια υπνωτιστική ρυθμική λούπα. Το κείμενο του κ. Παναγιωτάκη όμως, ρέει, είναι ζωντανό και ο λόγος των χαρακτήρων έχει τόση δύναμη και θεατρικότητα που από ένα σημείο της ανάγνωσης και μετά, σχεδόν ξεχνάω ότι διαβάζω και νιώθω σαν να παρακολουθώ την ίδια την παράσταση. Η γλώσσα είναι απολαυστική, πάλλουσα, πλούσια, προφορική αν και μελετημένη, με πολλά στοιχεία από τη δημοτική ποίηση να εμφανίζονται ατόφια (κορφέψει, μέλλει κ.ά.). Σαν ένα ανάστροφο ακριτικό τραγούδι, που αντί να αφηγηθεί με επικό τρόπο τα κατορθώματα ενός γενναίου Διγενή, μας ξεσκεπάζει λίγο λίγο τη γελοιότητα ενός υποταγμένου στο καθεστώς εκτελεστή. Τη γελοιότητα και τη μοναξιά του, γιατί ο δήμιος είναι πραγματικά μόνος και αποκομμένος από τον κόσμο. Οι ιδέες διαφαίνονται ξεκάθαρα, λάμπουν μπροστά μας, χωρίς να θυσιάζεται τίποτα από το νόημα στο βωμό μιας ευφάνταστης ρίμας. Ιδιαίτερο είναι και το μεταδραματικό στοιχείο, τις στιγμές που ο δήμιος διδάσκει τη Δωροθέα κι επιμένει στο πώς πρέπει να είναι οι κινήσεις της, το σώμα της, το βλέμμα της, όταν, δηλαδή, τη σκηνοθετεί, μιας και θα υπάρχει κοινό πάντα («εκτέλεση χωρίς κοινό μ’ άψυχο σώμα μοιάζει»). Άλλωστε, αν δεν προκαλείται τρόμος σ’ αυτούς που παρακολουθούν, πώς θα χρησιμεύσει ο θάνατος του παραβάτη ως νουθεσία για τους υπόλοιπους;
Η γεύση
Η Δωροθέα, έχει μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου από τον δήμιο. Ο μεν θεωρεί πως όταν αφαιρεί τη ζωή ενός κλέφτη ή μιας μάγισσας κάνει το καθήκον του, είναι προστάτης ενός δίκαιου συστήματος και προσφέρει στο κοινό καλό, ενώ η δε τον θεωρεί έναν εκτελεστή του δικαίου μονάχα των ισχυρών και συνεπώς συνένοχο στα εγκλήματά τους. Δείχνει να είναι ο γνωστός σε όλους μας άνθρωπος-γρανάζι, που του αρκεί να έχει έναν ρόλο, όποιος κι αν είναι αυτός. Καλός; Κακός; Μικρή σημασία έχει. Η Δωροθέα έχει μέσα της οργή για όσους της έχουν στερήσει ακόμα και τα όνειρα, «θέλω μονάχα τα σωστά κεφάλια να θερίζω, που δεν μου επιτρέπουνε στιγμή να ανασάνω κι ούτε στον ύπνο όνειρα μ’ αφήνουνε να κάνω», αλλά και μια δυναμική, στέρεη και προταγματική σχεδόν επιχειρηματολογία ενάντια στην εξουσία. Δέχεται να γίνει η συνεχίστρια δήμιος, αλλά αυτό που την κινεί είναι η εκδίκηση. Οι ιδέες των δύο αναδύονται καθαρές μέσα από την λεκτική τους αντιπαράθεση και μας παρουσιάζουν δύο μορφές πραγματικές, αλλά που λειτουργούν και σε συμβολικό επίπεδο. Δύο μορφές-εκφραστές δύο κόσμων, που ξέρουμε πως αναπόφευκτα, απ’ τη στιγμή που συναντήθηκαν, θα συγκρουστούν.
Η επίγευση
Αφήνω την ανάγνωση να «κάτσει» για μια μέρα. Νιώθω πως διάβασα ένα πραγματικά ορμητικό βιβλίο (και μιας και δεν μπόρεσα να δω την παράσταση, ελπίζω να ξαναπαιχτεί για να έχω την ευκαιρία να το δω ολοκληρωμένο, ζωντανό επί σκηνής). Αυτό που μου μένει κυρίως –η επίγευση– είναι η όμορφη γλώσσα, η ευκολία και η φυσικότητα με την οποία εκφράζονται οι χαρακτήρες, παρά τους μορφολογικούς περιορισμούς του δεκαπεντασύλλαβου και της ομοιοκαταληξίας. Σαν ηθικό δίδαγμα, χωρίς να έχω ιδέα αν αυτός ήταν ο σκοπός του κ. Παναγιωτάκη, κρατάω τη σκέψη πως οι πράξεις μας μάς ανήκουν, ασχέτως αποτελέσματος, ασχέτως ιδεολογίας, ακόμα κι αν καθοδηγούνται από εντολές που έχουμε δεχτεί.