Συστατικά στοιχεία των πόλεων. Τα βλέπουμε καθημερινά, ζούμε με αυτά. Συνυφασμένα με το αστικό τοπίο σε σημείο απόλυτο. Υπήρχαν πριν από εμάς και ελπίζουμε να συνεχίσουν και μετά.
Μια λέξη τη φορά, την ξεδιπλώνω, την κυκλώνω και την παρουσιάζω.
Λέξη πρώτη: το περίπτερο
Το περίπτερο
περίπτερο (το) ουσ. [ < μτγν. περίπτερον, ουδ. του επιθ. περίπτερος] (Κ περίπτερον) μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε κήπους για ανάπαυση, ή σε εξοχές ως κέντρο αναψυχής, ή για προφύλαξη από τις καιρικές μεταβολές || οικοδόμημα ή τμήμα οικοδομήματος για τη στέγαση εκθεμάτων || μικρό ξύλινο κτίσμα σε πεζοδρόμιο όπου πουλιούνται διάφορα μικροαντικείμενα (τσιγάρα, εφημερίδες κτλ.)
περίπτερος, –η, –ο επίθ. [ < μτγν. περίπτερος < περί + πτερόν] (Κ –ος, –ον) (για αρχ. ναό) που έχει κολόνες και στις τέσσερις πλευρές
Τα περίπτερα δημιούργησαν ένα ακόμα επίπεδο στην πόλη: μικροσκοπικά ορθογώνια κουτάκια σπαρμένα σε πεζοδρόμια, πλατείες, πάρκα, ΚΤΕΛ, στάσεις λεωφορείων. Η τέντα απαραίτητη, να στολίζει περιμετρικά το θαυματοποιό κουτί. Αυτά τα κίτρινα, ξύλινα κτίσματα, αρχικά τόσο μα τόσο μικρά, μόλις 0,70χ0,70 και έπειτα 1,30χ1,50, έγιναν ένα είδος ναού –να και η σύνδεση με την αρχαία έννοια της λέξης– παρόλο το ελάχιστο αρχικά εμπόρευμά τους. Εμφανίστηκαν τις πρώτες εκείνες δεκαετίες πριν ξεκινήσει για τα καλά η αστικοποίηση της Αθήνας, και συνέχισαν να μεγαλώνουν και να αλλάζουν μαζί της. Μπορεί κανείς να πει ότι τα περίπτερα πήγαν χέρι χέρι με την ιστορία της.
Εκεί μπορούσε ο καθένας να σβήσει τον νταλκά του παίρνοντας τσιγάρα, να ενημερωθεί διαβάζοντας τα κρεμασμένα στα μανταλάκια πρωτοσέλιδα των φυλλάδων, να γλυκαθεί με μία ΙΟΝ, να επικοινωνήσει με συγγενείς και φίλους που είχαν μείνει στο χωρίο με το τηλέφωνο που ήταν τηλέφωνο της γειτονιάς ολόκληρης, αργότερα να αγοράσει τηλεκάρτα, να φτιάξει τα μαλλιά με μία φουρκέτα ή ένα χτενάκι, να δροσιστεί με μία γκαζόζα ή ένα παγωτό ΕΒΓΑ… Ψιλολοΐδια για την καθημερινότητα, αλλά ουσία πολύ, φορτωμένη στις τέσσερις πλευρές τους.
Ο περιπτεράς ήταν ο αρχηγός του περιπτέρου αλλά και ο μάγος της γειτονιάς, που μπορούσε να σου δώσει αυτό που θέλεις πριν καλά καλά το ζητήσεις. Ήξερε τι τσιγάρα καπνίζεις, σε ποια παράταξη ανήκεις, ποια κοπέλα ή ποιο αγόρι αγαπάς, πόσο σ’ αρέσει που βρέθηκες στην Αθήνα από το χωριό… Βέβαια, υπήρχαν και οι περιπτώσεις που, στη χούντα για παράδειγμα, κάποιοι περιπτεράδες, αυτή τους τη μαγική ιδιότητα την εξαντλούσαν σε ρουφιανιλίκια…
Τα περίπτερα ήταν μία γειτονιά μέσα στη γειτονιά. Σημεία συνάντησης, αναφοράς, ξεκούρασης, στάσης, αναμονής. Πραγματικά, εκτός από την τηλεόραση, δεν ξέρω αν υπήρξε κάτι άλλο τόσο μικρό που να κατάφερε να ασκήσει τόση επιρροή στην καθημερινότητα των ανθρώπων!
Το πόσο συνυφασμένα είναι με το –αστικό– τοπίο της Ελλάδας φαίνεται και από το πόσο μας λείπουν όταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό: «Μα καλά, πώς ζούνε χωρίς περίπτερα αυτοί εδώ; Ποιον ρωτάνε όταν χάνονται;»
Μια ωραία πρωία, αποφάσισαν ότι τα περίπτερα όπως ήταν δεν κάνουν πια καλά τη δουλειά τους, πρέπει να γίνουν λιγότερα, και όσα μείνουν πρέπει να συμμορφωθούν με τους αισθητικούς κανόνες της νέας εποχής: πολύ πλαστικό, πολλή ασπρίλα, πολλή φασαρία. Α, και προφανώς αυτά τα σύγχρονα περίπτερα –πόσο περίεργη μοιάζει η λέξη σύγχρονο, πλάι στη λέξη περίπτερο!– λέγονται πλέον kiosky’s… Ξεχειλίζουν από προϊόντα πάσης φύσεως, συναγωνίζονται σε ποικιλία όχι τα ψιλικατζίδικα αλλά τα μίνι μάρκετ. Υπάρχουν κι αυτά που γίνανε κανονικές βιτρίνες και πουλάνε πράγματα απολύτως άσχετα με αυτά που θα έβρισκες σε ένα κλασικό περίπτερο – σουβενίρ για τους τουρίστες, θήκες για κινητά, θρησκευτικές εικόνες(!).
Το οξύμωρο είναι ότι ενώ πλέον είναι φορτωμένα με ένα σωρό πράγματα, έχουν διογκωθεί, έχουν απλώσει στον χώρο, ταυτόχρονα έχουν καταφέρει να χάσουν όλη τους τη γοητεία, έχουν μικρύνει αισθητικά και κοινωνικά.
Το περίπτερο δεν είναι πλέον «σημείο», έχει χάσει τη ρομαντικότητά του· όπως καταφέρνει να κάνει σε όλα τα συμβάντα η Αθήνα, τα αποξηραίνει, τα αποστραγγίζει και τελικά τα αφήνει στη μοίρα τους. Το περίπτερο δεν είναι πλέον κάτι, παρά άλλο ένα στοιχείο της πόλη όπως όλα τ’ άλλα – και χωρίς τηλέφωνο, χωρίς εφημερίδες, πώς να μοιραστεί την ιστορία του το δύστυχο;
Για την ιστορία…
*Οι ρίζες των περιπτέρων βρίσκονται στα μικρά καπνοπωλεία του 1828, τα οποία εμφανίστηκαν μετά την απελευθέρωση στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στην Αθήνα.
*Τα περίπτερα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ξεκινάνε μετά το 1911, όταν το ελληνικό κράτος, ψάχνοντας τρόπο για να βοηθήσει όλους όσοι πολέμησαν για την πατρίδα –κυρίως τραυματίες και ανάπηρους πολέμου–, αποφασίζει να τους δώσει κάποιες άδειες πώλησης καθημερινών προϊόντων ως ευεργέτημα. Μετά το ’44, στους δικαιούχους προστέθηκαν και τα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
*Το 1934, ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε το περίπτερο με το όνομα Μινιόν, αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Για πρώτη φορά κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου και τις μετατρέπει σε βιτρίνες όπου εκθέτει διάφορα είδη: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια κ.λπ. Το εγχείρημά του έμελλε να γίνει ο προπομπός του πολυκαταστήματος «Μινιόν».
*Ο νόμος 4046/2012 είναι αυτός που προέβλεπε ότι οι υφιστάμενες άδειες διατηρούνται σε ισχύ, αλλά δεν μεταβιβάζονται, ούτε κληρονομούνται. Αυτή ήταν ουσιαστικά και η αρχή του τέλους. Το 2014 ο Δήμος Αθηναίων εφαρμόζει πρόγραμμα κατεδάφισης των εγκαταλελειμμένων περιπτέρων, τα οποία υπολογίζονται σε περίπου 300. Από τότε βέβαια, έχουν εξαφανιστεί πολλά περισσότερα. Συγκεκριμένα, από τα 9.904 περίπτερα που λειτουργούσαν το 2010, το 2020 είχαν μείνει ανοιχτά μόλις τα 4.985.
Τα λέει καλά και ο Φοίβος στο ομώνυμο τραγουδάκι του: