Ο Γιάννης Σωκρατίδης, ο άνθρωπος που ανακάλυψε τους Olympians, μοιράστηκε με το Η Πόλη Ζει το κείμενο που εκφώνησε ως διευθυντής της Polygram Θεσσαλονίκης σε μια από τις πολιτιστικές συναντήσεις που έγραψαν ιστορία.
Το Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Ραδιοφωνίας πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη το τριήμερο 14-15-16 Οκτώβρη.
Ο Γιάννης Σωκρατίδης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Οικονομικά. Το 1960 πρωτοεργάστηκε στην εκδοτική εταιρεία «Ίκαρος» και πέντε χρόνια αργότερα οργάνωσε το υποκατάστημα της τότε δισκογραφικής εταιρείας «Ελλαδίσκ» και μετέπειτα «Polygram» στην Βόρεια Ελλάδα.
Εκτός, από τους Olympians «έβγαλε» και άλλες μπάντες που έγραψαν ιστορία την δεκαετία 60-70: Strangers, Blue Birds, Βόρειοι. Το 1970, ανέλαβε διευθυντής στην εταιρεία Γ. Ορφανίδη που είχε αγοραστεί από την «Ελλαδίσκ». Το 1972, πήγε στην Κύπρο ως διευθυντής του υποκαταστήματος του C.B.S, ενώ από το 1974 έως το 1978 ήταν ο product sales και export manager της Polygram, όταν ακόμα λεγόταν Phonogram.
Σήμερα, ζει στην Θεσσαλονίκη και αναπολεί εκείνα τα χρόνια της μουσικής, των δίσκων και του ραδιοφώνου, ενώ πιστεύει ότι το είδος του αμιγώς μουσικού ραδιοφώνου είναι κάτι που εκλείπει.
Σε μια σύντομη τηλεφωνική μας συνομιλία, μου είπε ότι με τον Πασχάλη Αρβανιτίδη από τους Olympians συναντιούνται ακόμα και αλληλοεκτιμώνται πολύ, όπως επίσης ότι, αν και μεγάλωσε σε ένα σπίτι με κλασική μουσική παιδεία, αισθανόταν πάντοτε ενθουσιασμό ακούγοντας λαϊκό, ποπ και ροκ μες στα δεκάδες χρόνια εργασίας του στις εταιρείες.
Ακούει καθημερινά αρκετή μουσική, ταξιδεύει όσο γίνεται και δεν επιθυμεί να εξοικειωθεί με πλατφόρμες μουσικής όπως το youtube.
Η ομιλία του, την οποία εμπιστεύθηκε στο Η Πόλη Ζει, θα μπορούσε, σε ορισμένα της σημεία, να είχε γραφτεί και εκφωνηθεί στις μέρες μας, δείγμα της διορατικότητας και οξυδέρκειας του κυρίου Σωκρατίδη, ενός ανθρώπου που εργάστηκε τίμια και αγόγγυστα όλα αυτά τα χρόνια.
Όμως, τότε αυτό που «σκότωνε την μουσική» ήταν οι ηχογραφήσεις σε λευκές κασέτες και όχι η δωρεάν κυκλοφορία της μέσα από το διαδίκτυο…
____________________________________________________________________________________________________________
Οι εταιρείες δίσκων παράγουν, διαφημίζουν, εμπορεύονται, διακινούν με μια λέξη την ελληνική και ξένη μουσική. Προσπαθούν να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες και τα όνειρα των συνθετών, στιχουργών, εκτελεστών, προβληματίζονται μαζί τους, κοπιάζουν, περνούν ατέλειωτες ώρες στα στούντιο, διακινδυνεύουν σημαντικά χρηματικά ποσά και στο τέλος επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν μαζί τους, μα και πάλι προσπαθούν.
Στον τόπο μας ξοδεύονται περισσότερα από 150 εκατομμύρια δραχμές τον χρόνο για την παραγωγή νέων ελληνικών δίσκων. Τα χρήματα αυτά αφορούν την αξία των ηχογραφήσεων που είναι ενοικιάσεις στούντιο, αμοιβή μουσικών-ενορχηστρωτών, και το κόστος αυτό ανεβαίνει όσο η τεχνολογία του ήχου γίνεται ποιοτικά καλύτερη.
Οι εταιρείες δίσκων δεν παράγουν μόνο ελληνική μουσική που είναι το 50% της ελληνικής αγοράς, αλλά εμπορεύονται και ξένους δίσκους εκτυπώνοντάς τους εδώ ή κάνοντάς τους εισαγωγή, κυρίως όσον αφορά την κλασική μουσική.
Σπάνια ελληνική εταιρεία δεν είναι αντιπρόσωπος ή υποκατάστημα μιας διεθνούς. Στους δίσκους με την ξένη μουσική, τη θέση της παραγωγής, σαν αξίας, την παίρνουν οι ιδιαιτερότητες της αποκλειστικότητας με τα λεγόμενα Guarantees (εξασφαλισμένες και πολλές προπληρωμένες πωλήσεις) και τα υψηλά ποσοστά που ζητούν οι καλλιτέχνες και οι παραγωγοί.
Έτσι, κάθε χρόνο κυκλοφορούν στην Ελλάδα περίπου 1000 νέοι δίσκοι και 600 νέες μουσικοκασέτες, απ’ τα οποία οι 200 δίσκοι και οι 200 μουσικοκασέτες με ελληνική μουσική.
Στην δουλειά του δίσκου τίποτε δεν είναι προεξασφαλισμένο. Οι εκπλήξεις, οι απογοητεύσεις και το κυνήγι της επιτυχίας την κάνουν να είναι, κατά την γνώμη μου, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες απασχολήσεις.
Η μουσική και το τραγούδι, όμως, για να γίνουν γνωστά πρέπει να ακουστούν, πρέπει να μεταδοθούν, και μάλιστα πολλές φορές, όχι για μια φορά και μόνο. Έτσι, το ραδιόφωνο, η μετάδοση, είναι βασική προϋπόθεση μετά την παραγωγ.
Εάν άλλα προϊόντα μπορούν να γίνουν γνωστά μέσα από τον τύπο, την αφίσα, ή με άλλα μέσα επικοινωνίας, η μουσική γίνεται γνωστή μόνο όταν ακουστεί. Έτσι λοιπόν, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είναι οι πρώτοι και καλύτεροι συνεργάτες μας και, μια και είμαστε συνεργάτες, πρέπει να βρούμε τους τρόπους γι’ αυτήν την συνεργασία.
Όλες οι εταιρείες έχουμε τμήματα δημοσίων σχέσεων, και μέσα απ’ αυτά προσπαθούμε να κάνουμε γνωστό το ρεπερτόριο που κυκλοφορούμε. Αυτά τα τμήματα πρέπει να τα οργανώσουμε έτσι, ώστε να φθάνουν και στον μικρότερο ραδιοφωνικό σταθμό δίσκοι, δείγματα και ενημερωτικό υλικό, με νέα γύρω από τους καλλιτέχνες μας, τις επιδιώξεις τους και τα σχέδιά τους.
Ένα αρχείο των ραδιοφωνικών σταθμών σας με τους κυριότερους παραγωγούς σας και τις ανάγκες σας για το ξένο ή το ελληνικό ρεπερτόριο θα ήταν χρήσιμο, σχεδόν απαραίτητο, σε κάθε εταιρεία δίσκων. Επίσης, πρέπει να ετοιμάσουμε για όλους τους καλλιτέχνες μας βιογραφικά σημειώματα με τη μέχρι σήμερα καριέρα τους, τις συνήθειές τους κτλ, ώστε οι παραγωγοί να διευκολύνονται όταν παρουσιάζουν τη δισκογραφία τους.
Πρώτα, με τους λίγους κρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι νέοι δίσκοι, κυρίως οι ξένοι, δεν προλαβαίνουν ούτε καν να ακουσθούν, οι λίγοι παρουσιαστές εκπομπών δεν τολμούσαν να επισκεφθούν τα γραφεία μας με τον φόβο μήπως χαρακτηρισθούν ότι προωθούν τη μία ή την άλλη εταιρεία.
Σήμερα, όλα άλλαξαν: τα ραδιόφωνα ξεχειλίζουν από μουσική , νέοι σταθμοί ανοίγουν κάθε μέρα που μεταδίδουν όλο το εικοσιτετράωρο. Μεγάλη είναι η αλλαγή που έγινε. Δυστυχώς για μας, μια από τις πρώτες εκπτώσεις είναι η μείωση κατά περίπου 20% περίπου των πωλήσεων των μουσικοκασετών, ιδίως της ξένης μουσικής, μια που οι νέοι μπορούν να ηχογραφούν μόνοι τους τη μουσική της προτιμήσεώς τους.
Είναι η πρώτη φορά που διαφημίζονται από το ραδιόφωνο οι μάρκες των λευκών κασετών. Διαφημίσεις όπως «Ηχογραφείτε καλύτερα χρησιμοποιώντας την ταινία…» ακούγονται σχεδόν κάθε μέρα. Στην Ελλάδα πωλούνται περισσότερες από 7.500 εκατ. λευκές κασέτες και τα μηνύματα που μας έρχονται από τα καταστήματα είναι ότι οι πωλήσεις της λευκής κασέτας ανεβαίνουν. Ας ελπίσουμε ότι αυτό είναι παροδικό και ότι οι νέοι θα καταλάβουν πως η ηχογράφηση που κάνουν στο σπίτι τους σκοτώνει τη μουσική.
Με την ευκαιρία αυτής της εισηγήσεως, που μ’ έκανε η ΔΕΘ να κάνω, σας γνωρίζω ότι ένας από τους μελλοντικούς στόχους της Ελληνικής Ομοσπονδίας Φωνογραφικής Βιομηχανίας είναι να υπογράψει και η Ελλάδα την Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης του 1961, η οποία προστατεύει τα δικαιώματα των εκτελεστών-ερμηνευτών και παραγωγών, τα λεγόμενα συγγενικά δικαιώματα και που στο άρθρο 12 αναφέρει και τις υποχρεώσεις των ραδιοφωνικών σταθμών.