ΠΟΛΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Πολυκατοικίες ψηλές και κοντές, μαγαζάκια κλειστά και ανοιχτά, πλατείες, περίπτερα, μουσεία, ξενοδοχεία, κήποι, περνάει όλη η πόλη μπροστά από τα μάτια σου, καθώς κοιτάς από το παράθυρο. Σα σκηνικό στο θέατρο, όπου οι ηθοποιοί δεν αλλάζουν, αλλά βρίσκονται ξαφνικά από το παλάτι στο δάσος και από κει στους στάβλους. Είναι λες ΜΙΑ πόλη όλο αυτό; Εδώ το κάθε στιγμιότυπο έχει τους κατοίκους του, την αρχιτεκτονική του. Ή να ‘ναι άραγε μια συστάδα από εικόνες, μικρά χωριουδάκια ενωμένα, που τα κολλήσανε όλα μαζί και τα προβάλουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα; Στάσου… και ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ τι ήταν είπαμε;
Οι μαχαλάδες
Από ‘δω ξεκινάμε και εδώ θα καταλήξουμε. Ανατολίτικο παζάρι νοτιότερα της Ομονοίας, με κάθε καρυδιάς καρύδι, να κάνει συνεννόηση σε όλες τις γλώσσες ταυτόχρονα. Εδώ να προσέχεις, μπορεί να αγοράσεις φθηνά, μπορεί όμως να σου αδειάσουν και τις τσέπες. Κάπως απεριποίητο, κάπως παρατημένο, ζωηρό αλλά βουτηγμένο στο γκρίζο και την παρα-ύπαρξη τοπίο, που κρατάει τις αναμνήσεις της αστικής δραστηριότητας άλλων εποχών, αλλά έχει αφεθεί στη μοίρα του. Λίγο τα γκέτο που κατέληξαν να μην εμπιστεύονται ούτε τον εαυτό τους, λίγο το αμφιβόλου ηθικής εμπόριο, δε σε πείθουν ούτε τα πολυώροφα συγκροτήματα γραφείων, ούτε τα θέατρα, ούτε τα ταβερνεία να μείνεις πάνω από το απολύτως απαραίτητο. Χρηστικά μέρη, αναλώσιμα και προσωρινά. Ήρθα, έκανα τη δουλειά μου και γυρνάω στην ομαλότητα της σπηλιάς μου. Κρίμα και τις βιοτεχνίες και τους μαστόρους που κλείνουν, κρίμα τους αστούς που κοιτούν αφ’ υψηλού τις ζωγραφισμένες κολώνες. Κρίμα και τους άγρυπνους φρουρούς της τάξης που πίνουν καφέ ατενίζοντας τα σοκάκια με απλανές βλέμμα.
Το κλεινόν άστυ
Εδώ χτυπά η καρδιά της πολιτικής ζωής, και δίπλα της, όπως είθισται, η καρδιά της οικονομικής ζωής, οι τράπεζες. Μεγαλεπήβολα κτίρια, Βουλές, επαύλεις, πρεσβείες. Αναδομημένα από την εκάστοτε πιστωτική πολιτική, θηρία με αρχικά Alpha, Euro, Εθνική. Μέρη για σοβαρούς ανθρώπους με σοβαρές δουλειές. Φαίνεται και από τους χαρτοφύλακές τους. Χτυπάει εδώ και η καρδιά της παιδείας, το Πανεπιστήμιο. Μη σας νοιάζει που πηγαίνουμε μόνο για να ορκιστούμε στο πτυχίο, και τη βιβλιοθήκη δεν την έχουμε δει ποτέ από μέσα. Ο συμβολισμός μετράει. Αφήστε που από πίσω, στη Σόλωνος, όλο και κάποιο τμήμα βρίσκεις, καμιά νομική, κανένα ξενόγλωσσο ινστιτούτο. Εδώ είναι οι θεσμοί. Οι τσολιάδες και οι τουρίστες που βγάζουν σέλφι. Τα μουσεία τα κεντρικά, τα γυαλιστερά, τα ευρωεπιδοτούμενα. Εδώ είναι τα αγάλματα των ηρώων μας που καθαρίζονται τακτικώς. Εδώ είναι που διακοσμούμε στις γιορτές. Εδώ κάνουμε συναυλίες και συλλαλητήρια. Εδώ τυποποιούμαστε ως Αθηναίοι.
Τα μέγαρα
Βορειότερα του άξονα της Πανεπιστημίου και εις περιοχάς Κολωνάτας ξεκινάει η ζωή των μεγά-ρων, μεγά-λων, και μεγαλειωδών δομών. Οι τιμές εκτινάσσονται ανάλογα προς την διακόσμηση της βιτρίνας και τη μάρκα, οι γιαγιάδες ξαφνικά αποκτούν πέρλες και φρέσκια κουπ, τα μπιφτέκια λέγονται μπέργκερ και οι ψησταριές γκριλ χάουζ. Εδώ έχει δραστηριότητα τακτοποιημένη και καλοτριμαρισμένη, με θυρωρούς και φωτεινά ασανσέρ, έπιπλα από μαόνι και αστραφτερά χαμόγελα. Είναι η περιοχή για τσάρκα, χάζεμα και αριστοκρατικό ανάστημα. Αν πλησιάσεις και σε τίποτα οικίες προς τον Ευαγγελισμό, θα βρεις κηπάκους και καμιά πισίνα στον τελευταίο όροφο με θέα τον Λυκαβηττό. Τερπνό στο μάτι τοπίο, μια πόλη οχυρωμένη να μη χρειάζεται να πατήσεις πολύ παραέξω. Έχει όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες γύρω από την πλατεία. Οδοντίατρο, κομμωτήριο, καφετέρια και ντελικατέσεν. Θεωρητικά, δε θα χρειάζονταν να απομακρυνθούν πολύ οι κάτοικοι, αλλά να που είναι και τα εξοχικά και οι θερινές κατοικίες και υποχρεωτικά αποδημούν στα νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ σε λιγότερο από μία ώρα!
Το 100, ή αλλιώς το λεωφορείο της αγοράς, κάνει non stop τα κυκλικά του δρομολόγια κάθε μέρα, εκτός από τις Κυριακές που ξεκουράζεται. Ζορίζεται πολύ για να ξεζορίζει τους επιβάτες του. Αίλουρος είναι και περνάει από στενά, πολύ στενά. Εξυπηρετικό πολύ είναι το μικρούλι. Σαν μεροκαματιάρης της δεκαετίας του ΄80 στην Αθήνα, ξυπνάει νωρίς το πρωί. Παίρνει τη μια στροφή μετά την άλλη, χωρίς να παίρνει ανάποδες ποτέ για την δύσκολη και συχνή επανάληψη, δεν παραπονιέται, δεν κάνει θόρυβο. Μικρό πολύ, αλλά σαν μεγάλος πολύ συμπεριφέρεται, καταλαβαίνει τα προβλήματα και προσπαθεί να βοηθήσει όσο μπορεί. Το λες και πρέσβη καλής θελήσεως.
Είναι το πιο πιο μικρό λεωφορείο σε μέγεθος από όλες τις κατηγορίες και κυκλοφορεί με τον αριθμό 413 της ΟΑΣΑ. «Είναι ένα και μοναδικό», με την κυριολεκτική καθώς και την μεταφορική έννοια της φράσης. Πριν αρκετά χρόνια ήταν 3 και έτσι ξεκουράζονταν συχνά, τώρα δε σταματά εκτός από ένα τέταρτο 2 φορές την ημέρα. Η μικρή επισκεψιμότητα πήρε μακριά τα 2 του αδέλφια, σε άλλα δρομολόγια, εντός Αθηνών όμως πάλι. Πριν από 8 περίπου χρόνια τα δρομολόγια που εκτελούσε ήταν λιγότερα σε σύγκριση με το σήμερα, γιατί η κίνηση, όπως είναι προφανές, ήταν μεγαλύτερη. Τώρα με την «κρίση» δεν είναι πια «μπουκωμένοι» οι δρόμοι. Ψιλοάδειασαν και αυτοί μαζί με εμάς… Δυο οδηγοί το εκπροσωπούν, ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, ενάμισης. Ο ένας βαράει οκτάωρο κανονικό και ο άλλος έρχεται για να συμπληρώσει το οκτάωρό του.
Αρχή και τέλος στον κύκλο του είναι η πλατεία Κουμουνδούρου. Βρεθήκαμε εκεί την Τρίτη, στις πέντε παρά δέκα το απογευματάκι και το περιμέναμε στην πλατεία με τα άπειρα περιστέρια, όπου είναι η στάση. Ήρθε στις πέντε ακριβώς. Μπήκαμε, χτυπήσαμε εισιτήριο και καθίσαμε σε ένα από τα 15 μόλις καθίσματα του. Ο οδηγός, ο Αντρέας, ήταν μόνος αρκετή ώρα και έτσι μας έπιασε την κουβέντα. Χρόνια πολλά το κουμαντάρει. Ο Αντρέας είναι 38 χρονών σήμερα και λίγο πριν τα 30 του έγινε ο ένας από τους 2 του μπαμπάδες, «σαν παιδί μου το έχω το 100», μας είπε. Ήταν ο δεύτερος στην βάρδια εκείνη την μέρα, αν και συνήθως κάνει την πρωινή. Αν και δεν εξαρτάται από τους οδηγούς σε ποια γραμμή θα μπουν, υπάρχει λέει μια συνεννόηση και μια δημοκρατική διαδικασία. Πάντα προσπαθούν να είναι κοντά στα δρομολόγια τα σπίτια τους για να εξυπηρετούνται.
Συγκεκριμένα είπε για το 100:
«Λειτουργεί για να εξυπηρετεί τους απλούς ανθρώπους κάθε μέρα που θέλουν να ψωνίσουν οικονομικά από την αγορά στην Αθηνάς. Δεν την περπατάει την Αθηνάς, την διασχίζει. Το 95% των επιβατών του 100 είναι άνθρωποι κάτω της μεσαίας τάξης και πάνω της μέσης ηλικίας. Είναι οι νοικοκυρές που θέλουν να ψωνίσουν για το μεσημεριανό τραπέζι, είναι οι παππούδες που θα πάνε στην Βαρβάκειο να διαλέξουν καλό κρέας και φρέσκο ψάρι. Είναι και κάποιοι, πολύ λίγοι βέβαια σε αριθμό, οι οποίοι είτε είναι φοιτητές στην Ακαδημίας, δηλαδή στο παιδαγωγικό ή στη Νομική, εφόσον αυτό περνάει από Ακαδημίας. Υπάρχουν και οι φοιτητές στα ΙΕΚ στην Κάνιγγος βέβαια, όπως και οι υπάλληλοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί, που δουλεύουν στο κέντρο, καθώς και στις περιοχές που περνάει το λεωφορείο. Ώρα αιχμής για το 100 είναι το πρωί όπου όλοι πάνε στις δουλείες τους, δηλαδή γύρω στις 8. Είναι επίσης κατά τις 12 το μεσημέρι που γυρίζουν από τα ψώνια τους οι άνθρωποι και βέβαια κατά τις 4 που σχολούν. Γενικά κυκλοφορεί τις υπόλοιπες ώρες ψιλοάδειο και αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί. Ναι μεν δεν έχει τη βαβούρα και τον πανικό που ένα λεωφορείο τύπου φυσαρμόνικα έχει, όπως για παράδειγμα το 608 που έχει τύχει να οδηγήσω στο παρελθόν, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει ο χαβαλές και τα ευτράπελα τα οποία κάνουν την δουλεία σου ενδιαφέρουσα και τη γεμίζουν με γέλια και πολύ ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι που μπαίνουν μέσα φορούν τα καθημερινά τους ρούχα, έως τα πρόχειρα τους θα έλεγα, στη χάση και στη φέξη θα δεις κάποιον με κοστούμι, ή κάποια γυναίκα με ταγιέρ οι οποίοι θα μπουν στην στάση της Ακαδημίας με προορισμό το Κολωνάκι ως επί το πλείστον. Είμαι παντρεμένος και έχω ένα αγοράκι 2 χρονών. Όταν είπα στη γυναίκα μου για την διαδρομή που εκτελώ καθημερινά με το 100, φοβήθηκε πολύ και μου ζήτησε αν γίνεται να αλλάξω λεωφορείο. Νόμιζε πως τα στενά του κέντρου στην Κουμουνδούρου τα βράδια με τους αλλοδαπούς θα ήταν ζόρικα για εμένα την στιγμή που βρίσκομαι μόνος στην θέση του οδηγού, χωρίς επιβάτες, και θα ανοίγω σε κάθε στάση τις πόρτες, περιμένοντας όποιον ήθελε να μπει μέσα. Η γυναίκα μου είναι από επαρχία και δεν ξέρει καλά την κατάσταση, ακούει στις ειδήσεις το ένα και το άλλο και δικαίως φοβάται. Την πληροφόρησα ότι το δυσκολότερο δρομολόγιο σε γραμμή του ΟΑΣΑ ήταν αυτό της Κηφισιάς που όλοι λένε αριστοκρατία κτλ. Περνούσα μπροστά από νεκροταφείο το βράδυ μέσα στην ερημιά και πριν ανοίξω τις πόρτες έκανα τον σταυρό μου. Έλεγα, Αντρέα να ξέρεις, αν βρεθεί κάποιος να στην πέσει τώρα και να φωνάξεις βοήθεια δε θα σε ακούσει κανείς. Το κέντρο γυναίκα, της λέω, είναι πάντα γεμάτο με κόσμο, το κέντρο είναι το σπίτι μου, πάντα έχουν ανθρώπους τα πεζοδρόμια και πολλούς μάλιστα, όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου.
Εκείνο που με δυσκολεύει πάρα πολύ είναι η στενότητα του δρόμου. Κάνω μανούβρες συνέχεια, κατεβαίνω και κλείνω τους καθρέπτες των αυτοκινήτων που είναι παρκαρισμένα δεξιά και αριστερά. Έχει τύχει να περιμένω σε κάποιο σημείο ώρα, να έρθει η τροχαία να βγάλει κάποιο αμάξι που πάρκαρε πάνω στην στροφή και δεν χωρούσα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν προτιμούν οι οδηγοί το 100. Το να κάνεις τον κύκλο του κέντρου με το 100 σου δίνει πολλά μαθήματα. Βλέπεις τους πάμπλουτους στο Κολωνάκι, οι οποίοι σαφώς και δεν παίρνουν λεωφορείο για τις μετακινήσεις τους, έχουν τη δυνατότητα του ταξί, ή διαθέτουν δικό τους αυτοκίνητο. Αν καμιά μέρα ξυπνήσω μέσα στην κακοκεφιά και νιώθω αδικημένος, βλέπω τις γιαγιάδες με τα καροτσάκια, τους άστεγους στους δρόμους που κρυώνουν και πεινούν και τότε αισθάνομαι από την μία τυχερός και από την άλλη άσχημα που δεν αναγνωρίζω όλα όσα έχω και παραπονιέμαι. Είναι μια καθημερινή εμπειρία το λεωφορειάκι μας. Μια μέρα μπήκε ελεγκτής μέσα και πετάχτηκε από το παράθυρο ο καημένος ο παππούς να μην φάει κλήση. Ξέχασε τα φάρμακά του μέσα από τον πανικό του. Τα φύλαξα και του τα έδωσα την επόμενη μέρα. Μια κυρία, όταν κατάφερα να περάσω από έναν πολύ στενό δρόμο, με χειροκρότησε και μου είπε «καλά εσύ μπορείς να περάσεις το 100 και από την τρύπα της βελόνας, νεαρέ μου». Έχει πλάκα όταν με παίρνουν τηλέφωνο και με ρωτούν πού είμαι. Τους απαντάω στο 100 και αυτοί πανικοβάλλονται πως με έχουν μπαγλαρώσει. Πάνω κάτω όλους τους γνωρίζεις με ετούτο το λεωφορείο, ξέρεις μάλιστα και πότε θα μπουν. Καλά οι πορείες του κέντρου το ακινητοποιούν και όλα τα επεισόδια που γίνονται. Τις Κυριακές δεν λειτουργεί γιατί είναι η αγορά κλειστή, αλλά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με την αγορά γίνεται χαμός. Από τον Ιούνη μειώνονται τα δρομολόγια του, όπως και κάθε Αύγουστο πλέον είναι ελάχιστα. Δεν το αλλάζω το 100, πληρώνομαι από αυτό, δεν κάνω εθελοντισμό, αλλά αισθάνομαι πως συνεισφέρω στην εξυπηρέτηση των μετακινήσεων αυτών των ανθρώπων που με τόση δυσκολία τα καταφέρνουν οικονομικά και έτσι πληρώνομαι ηθικά και συναισθηματικά.»
Είναι πράγματι μια εμπειρία αλλιώτικη η διαδρομή με το 100. Σου δίνει την δυνατότητα να καταλάβεις σε λιγότερο από μια ώρα όλη την ψυχοσύνθεση του κέντρου των Αθηνών. Είναι ένα και περνάει κάθε μία ώρα. Είναι Εγγλέζος στα ραντεβού του και πάντα έχει θέση για σένα. Δεν θα σε κουράσει ποτέ η επιβίβασή σου σε αυτό. Το αντίθετο. Οι συνεπιβάτες σου είναι όλοι, μα όλοι ευγενικοί και έχουν χαμηλά το κεφάλι. Θα το σηκώσουν για να σε χαιρετήσουν με χαμόγελο. Είναι πιο πολλές οι πλαστικές τσάντες και τα καροτσάκια μεταφοράς από τους ανθρώπους. Είναι καθαρό στο εσωτερικό του πολύ, το προσέχουν οι νοικοκυραίοι που επιβιβάζονται σε αυτό, σαν το σπίτι τους. Δεν είναι ακριβοντυμένοι, άλλα είναι καλοντυμένοι. Έχουν χίλιες σκέψεις στο μυαλό τους, όμως κάνουν στάση από αυτές να σου μιλήσουν και να σου λύσουν τυχόν απορίες, όπου μπορούν. Αλήθεια τώρα, είναι σαν να βλέπεις μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία η παρακολούθηση του δρομολογίου εντός του 100. Μπορείς να πάρεις τον καφέ σου στο χέρι και αν σου περισσεύει χρόνος, να σπαταλήσεις λίγη ώρα και να δεις σε ζωντανή μετάδοση ένα ντοκιμαντέρ για το πώς χτυπά η καρδιά του κέντρου, χωρίς παραλλαγές, χωρίς κομμένες σκηνές, χωρίς διαφημίσεις που σε αποσπούν, χωρίς πληρωμένα σενάρια.
Discussion about this post