Α. Οι 4 Τζεμιλέ:
Στα αφανέρωτα κρύβεται η αλήθεια. Η Τζεμιλέ την ήξερε καλά για τον καθένα. Κρυμμένη μια ζωή σε ένα σπίτι της Ανατολής και αφιερωμένη να μεγαλώνει τα παιδιά που γέννησε. Αγόρια όλα. Και μια κόρη μετά από οχτώ αρσενικές γέννες. Την ένατη πια φορά ήρθε στον κόσμο αυτή που θα την συνέχιζε. Ένα κοριτσάκι πανέξυπνο. Από νωρίς η Τζεμιλέ το είδε. Πως η μικρή Τζεμιλέ, θα άλλαζε την ζωή πολλών. Την είπε έτσι γιατί μια κόρη πάντα έγραφε την ιστορία αυτής της οικογένειας. Και την μάνα και τη γιαγιά της Τζεμιλέ τις φώναζαν. Κι είχαν κι αυτές το Χάρισμα να βλέπουν το από μέσα.
Κληρονομιές.
Β. Οι άντρες:
Άντρα δεν κράτησε κανέναν. Ποιος άντρας μένει πλάι σε μια γυναίκα που ξέρει καλά τις μοίρες των ανθρώπων; Που βλέπει μέσα στα μάτια των άλλων μονοπάτια που εκείνοι δεν θα δουν; Και που αν είναι τυχεροί και τα διαβούν μπορεί και ν’ αγαπήσουνε λιγάκι το θαύμα του Σύμπαντος; Από μικρή η τρίτη Τζεμιλέ κατάλαβε πως η μάνα της κι η γιαγιά της είχανε δίκιο. Ο πατέρας της ήταν ένας περιττός άνθρωπος που έβλεπε τις γυναίκες σαν αναγκαίο κακό. Ούτε που κατάλαβε ποτέ πως είχε παντρευτεί μια μάντισσα. Την έκλεισε σε τέσσερις τοίχους. Μετά αφού την έκανε μάνα πολλές φορές αρρώστησε και πέθανε. Δεν πρόλαβε η Τζεμιλέ να τάξει την κόρη της στο Θεό. Πάνω που το κανόνιζε να κλειστεί η μικρή σε μοναστήρι την βρήκε και την παντρεύτηκε ένας άντρας, ίδιος ο πατέρας της. Και όπως βέβαια θα γινότανε αναπόφευκτα, όσο έζησε, έζησε και πάει κι αυτός.
Περιττολογίες.
Γ. Το Τίποτα:
Το όλον είναι πως στις Τζεμιλέ, από γενιά σε γενιά κληρώνονταν στρατιές αντρών που από κομπάρσοι της ζωής γίνονταν πρωταγωνιστές για λίγο, τις γονιμοποιούσαν, φέρνοντας στην ζωή κι άλλους άχρηστους άντρες, όπως οι ίδιοι και μετά έσβηναν, φεύγανε, βουλιάζανε στο Τίποτα. Κι αυτό το ίδιο τους το Τίποτα ήταν που αφήναν πίσω τους να γεμίζει τις ζωές των Τζεμιλέ με στεναχώρια. Μονάχα αν τύχαινε, πριν εξαφανιστούν, να γεννηθεί μια νέα Τζεμιλέ, η ζωή αποκτούσε πάλι το νόημά της. Αλλά η μοίρα ήταν αμείλικτη και για τις νέες Τζεμιλέ. Κάποτε κι αυτές θα γίνονταν κοπέλες και τότε θα ξανάρχονταν οι άντρες, και θα τις βυθίζανε κι εκείνες στα σπίτια της Ανατολής να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Κολάσεις.
Δ. Η μέρα της κηδείας:
Τον κύκλο των αδιάφορων ζωών θα έσπαγε η τελευταία Τζεμιλέ. Το ένατο παιδί. Την ημέρα της κηδείας του πατέρα της, η μικρή Τζεμιλέ, η τέταρτη, ήτανε εννιά χρονών. Τα αγόρια όλα είχανε ξετσουμίσει. Άλλοι πρόσφυγες στην Γερμανία, άλλοι στην Ελλάδα. Άλλοι στα καράβια κι άλλοι σε άχρηστες οικογένειες παντρεμένοι από την εφηβεία τους μεγαλώνανε ήδη τα δικά τους παιδιά. Δυο – δυο και τα οχτώ αγόρια είχανε φύγει από το σπίτι χαμένα σε διάφορες προσωπικές ιστορίες που εξυμνούσαν το Τίποτα. Το κοριτσάκι κι η μάνα Τζεμιλέ θάψανε τον πατέρα μόνες. Κανένας γιος δεν αξιώθηκε να φτάσει στην τελετή. Μετά περπάτησαν στην πόλη ως το βράδυ. Κάπου πριν δύσει ο ήλιος, μια τουρίστρια φωτογράφισε την Τζεμιλέ και την μάνα Τζεμιλέ στον περίβολο ενός τζαμιού, την ώρα που ένα μαύρο κι ένα άσπρο περιστέρι ανοίγανε τα φτερά τους. Σαν βγήκε η φωτογραφία και την κοιτούσες νόμιζες πως θα άκουγες τα Φτερουγίσματα. “Θα σας την στείλω” τους υποσχέθηκε η τουρίστρια.
Τάματα.
Ε. Η Φωτογραφία:
Ένα χρόνο μετά ένας φάκελος έφτασε στον προορισμό του. Η μάνα Τζεμιλέ το ήξερε. Όταν ήρθε το γράμμα βγήκε από μέσα η φωτογραφία με τα περιστέρια από την μέρα της κηδείας και λίγες λέξεις σε γλώσσα ξένη, ακαταλαβίστικη. Η μικρή που είχε μάθει λίγα αγγλικά στο σχολείο, είπε στην μάνα:
– Αυτή η κυρία που μας τράβηξε την φωτογραφία λέει έχασε τον άντρα της νωρίς. Κι είχε κι ένα παιδί – αγοράκι στην ηλικία μου εκεί στον Καναδά και πως το παιδάκι της πέθανε κι αυτό φέτος. Γι’ αυτό άργησε τόσο να μας στείλει αυτό που εκείνη την μέρα μας υποσχέθηκε. Την φωτογραφία μας και το γράμμα. Εύχεται να είμαστε τυχερές σε αυτήν την ζωή γιατί εκείνη στάθηκε άτυχη χάνοντας το παιδί της όταν γύρισε στην πατρίδα της. Τι λυπημένη ιστορία, μαμά.
Η μάνα Τζεμιλέ έκρυψε το κεφάλι στα χέρια της.
Δάκρυα.
ΣΤ. Η τελευταία Τζεμιλέ:
Άρχισε να ετοιμάζει την μικρή. Πρώτα όμως πήγε στον ξάδερφο. Που μιλούσε τρεις ή τέσσερις γλώσσες. “Θα σου δώσω το τελευταίο μου χτήμα” του είπε, “αν γράψεις ότι σου πω”. Άντρας ήταν, τι θα έκανε; Όχι θα έλεγε; Το γράμμα που άνοιξε στον Καναδά η χαροκαμένη φωτογράφος της έδωσε μια αλλόκοτη χαρά. Σε λίγες εβδομάδες βρέθηκε στο αεροδρόμιο να υποδέχεται την μικρή Τζεμιλέ στην χώρα της. Εκεί μεγάλωσε αυτό το κοριτσάκι και το έκανε γυναίκα. Το σπούδασε. Και όταν πια σιγουρεύτηκε πως η μικρή είχε την δική της ζωή, την άφησε να την ζήσει. Μόλις χθες η μικρή που μεγάλωσε αποχαιρέτισε για πάντα τη θετή της μητέρα, την Σιμόν. Και μετά από τόσα χρόνια μαζί, σήμερα μόνη κάθισε κι έγραψε αυτό που τώρα σεις διαβάζετε. Ναι, εγώ είμαι. Η Τζεμιλέ, η κόρη της Τζεμιλέ, που με έδωσε για υιοθεσία στην Σιμόν, στον ξένο τόπο, για να με σώσει. Μπας και σωθεί μαζί και το Χάρισμα.
Θαύματα.
Ζ. Η Τζεμιλέ, η Τίποτα:
Το γράμμα τότε από μάνα σε μάνα έγραφε: “Κυρία Σιμόν, θες το παιδί μου; Είναι ένα κορίτσι που αξίζει μια καλύτερη μοίρα από αυτήν που του επιφυλάσσει ο τόπος μας. Εγώ έχω οχτώ γιους να φροντίσω – ψεύδος. Και η μικρή μαθαίνει αγγλικά, πάει καλά στο σχολείο, κι εδώ στην μαύρη μου την χώρα θα έχει την μοίρα την χειρότερη των γυναικών που οι άντρες τους λείπουν. Πλάι σου θα ανθίσει. Κι εσύ θα ανθίσεις πλάι της ξανά. Αν πεις ΝΑΙ, μόνο θα πρέπει το εισιτήριο που θα την φέρει σε σένα να το βάλεις εσύ. Εγώ θα της πω πως έρχεται για λίγο, να βελτιώσει τα αγγλικά της – ψεύδος. Σιγά – σιγά θα με ξεχάσει. Δεν θα της λείπω γιατί θα πάρει από σένα αγάπη διπλή. Για το παιδί που έχασες και το παιδί που μια άλλη μάνα σου χάρισε”.
Το γράμμα έφερε την παράξενη υπογραφή: “Η Τζεμιλέ, η Τίποτα.”
Η Κυρία Σιμόν είπε: “ΝΑΙ”. Με ξεγελάσανε κι έφυγα για πάντα.
Κατά συνθήκη ψεύδη.
Η. Η Σιμόν:
Η αλήθεια είναι πως πικράθηκα όταν τα έμαθα όλα αυτά, όπως έγιναν. Η Τζεμιλέ, η Τίποτα, η πρώτη μάνα μου αφού γιάτρεψε με τον τρόπο της κι άλλες ζωές, απερίσπαστη πια από το να μεγαλώνει παιδιά αντρών που δεν αγάπησε, εκοιμήθηκε σε ένα μοναστήρι της Ανατολής. Η Σιμόν, η δεύτερη μάνα μου, λίγο πριν φύγει από τη ζωή με κάλεσε και μου έδειξε τα πάντα. Τα γράμματα που αντάλλαζαν όλα αυτά τα χρόνια η μια με την άλλη, φωτογραφίες μου που έστελνε στην μάνα μου η μάνα μου, τα πτυχία μου, όλα.
– Ίσως και να το είχες μαντέψει, μου είπε, αλλά ήθελα να το ξέρεις κι από μένα. Κι έκλεισε τα μάτια.
Ίσως και να το ήξερα, χωρίς να το ξέρω πως μεγάλωνα πλάι σε δύο γυναίκες κι όχι σε μία. Η μία με είχε και μου έλεγε συχνά πως είμαι τα Πάντα γι’ αυτήν. Κι έβρισκε τρόπο να μου το δείχνει αυτό κι εγώ να την πιστεύω. Η άλλη δεν με είχε αλλά φρόντισε εγώ να γυρίσω την μοίρα μιας οικογένειας που οι γυναίκες όλες – μάντισσες, χαράμιζαν τα χαρίσματά τους στο Τίποτα. Κι εγώ ανάμεσα στα Πάντα και στο Τίποτα έφτασα ως εδώ. Να μαντεύω πως είναι να ζεις χωρίς το παιδί σου να ξέρει πόσο το αγάπησες.
Αλήθειες.
Θ. Το Χάρισμα:
Μ’ αυτά και μ’ αυτά λέξη δεν είπα ακόμη για το Χάρισμα. Δεν μιλάω συχνά για εκείνα που από μόνα τους γίνονται και μόνα τους σε κάνουν ότι είσαι. Άλλος έχει την ικανότητα να βλέπει το μέλλον. Άλλος την δυνατότητα να αναλύει τα σύνθετα. Άλλος να προλαβαίνει, αντί να θεραπεύει κι άλλος να θεραπεύει όποιον το θέλει να θεραπευτεί. Εγώ, από Τζεμιλέ σε Τζεμιλέ, μπορούσα να βλέπω το από μέσα. Να μπαίνω στην θέση του άλλου. Κι έτσι να κάνω τα αφανέρωτα να μιλήσουν. Όπως η μάνα μου που με έστειλε στην Σιμόν. Ή η γιαγιά μου που πήγε να κλείσει την μάνα μου στο μοναστήρι μα τηνε πρόλαβε ο πατέρας μου. Ή η προγιαγιά μου που ήξερε πως ο πόνος μόνο κάνει τον άνθρωπο, άνθρωπο.
Στην άλλη άκρη του κόσμου που ζω πια, τι να κρύψω;
Αφού το να βλέπω το από μέσα, γίνεται Χάρισμα, τότε μόνο, όταν μπορώ να ανοίξω για να ‘ρθουν να κάτσουν κι άλλοι πλάι μου και να το δουν κι εκείνοι.
Χθες έκλεισα τα μάτια της μάνας μου, της Σιμόν.
Και σήμερα γράφω ανοιχτά την ιστορία που έζησε η μάνα μου η Τζεμιλέ, η Τίποτα.
Στα φανερωμένα κατοικεί η χαρά. Μόνο.
Πραγματικότητες.