Γράφει Η σωσίας της Οσίας
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στο σπίτι μας γινόταν ολόκληρος προϋπολογισμός για τις στοματική μας υγιεινή. Ποιος θα πάει αυτόν τον μήνα, ποιος τον άλλον, γιατί τα λεφτά δεν ήταν και λίγα. Από ένα απλό σφράγισμα φτάσαμε να μάθουμε το εμφύτευμα, κι επειδή ως γνωστόν το χρήμα δεν υπάρχει… φλερτάρουμε με την ιδέα της μασέλας. Μια και καλή!
Από τότε, λοιπόν που ξεκίνησαν τα πάρε-δώσε με τους οδοντιάτρους, δεν θυμάμαι ούτε μία φορά να μου έχουν κόψει απόδειξη. Φίλε τι άτυπος νόμος είναι αυτός; Κι εμείς; Ούτε λόγο γι΄αυτό! Είσαι τρελός; Η φάση είναι ότι μας έχουν βάλει τόσο καλά στο παιχνίδι που ούτε καν μπαίνεις στον πειρασμό να ρωτήσεις: «Ναι, με απόδειξη τι κόστος έχει;»
Τα ‘χω που λες παρμένα εδώ και καιρό γιατί βλέπω τον δικό μου (οδοντίατρο) να κάνει γούστα και λούσα την ώρα που εγώ, δε λέω, χτίζω σπίτι … από την πέτρα που μάζεψαν τα δόντια μου.
Για εξαγωγές φρονιμιτών; Ούτε καν! Άσε που δεν παραπονιούνται αλλά και να παραπονιόντουσαν που χρόνος= χρήμα. Αμ δεν είναι: πονάει δόντι, βγάλει δόντι. Είναι που σκούζει και βογκάει η τσέπη μου!
Πήγα μια φορά και με έβγαλε τελείως ξεδοντιάρα. Τι το σάλιο σου τρέχει ασύστολο και προκαλεί πέτρα, τι τα ούλα σου κινδυνεύουν από ουλίτιδα και η ουλίτιδα θα επηρεάσει τις ρίζες και τα κλαδιά, τι τα δόντια σου κουνιούνται, κι αυτοί οι φρονιμίτες πρέπει να βγουν, και μην κάνεις γέφυρα γιατί μικρή είσαι και αυτό είναι νεογιλό δόντι και θα σου πέσει την ώρα που δαγκώνεις τη μπριζόλα και παίζει μείνει πάνω της σαν ενθύμιο μίας παθιασμένης στιγμής, τι θα σου πέσουν όλα τα δόντια και πού θα στηριχτεί η μασέλα…
Έχω φτάσει σε σημείο να περιμένω πώς και πώς να γίνει της μοδός το ξεδοντιάρικο. Κι ύστερα απορώ: Όλοι αυτοί με τα χρυσά δόντια που τα βρήκαν ρε τα λεφτά;
Δε μιλάω, ανοίγω το στόμα καταβάλλοντας υπερπροσπάθεια –σαν το καημένο να ξέρει- κι ακούω τον ντόκτορ να λέει: «Άνοιξε μου στόμα», κι αυτό τίποτα. Μέχρι που μου χώνει ένα πράμα που εξαναγκάζει το στόμα να μένει ανοιχτό, σε φάση πέφτουν σάλια, σκίζονται τα χείλη, η γλώσσα δεν έχει που να πάει ή μάλλον πάει εκεί που δεν πρέπει.
Φρικάρω που λες και φεύγω με μία λίστα από μικρο-επεμβάσεις στα δοντάκια και με ένα ποσό απαγορευτικό σαν 8 μποφόρ και μετά λέω: «Άραξε» κι αράζω.
Σκέφτομαι όμως τα δόντια του που θέλω να τα ξεριζώσω με τανάλια και να τα φάω ένα- ένα, δε μπορεί μία περιουσία στοιχίζουν θα τον πειράξει. Βλέπω τα ταξίδια του και τα γούστα, τη σύζυγο και την γκόμενα και διαολίζομαι. Στριφογυρνά στο μυαλό μου μια φράση. Η ίδια φράση συνεχώς!
Από παθολόγο, τσεκ!Από τον ψυχολόγο, τσεκ. Από γυναικολόγο, τσεκ. Από ωρλ, τσεκ. Από οδοντίατρο ποτέ! Ποτέ!Το κεφάλι μου πουρές, εγώ ξαπλωμένη με το σιχαμένο σωληνάκι στο στόμα να υπολογίζω και να σκέφτομαι, και να βρίζω, και να αναρωτιέμαι, και πάλι η ίδια σκέψη «ντόλτσε βίτα με τα λεφτά σου»… Κι ένα αίσθημα αδικίας με πιάνει κι είμαι έτοιμη να πω: Βγάλ΄τα όλα δεν με νοιάζει.. θέλω μόνο τα ούλα μου.
Και πάνω εκεί που αναπολώ τι όμορφα ξεκινά η ζωή μας, χωρίς δόντια κι οδοντογιατρούς, την ώρα που πάω να φτύσω το σάλιο μου βγαίνει αυτό: Απόδειξη από οδοντίατρο έχεις πάρει ποτέ;