Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Έπαιρνα αγκαλιά τα μαξιλάρια νυχτιάτικα. Δάγκωνα τις μαξιλαροθήκες. Έκλαιγα στον ύπνο μου. Ξυπνούσα θυμωμένη. Πήγαινα στο παράθυρο. Έξω το κυνικό φως του δρόμου και το αδιαπραγμάτευτο σκοτάδι που τον κατάπιε. Δεν είμαι καμιά τυχαία. Μπορεί να έγινα πουτάνα, αλλά στα 18 μου πήρα βραβείο ποίησης στην χώρα μου και με δημοσίευσαν. Επίσης είμαι εκθαμβωτικά όμορφη. Καμιά σχέση με Ρωσίδες, Πολωνέζες και Κινέζες. Επίσης δεν είμαι χαζή. Γι’ αυτό θύμωσα. Δεν μπορεί να με παράτησε έτσι άνανδρα χωρίς να νοιώσει μέσα του την ανάγκη να με δει μια τελευταία φορά.
– Έτσι κάνουν όλοι σε μας, αλλά δεν φταίμε, μου είπε αδιάφορα η Νανώ. Το Λιμάνι φταίει.
Εγώ ούτε να ακούσω λέξη δεν ήθελα. Δεν την καταλάβαινα την Νανώ, τι δουλειά είχε το λιμάνι; Άλλη βαρεμένη. Αλλά θα γινόμασταν κολλητές αν δεν ήταν σε χάσιμο, όπως εγώ; Μεγάλο νούμερο και η Νανώ. Εγώ από τις Φιλιππίνες κι η Νανώ από την Αίγυπτο. Εξήντα η Νανώ, σαράντα εγώ. Παρά δύο μέρες. Στα γενέθλιά μου με παράτησε. Ήρθε καράβι, είχε κάνει χαρτιά και σαν το ερπετό γλίστρησε και δεν ξαναφάνηκε. Δύο νύχτες τώρα αιμορραγώ.
Τράβα λιμάνι να σου περάσει, μου πέταξε η άλλη. Τι κλείνεσαι μέσα; Βασικά με έχει βαρεθεί να ερωτεύομαι, να με παρατάνε, να κλαίω, να κλείνομαι, να καταριέμαι, να βγαίνω μετά, και να τρέχω πάλι στο Λιμάνι…
Άκου το Λιμάνι φταίει… Εγώ το αγαπάω το λιμάνι, μόνο σε λιμάνια ζω, εμένα το σπίτι μου άμα δεν βλέπει πλοία με αρρωσταίνει.
Γιατί; τι μου φταίει το λιμάνι, της είπα, αν είμαι αδικοπουτάνα, μια τρελή δηλαδή που πάει κι ερωτεύεται τους πελάτες της; Κι ότι κομπόδεμα έχω, πάω και το ξοδεύω για τα παπάρια του κάθε ξέμπαρκου; Καλύτερα να είχα νταβά λέω καμιά φορά.
Μην ξεστομίζεις πράγματα, μου είπε η Νανώ, που τα ακούει ο Θεός κι οι Αγγέλοι του και στα φέρνουνε. Κι άντε μετά να πεις πως δεν τα ευχήθηκες. Και τα σηκώνεις. Γολγοθάδες μην εύχεσαι. Να είσαι ευγνώμων που δεν έχεις άντρα να σε κυβερνά.
Κοιτάζαμε κι οι δυο μας την περαντζάδα, πλοία να μπαινοβγαίνουν, καμιόνια και νταλίκες, λιμενικούς και πράκτορες, κοσμοσυρροή και καπνούς από φουγάρα.
Αυτά βλέπει το παράθυρό μου από τον ένατο.
Είμαι σε κτήριο μισοκατοικημένο που στεγάζει ξεπεσμένες ναυτιλιακές και τη Νανώ κι εμένα. Ψηλά στο δώμα εγώ. Στον ημι-όροφο η Νανώ, αλλά εκείνη δεν την απασχολεί να βλέπει τα καράβια.
Τι να βλέπω, τα σκυλιά που βάζω μέσα να με χαιρετάνε απόξω; Ουστ! Καλό τους ταξίδι. Άμα θέλω να δω εσένα κι ανέβω ως εδώ πάνω, ε! θα κοιτάζω και καμιά μπουρού να κλαίει. Μου φτάνει!
Κι ούτε πια που το ‘χε να βγαίνει στο Λιμάνι.
Εγώ πάντως, στο Λιμάνι βγήκα πάλι για να συνέλθω.
Μπορεί να περάσανε μόλις 48 ώρες από το άνανδρο φευγιό του Αντρέα αλλά ναι, θα πάω να γράψω στίχους στον καφενέ, θα πιω αψέντι και απλά δε θα ξαναδώ άντρα με καλό μάτι.
Οι άντρες στα λιμάνια αγαπάνε τη θάλασσα πιο πολύ κι απ’ τη ζωή τους. Εμείς ερχόμαστε τριτο-δεύτερες. Γιατί αν έχουν κάπου και γυναίκα και παιδιά να τους περιμένουν, όσο και να δεθούν με την πουτάνα τους, άλλα βάζουνε πρώτα, κι όχι τα ξωτικά του λιμανιού, σαν την χάρη σου, μου ανακοίνωσε η Νανώ πριν βγω.
Κανείς στον δρόμο. Τα φώτα στην αριστερή προβλήτα θαμπά, στην δεξιά λιγότερο. Θα πάω αριστερά να ‘χουν τα φώτα το λυγμό από τα μάτια μου. Η ώρα είναι 5 το πρωί σε λίγο όλα θα ανοίξουν κι εγώ στις 5 το απόγευμα θα είμαι 40 χρονών.
“Μια πουτάνα που γράφει ποιήματα από τα νησιά με τα Κοράλια, γι’ αυτό και στα ελληνικά είπα να με φωνάζουν Κοραλία.
Μια πουτάνα χωρίς νταβά που την εγκατέλειψε μόλις χθες αυτός που αγάπησε.
Μια πουτάνα που μένει στο ρετιρέ κι αγναντεύει κάθε μέρα τον Άγιο Διονύσιο, πίνει αψέντι και περιμένει να έρθει να την πάρει από το χέρι ο Πήτερ Παν.
Μια πουτάνα που έχει για φίλη μια κουρασμένη γυναίκα από το Κάιρο και δεν πιστεύει σε τίποτα πια….”
Έτσι λέω να αρχίσω το ποίημα των γενεθλίων μου και να το τελειώσω ως εξής:
“…Παλιολίμανο σαν όλα τα άλλα λέει η Νανώ, παλιολίμανο που μας κρατάει δεμένες και μας εκμεταλλεύεται.
Δεν ξέρω.
Ένα έχω να πω…. όσες αγάπες κι αν μου στερήσει ο Πειραίας, μία δεν θα μου πάρει – το παλιολίμανό του που είν’ η μόνη πατρίδα που ανήκω.
Αντίο Πήτερ Παν.
Εγώ τον έρωτα τον έχω κάτω απ’ τα πόδια μου, στο πεζοδρόμιο της Ακτής Μιαούλη.
Και δεν θα μου λείψεις.”
Κάθισα στον καφενέ. Μόλις άνοιγε με τα θαμπά του φώτα σαν τα μάτια μου κι εγώ το χέρι μου να τρέμει πάνω στο τετράδιο.
Τι τίτλο να δώσω;
Ένας ξανθός – ναυτικός μοιάζει – γύρω στα 30, ήρθε και κάθισε δίπλα μου, στο πιο κοντινό με εμένα τραπέζι.
Τον Κοίταξα.
Μου έκλεισε το μάτι.
Έσκυψα στο τετράδιο.
“Καλώς τονα, τον Πήτερ Παν, τον ξανθωπό, τον μάγκα, που εγώ τον είχα έτοιμο, για να τον φάει η Μαρμάγκα”.
– Τι γράφεις εκεί; με ρώτησε.
– Στιχάκια, απάντησα ντροπαλά.
Να το δεις λοιπόν… Δεν θα γιορτάσω τα 40 μου, μόνη μου. Αλλά απ’ την άλλη, πάλι δεν θα προλάβω να το τελειώσω κι αυτό το καταραμένο ποίημα. Πάλι μισό θα μείνει.
Παλιολίμανο, παιδί μου.
Παλιολίμανο.