Παρίσι – Φεβρουάριος 1989
Είμαι μια γαλλοεβραία σπουδάστρια της Ελληνικής Γλώσσας στο Παρίσι του προηγούμενου αιώνα. Το όνομά μου Φαμπιέν Π. Μέσα από μια καλή συγκυρία απέκτησα ως ενοικιάστρια ένα διαμερισματάκι λιλιπούτειο, μια σοφίτα, σε κεντρική πλατεία σε πανεπιστημιακό καρτιέ, χωρίς να χρειαστεί να πληρώνω μια περιουσία. Η φίλη μου η Ζουντίτ, με φρόντισε. Με την Ζουντίτ μας ενώνει μια παράξενη μοίρα. Είμαστε και οι δύο κόρες δύο πατεράδων που χώρισαν τις μαμάδες μας για να ζήσουν τον έρωτά τους. Υπό μία έννοια είμαστε αδελφές. Κι οι μπαμπάδες μας βέβαια. Αλλά άλλο θέμα αυτό.
Τρώμε πάντως μαζί τους κάθε Κυριακή στο Μαραί που συζούν, ο Ζακ με τον Ζύλ ή ο Ζύλ με τον Ζακ. “Τι ωραίο να έχεις δύο τόσο ευτυχισμένους μπαμπάδες”, είπα στην Ζουντίτ προχθές γυρίζοντας σπίτι μέσα στην βροχή και η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα πολύ να εξηγήσω γιατί είχε δακρύσει. Αλλά μπορεί και να μου φάνηκε. Πριν κοιμηθώ άνοιξα το παράθυρό μου για να καπνίσω ένα τσιγάρο. Απέναντι μας το επιβλητικό κτήριο του Πανεπιστημίου. Όλα του τα παράθυρα τέτοια ώρα σκοτεινά… Όλα, εκτός από ένα. Νομίζω το έχω δει κι άλλες φορές να μένει με αναμμένο το φως ώσπου να ξημερώσει.
Παρίσι – Μάρτιος 1989
Η Ζουντίτ είναι κάπως παραπάνω λυπημένη τις τελευταίες μέρες γιατί μάλλον θα χρειαστεί να δώσει χυλόπιτα σε έναν νεαρό Έλληνα φοιτητή στο Παρίσι που της την πέφτει. Μένει στην παραδιπλανή σοφίτα με μένα και δίπλα στην Ζουντίτ ακριβώς αλλά από όσο μου έχει πει, αυτό το αγόρι είναι παράξενο, μάλλον είναι σαν τον μπαμπά μου και τον μπαμπά της αλλά θα το αντιληφθεί κι αυτό κάπως αργά, κι ως τότε θα έχει ταλαιπωρήσει πολλά κορίτσια. Της είπα να μου τον γνωρίσει για να της πω την γνώμη μου. Η μαμά μου έλεγε πως είναι καλό να μην “χώνομαι” σε υποθέσεις τρίτων αλλά εμένα μου αρέσει πραγματικά να βοηθάω τους άλλους να είναι μεταξύ τους (και με τον εαυτό τους) καλύτερα. Ευτυχώς η μαμά έχει φύγει για τα Κανάρια Νησιά πια και δεν “χώνει” την μύτη της σε ότι μου αρέσει. Κανονίσαμε με την Ζουντίτ να γνωρίσω τον Έλληνα το πρωί. Πάλι θα πιω ένα κρασί πριν κοιμηθώ, πάλι θα κοιτάζω το αναμμένο παράθυρο με προσδοκία για αύριο. Φέτος η Άνοιξη προβλέπεται οργιαστική στο Παρίσι κι έχω μια δίψα να την πιω στο ποτήρι.
Παρίσι – Απρίλιος 1989
Τα φτιάξαμε με τον Πάρι. Έτσι τον λένε τον Έλληνα φοιτητή που φλέρταρε την Ζουντίτ. Εμένα δεν με απασχόλησε διόλου η τάση του για το ίδιο του το φύλο. Είναι γοητευτικός και μαλακός σαν λούτρινο κοάλα. Φιλάει ωραία και στο κρεβάτι κάνει σαν κορίτσι. Ζει ένα πάθος που δεν το πολυπιστεύει αλλά σε πείθει κάνοντας έρωτα πως αυτή είναι η τελευταία νύχτα της γης και πρέπει να απολαύσει μέχρι εσχάτων την στιγμή. Η ζουντίτ δεν θύμωσε καθόλου με τις εξελίξεις. Μου είπε μόνο: “Έχει ένα καλό πάντως που είστε μαζί, θα κάνεις εξάσκηση στα Ελληνικά σου κι εκείνος στα Γαλλικά του.” Συνεχίζουμε να συμβιώνουμε αρμονικά οι τρεις μας, ο καθένας στην σοφίτα του, στον έκτο όροφο – η τέταρτη σοφίτα παραμένει ξενοίκιαστη – και με μόνη μας κοινή μοιρασιά την θέα στο αναμμένο παράθυρο απέναντι κάθε βράδυ και το κοινόχρηστό μας WC στον διάδρομο. Ευτυχώς όλοι είμαστε σχολαστικοί με την καθαριότητα αλλά και όλοι απολαμβάνουμε τον ζωτικό μας χώρο των 8 τετραγωνικών που μας επιτρέπει παρά τις φιλίες και τα πάθη, αυτονομία.
Παρίσι – Μάιος 1989
Την τέταρτη σοφίτα την πήρε ο Ζίζι, από το Βελγικό Κονγκό, κατάμαυρος και αποφασισμένος να γίνει σε 5 χρόνια δικηγόρος. Είναι μόλις 20 χρονών και χορεύει απίστευτα ωραία. Βγήκαμε ένα βράδυ οι τέσσερεις μας και έκανα τα πάντα να ξεθαρρέψει η Ζουντίτ και να ενδώσει στο φλερτ του. Κάπως ένοιωθα πως της το χρωστούσα αυτό. “Όλο χώνεις την μύτη σου στις ζωές των άλλων” μου είπε ο Πάρις όταν γυρίσαμε. “Να κοιτάς την δουλειά σου” του απάντησα κι εκείνο το βράδυ δεν κάναμε έρωτα. Μου είπε πως θέλει να αράξει στο στενό του κρεβατάκι και να κοιτάζει τα φωτισμένα παράθυρα του Πανεπιστημίου μόνος. Όταν ο Πάρις γίνεται ειρωνικός μου θυμίζει τον μπαμπά μου και θέλω πολύ να του πετάξω ένα ποτό στο πρόσωπο. Ευτυχώς το κρασί είχε τελειώσει και την γλύτωσε. Του άνοιξα αμίλητη την πόρτα του δωματίου μου και βγήκε.
Διασχίζοντας τον διάδρομο ακούστηκαν δυνατά τα χαχανητά του Ζίζι από το δωμάτιο της Ζουντίτ. Γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που αν είχε φωνή θα έλεγε: Μια χαρά τα κατάφερες με την Εβραία και τον Ουρακοτάγκο. Έκλεισα δυνατά την πόρτα μου. Είχα δικαιωθεί που ανακατεύτηκα κι ας λένε όλοι πως “χώνομαι”. Ο Ζίζι κοιμήθηκε στης Ζουντίτ και το πρωί η φίλη μου ήρθε με ένα τεράστιο χαμόγελο και κρουασάν βουτύρου να πιούμε καφέ και να αναλύσουμε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τους λόγους που την έκαναν να χαμογελάει σαν να είχε έρθει πρόωρα το Καλοκαίρι.
Παρίσι – Ιούνιος 1989
Και βέβαια το Καλοκαίρι ήρθε, αλλά λίγο πιο επεισοδιακό από όσο θα περίμενε κανείς. Η Ζουντίτ ήταν χαρούμενη που ο Ζίζι ήταν πολύ καλά ενημερωμένος πάνω σε όλα: στην πολιτική, την φιλοσοφία, την επιστήμη. Αυτά την μάγευαν. Για παράδειγμα από τον Ζίζι μάθαμε πως από το φωτισμένο νυχτερινό παράθυρο του πανεπιστημίου κάποτε πήδηξε ένας Έλληνας Καθηγητής και στοχαστής κι από τότε μένει στην μνήμη του τις νύχτες με φως. Ο Πάρις ασχολείται με τις Τέχνες κι αυτή η πληροφορία παρ’ όλο που αφορούσε έναν αναγνωρισμένο συμπατριώτη του μάλλον τον άγγιξε ελάχιστα. Δεν έδειχναν να έχουν και πολλά κοινά αυτά τα δύο αγόρια. Εγώ έκανα ότι μπορούσα για να κάνουμε παρέα σαν ζευγάρια, αλλά η Ζουντίτ κάποια στιγμή μου είπε πως ο Πάρις ζηλεύει τον Ζίζι. “Σίγουρα δεν θα γίνονταν ποτέ κολλητοί αλλά νομίζω υπερβάλεις”, της είπα.
Τα γενέθλια του Ζίζι τα γιορτάσαμε και οι τέσσερεις μαζί στο δωμάτιο της Ζουντίτ που ήταν κατά 3 τετραγωνικά μεγαλύτερο από τα άλλα. Την νύχτα του Θερινού Ηλιοστασίου. Εκείνο το βράδυ ο Πάρις ήπιε και μέθυσε τόσο πολύ που ο Ζίζι τον μετέφερε στην πλάτη του δίπλα και τον πέταξε σχεδόν αναίσθητο στο στρώμα του. Όταν ο Ζίζι γύρισε στο δωμάτιο του πάρτι ήταν κάπως αναψοκοκκινισμένος, όσο βέβαια μπορεί να φανεί κάτι τέτοιο σε μια σκούρα επιδερμίδα. “Δείχνεις αναστατωμένος” του είπε η Ζουντίτ. “Νομίζω οι Έλληνες είναι όλοι τους το ίδιο ικανοί και για το καλύτερο και για το χειρότερο” είπε. “Πάντως ο φίλος σου Φαμπιέν, δεν έχει τυχαία το όνομα εκείνου που έγινε η αιτία για τον Τρωικό Πόλεμο.” Χαμογέλασα. “Απόψε είναι η μικρότερη νύχτα του χρόνου” είπα, ” ας μην μιλάμε για πολέμους.”
Παρίσι – Ιούλιος 1989
Δεν βαριέσαι, ότι πάμε να αποφύγουμε μας βρίσκει και μάταια παριστάνεις μετά πως ότι έγινε ήταν απρόβλεπτο για όλους. Κάπου στα μέσα Ιουλίου, αμέσως μετά το τέλος του δεύτερου εξαμήνου ο Πάρις το “έσκασε” με τον Ζίζι για την Ελλάδα. Τα είχανε βρει στα μουλωχτά οι δυο τους και η έξοδος από το Παρίσι έγινε τόσο ξαφνικά και μεθοδικά που εκείνο το πρωί εγώ ετοιμάστηκα να πάω στου Πάρι για καφέ και βρήκα διπλοκλειδωμένα. Τουλάχιστον ο Ζίζι είχε την ευγενή καλοσύνη να αφήσει ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της Ζουντίτ που έγραφε: Ο Πάρις κι εγώ πάμε στην Ελλάδα. Θα μου λείψεις αλλά δεν θέλω να του πω όχι.
“Σου το είπα, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα με τους άντρες που αγαπάνε τον εαυτό τους πιο πολύ από εμάς” μου είπε η Ζουντίτ και κρατούσε μετά τα παράθυρα μέρες ολόκληρες κλειστά γιατί την πείραζε λέει το σπαρακτικό φως του Ιουλίου. Βέβαια ο λόγος ήταν που είχε ερωτευτεί τον Ζίζι και της ήρθε ξαφνικό. Εγώ δεν θα πω ότι με πείραξε πάρα πολύ αυτό που έγινε. Καθόμουν με τις ώρες στο παράθυρό μου το βραδάκι μετά τα διαβάσματα και πίνοντας κρασί σκεφτόμουν τις συζητήσεις μας με τον Πάρι πριν φύγει προσπαθώντας να ερμηνεύσω το ανερμήνευτο. Μια νύχτα τον ονειρεύτηκα να στέκεται όρθιος στο παράθυρο του αυτόχειρα καθηγητή, έτοιμος να βουτήξει στην πλατεία. Η μαμά έλεγε πως αν δεις στον ύπνο σου, άνθρωπο, που θέλει να πηδήξει στο κενό, ετοιμάσου για κακά μαντάτα. Ξύπνησα και το είπα στην Ζουντίτ. Ούτε εικοσιτέσσερις ώρες δεν χρειάστηκε να περάσουν και τα νέα μας βρήκαν από μόνα τους και σχεδόν αναγκαστικά.
Παρίσι – Αύγουστος 1989
Την 1η Αυγούστου το απόγευμα, ο Ζυλ χώρισε τον Ζακ. Ή ο Ζακ χώρισε τον Ζυλ. H Ζουντίτ κι εγώ παρακολουθούσαμε από μακριά τις εξελίξεις αν και εγώ τρωγόμουν να “χωθώ” πάλι μέσα στην υπόθεση. Η Ζουντίτ δεν με άφηνε. Αυτό λέει που κινδυνεύουμε να γίνουμε αν συνεχίσουμε να ανακατευόμαστε σε ιστορίες αντρών είναι αδελφομάνες. Πάντως έμαθα πως ο χωρισμός δεν ήταν αναίμακτος. Ο Ζυλ βρέθηκε στο νοσοκομείο και ο Ζακ με δύο σπασμένα μπροστινά δόντια. Σύστησα τηλεφωνικά στον μπαμπά μου έναν καλό οδοντίατρο και κάθισα στα αυγά μου. Το διαμέρισμα στο Μαραί ήταν σαν να το είχανε λεηλατήσει όταν η Ζουντίτ πήγε να μαζέψει κάποια πολύτιμα. Εμένα δεν με άφησε να πλησιάσω. Κατά βάθος νομίζω πως η Ζουντίτ παίζει “εντός έδρας” όταν οι άλλοι χωρίζουν.
Μπορεί να κατεβάζει ρολά και να τραβάει τις κουρτίνες αλλά λίγες μέρες μετά είναι πάλι στις επάλξεις. Λες κι είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου ο χωρισμός.
– Πάμε; μου είπε δυνατά.
– Που; της απάντησα μέσα από τα πρωινά μου σεντόνια.
– Μην κάνεις την χαζή, μου είπε. Στην Ελλάδα!
– Τι να κάνουμε στην Ελλάδα;
– Διακοπές.
– Τόσα μέρη υπάρχουν…
– Τι εννοείς τόσα μέρη; Όλα φωνάζουν… ερωτεύτηκες Έλληνα που πριν από εσένα ήθελε εμένα, σπουδάζεις την Ελληνική Γλώσσα και απέναντι από τα σπίτια μας κάθε βράδυ ζούμε το μνημόσυνο ενός Έλληνα διανοούμενου που αυτοκτόνησε. Ονειρεύεσαι Έλληνα να βουτά στο κενό και ξεσπάει ο Τρωικός Πόλεμος στο Μαραί… Μήπως δεν πρέπει άλλο να αντισταθούμε στην Τύχη μας; Τα σημάδια φωνάζουν.
Επίλογος
Ομολογώ δεν ήθελα και πολύ. Φτάσαμε στην Αθήνα το ίδιο βράδυ. Με δύο εισιτήρια από ακύρωση σε τιμή ευκαιρίας. Φύγαμε για τις Κυκλάδες με ένα μεταμεσονύχτιο καράβι. Και το πρωί μας βρήκε σε μια άδεια παραλία να ρίχνουμε βουτιές. Αλλάξαμε ζωή. Η Ζουντιτ έμαθε να “χώνεται” καλύτερα από μένα κι εγώ έγινα λιγότερο παρορμητική όταν γνώρισα λίγο περισσότερο τους Έλληνες. Δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε ο Πάρις και ο Ζίζι. Ούτε πως ακριβώς έγινε και ο Ζυλ με τον Ζακ τα ξαναβρήκαν και συνέχισαν την ζωή τους μαζί μακριά από το Παρίσι σε μια αγροικία της Αλσατίας.
Ζούμε τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου. Δίπλα – δίπλα. Όπως κάποτε στις σοφίτες του Παρισιού του περασμένου αιώνα. Η Ζουντίτ μεγάλωσε δύο δίδυμους γιους που τώρα σπουδάζουν στο Παρίσι κι εγώ έχω δύο γάτες αλλά είμαστε αχώριστες και τα παιδιά της είναι σαν παιδιά μου. Δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να μιλήσω για τον άντρα της. Έλληνας είναι και ζει κάπου στην Ελλάδα. Εμείς οφείλουμε πολλά στους πατεράδες μας που μας έκαναν δύο αδελφές εκ παραδρομής. Τότε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, μπροστά σε ένα παράθυρο, στην πλατεία του πέμπτου καρτιέ που πάντα θα θρηνεί εκείνον τον αυτόχειρα στοχαστή κι ένα σωρό άλλα θύματα ειρήνης.
Σημ. Ο έλληνας διανοούμενος θα μπορούσε να είναι ο Νίκος Πουλαντζάς και το Πανεπιστήμιο να είναι το Jussieu στο Παρίσι, αλλά αυτά μια μυθοπλασία συχνά τα έχει ως κινητήριες αναφορές και όχι ως στοιχεία ρεαλιστικά .