Κατεβαίνω στο κέντρο της Αθήνας. Αχαΐρευτο και αγαπημένο “downtown“. Σκονισμένα στενά καβαλάνε το ένα το άλλο σε έναν άκομψο λαβύρινθο που σε αποπροσανατολίζει και σε απορροφά ……στο κέντρο της γης, στον κύκλο των καταραμένων που πια έχουν χάσει κάθε ελπίδα να δουν ξανά το φως της εξόδου.
Λατρεύω να περπατώ στα ανώμαλα πεζοδρόμια. Διάσπαρτα μεταλλικά ρολά διακοσμημένα με αρχαϊκά ιερογλυφικά και πόρτες εισόδου από παλιές πολυκατοικίες που κάποτε είχαν λάμψη και κύρος και προϊδέαζαν την ψυχή ότι όλα είναι εφήμερα και αυτό που κάποτε ήταν υπέροχο και δυνατό, σήμερα δεν είναι παρά σκόνη και άρωμα μιας ξεχασμένης μουσικής.
Το σενάριο είναι ανησυχητικό. Θυμίζει εκείνα τα έργα “cyber–punk” της δεκαετίας του ογδόντα: “blade runner” ή “escape from New York“. Δρομάκια και πλατείες είναι σχεδόν άδεια. Ένας μεσήλικας άντρας, με πράσινη μπλούζα και μαύρη μάσκα περνάει βιαστικός, με νευρικές κινήσεις, κοιτάει ύποπτα γύρω του και εξαφανίζεται πίσω από μια αλουμινένια πόρτα. Δύο κορίτσια, ένα ψηλό και άκομψο, και το άλλο πιο κοντό και με αιχμηρό βλέμμα, περπατούν δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλάνε. Η μάσκα καλύπτει το στόμα, την μύτη και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου τους. Τους βλέπω να απομακρύνονται και ο ήχος των βημάτων στο πεζοδρόμιο αντηχεί στο κεφάλι μου και σηματοδοτεί τον ρυθμό των σκέψεων μου, αφήνοντάς μου μια αγωνία που θα με συνοδεύει στον υπόλοιπο περίπατο.
Ο χρόνος κυλάει ανεξήγητος στην απουσία από φωνές, πάνω στον άσφαλτο, τρυφερό και άσπλαχνο της Αθήνας. Τα αβέβαια βήματά μου κυνηγούν το άρωμα από παλιά καφενεία και τα νέον που αναβοσβήνουν μου ψιθυρίζουν την μάταιη ελπίδα μιας εξασθενημένης θαλπωρής. Αναμνήσεις από λόγια και ρακή γλιστράνε στην άχρηστη νύχτα. Σπίθες από ομορφιά αναβοσβήνουν στροβοσκοπικά πάνω στα ερείπια των αναμνήσεων μου και το πρωί θα έρθει, ανύποπτο, και θα μου αφήσει στο στόμα την μεταλλική γεύση ενός παρελθόντος που θα μπορούσε να ήταν.
Σκάβω στα συντρίμμια της μνήμης μου να αναβιώσω έναν Θεό, που ισχυρός και απερίσκεπτος, μπορεί να αντικαταστήσει τις βεβαιότητες των στατιστικών και των τηλεοράσεων. Τα θέατρα κατέβασαν την αυλαία, οι κινηματογράφοι έκρυψαν τους προβολείς, οι φοιτητές εγκατέλειψαν τις πλατείες, οι μουσικοί παρέδωσαν τα όργανα, τα παιδιά αρνούνται να παίξουν, οι ποιητές γράφουν μοιρολόγια.
Και αυτή η πόλη, πονεμένη και τσαλακωμένη, είναι πράγματι ακόμη ζωντανή;
Και αυτή η πόλη, παραμορφωμένος καθρέφτης των μύθων της Βαβυλώνας, σε πόσα άλλα αδικήματα και προσβολές θα πρέπει να αντιστέκεται;
Και αυτή η πόλη, μικρογραφία των αντιφάσεων ενός ολόκληρου πλανήτη, αξίζει την μοίρα που της προμηνύεται;
Η Αθήνα είναι άρρωστη. Ο κόσμος είναι άρρωστος. Δεν είναι η “κοινωνική απόσταση” η μαγική συνταγή που θα μας βοηθήσει, αντίθετα η επιστροφή στο ανθρωπιστικό πνεύμα και στην ομαδική αλληλεγγύη. Δεν είναι η κοινωνία που πρέπει να σώσει το άτομο, αλλά το άτομο που πρέπει να σώσει την κοινωνία. Αν το άμεσο μέλλον μας φοβίζει και μας θυμίζει φυλακή πρέπει να το αλλάξουμε, αλλά για να το αλλάξουμε, πρέπει πρώτα να μάθουμε να ονειρευόμαστε και να φανταζόμαστε μια κοινωνία χωρίς φόβους και χωρίς φυλακές.