Αν ξύσουμε λίγο τη Σκουριά του Χρόνου, ανακαλύπτουμε αλλόκοτες ψηφίδες μυστηρίου.
Το αλλοκοσμικό, το παραφυσικό, ήταν πάντα μαζί μας, απλώς περνούσε απαρατήρητο, χαμένο
σε κιτρινισμένα φύλλα αλλοτινών εφημερίδων και σε ξεχασμένες αφηγήσεις. Άγγελοι, δαίμονες, οπτασίες, τέρατα, εξωγήινοι, στοιχειακά όντα και αλλόκοσμα φαινόμενα γρατζούνιζαν τις Πύλες
και πολλές φορές παρείσφρεαν στη Συναινετική μας Πραγματικότητα.
από τον Θανάση Βέμπο | Ερευνητή του ανεξήγητου, συγγραφέα
Με τη χαραυγή της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, ένα γεγονός ήρθε να ταράξει τα νερά της αθηναϊκής κοινωνίας. Μια περίεργη παρέα, αποτελούμενη από τον σατιρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή (1853-1919) και διαφόρους λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, ερευνούσε τα όρια που αφορούσαν το Υπερπέραν.
Από το 1884 ο Σουρής είχε πρωτοπεριγράψει πειράματα με «κινούμενα τραπέζια» στο Ρωμπό, στα οποία όμως κυριαρχούσε το στοιχείο του ευτράπελου. Ο δαιμόνιος σατιρικός ποιητής δημοσίευε πολλά ποιήματα στα οποία υπερασπιζόταν τον Πνευματισμό, αλλά με χιούμορ.
Ο «Κύκλος των Πνευματιζομένων Ποιητών», όπως ονομάστηκε, γνώρισε ευρύτερη δημοσιότητα στα μέσα Οκτωβρίου 1891, όταν η εφημερίδα Άστυ ανέφερε ότι τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, τρεις «εκ των νοημονεστέρων της πόλεώς μας νέων» καταγίνονται με πνευματιστικές εργασίες, «ότι κινούσι τρίποδα τραπέζια, καλούσι πνεύματα αρχαίων και νέων φιλοσόφων και ποιητών, άτινα τοις υπαγορεύουσι στίχους, ίστανται προ του κατόπτρου και βλέπουσι διερχόμενα εντός αυτού φαντάσματα γυναικών περικαλλών, φίλων μορφάς, αγγέλων λευκάς πτέρυγας, παίζουσι μουσικήν χωρίς να γνωρίζωσι και ζωγραφίζουσι χωρίς ουδέποτε να έλαβον εις χείρας των την γραφίδα και τον χρωστήρα».
Κρίνοντας ότι επρόκειτο περί «πλαναισθησιών», το Άστυ είχε αποστείλει τον ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιο (1850-1936), τον νευρολόγο Σίμωνα Αποστολίδη (1854-1919) και τον συντάκτη Κακλαμάνο να παρευρεθούν σε μια σεάνς του κύκλου. Ένας του κύκλου περιήλθε σε έκσταση, οι σφυγμοί του ανέβηκαν στους 140 και, αναίσθητος στα τσιμπήματα της βελόνας, ζωγράφισε ένα πίνακα. Οι άλλοι του κύκλου εξήγησαν στους παρατηρητές ότι το έκανε υπό την επήρεια ενός πνεύματος ονόματι Μυριάς. Το πνεύμα όμως του έδινε εντολή να κάψει τα έργα όταν τα ολοκλήρωνε, ειδάλλως θα σωριαζόταν κεραυνόπληκτος.
Οι παρατηρητές έκριναν ότι το θέαμα δεν είχε καμία σχέση με τον Πνευματισμό. «Ο υπνωτιζόμενος ποιητής είναι σπανιώτατον υποκείμενον (sujet) […]. Έχει τας σπανιωτάτας ιδιότητας του αυτοϋπνωτισμού και της αυτοϋποβολής (autosuggestion). Δύναται ανά πάσαν ώραν και ανά πάσαν στιγμήν να αυτοϋπνωτισθή και να αυτοϋποβληθή, εν τη καταστάσει δε ταύτη εκτελεί ιχνογραφήματα χωρίς να κατέχη την προς τούτο απαιτουμένην τέχνην». Το Άστυ ανέφερε ότι και οι τρεις ήταν ευφάνταστοι με «νευρική ευαισθησία» στον εγκέφαλο, ενώ στις σεάνς τους επικρατούσε θρησκοληψία. Στο τέλος αποκαλύπτονταν τα ονόματα των τριών νέων: Σουρής, Πολέμης και Στρατήγης.
Ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, είχε αναπτύξει από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Σουρή. Το λογοτεχνικό έργο του χαρακτηρίστηκε από ευαισθησία και καλοσύνη. Ο Γεώργιος Στρατήγης (1860-1938) ήταν δικηγόρος και σπουδαίος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Την εποχή του δημοσιεύματος στο Άστυ, είχε ήδη μεταφράσει θεατρικά έργα των Σαίξπηρ, Γκαίτε και Ροστάν, τα οποία και ανέβηκαν στην ελληνική θεατρική σκηνή. Το 1891, οι Σουρής, Πολέμης και Στρατήγης ήταν 38, 29 και 31 χρονών αντίστοιχα.
Το θέμα πήρε διαστάσεις. Με εκτεταμένα άρθρα τις επόμενες ημέρες, το Άστυ αποκάλυψε περισσότερες πληροφορίες. Το ενδιαφέρον του κύκλου για τον Πνευματισμό ξεκίνησε, όταν είχαν κλέψει την τσάντα του Σουρή που περιείχε διάφορα αντικείμενα. Σε μια οικογενειακή συναναστροφή, με χιουμοριστική διάθεση έφεραν ένα τραπέζι και ο Πολέμης ανακάλυψε ότι μπορούσε να το κινήσει και να υποβάλει ερωτήσεις. «Αι κινήσεις τραπεζών έμειναν πράγματα λησμονημένα πλέον, μόλις δε τα επανέφερεν εις την γενικήν ομιλίαν ο απολεσθείς μάρσιππος του κ. Σουρή. Τα διασκεδαστικά αυτά πειράματα επαναλαμβάνονταν καθ’ εκάστην» (Άστυ, 18-19.10.1891). Φαίνεται πως ο Πολέμης ήταν μέντιουμ με ιδιαίτερα ισχυρές δυνάμεις. Βρισκόμενος σε υπνωτική έκσταση ζωγράφιζε χωρίς να ξέρει να ζωγραφίζει. Ο ζωγράφος Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), έκρινε πως τα έργα του ήταν αξιοπρόσεκτα. Ο Πολέμης μπορούσε ακόμα και να στρέφει το τραπέζι, προσηλώνοντας απλώς το βλέμμα του. Σύμφωνα με τον Στρατήγη, ο Πολέμης, εκτός από ικανότητες αυτοϋπνωτισμού, αυθυποβολής και τηλαισθησίας, είχε και τηλεκινητικές ικανότητες, αφού μια φορά, περνώντας από ένα δρόμο όπου υπήρχε ένα βυτίο με ένα τόνο ρετσίνι, ακούμπησε τα χέρια του πάνω κι αυτό άρχισε να τρέμει και να κινείται. Το φαινόμενο σταμάτησε, όταν ο ποιητής απομάκρυνε το χέρι του.
Όμως ποια ήταν η πεποίθηση του Κύκλου των Πνευματιζομένων Ποιητών; Ο Στρατήγης διέψευσε αυτό που είχε αναφέρει το Άστυ, ότι δηλαδή οι τρεις ποιητές πίστευαν στον φυσιολογικό χαρακτήρα των φαινομένων. «Απατάσθε. Ούτε οι φίλοι μου κ. Σουρής και Πολέμης, ούτε εγώ επαύσαμεν πιστεύοντες ότι η εκτέλεσις των εικόνων και τα άλλα πνευματιστικά θαυμάσια […] είνε απόρροια της δυνάμεως της ψυχής […]. [Πιστεύω ακράδαντα] εις τα θαυμάσια του πνευματισμού όστις είνε ο πρωτότοκος υιός του Χριστιανισμού. Και εν τη ακραδάντω και φλογερά πίστει μου […] εύρον την ανθρωπίνως σχετικήν ευτυχίαν, ην ουδαμού αλλού δύναται τις να εύρη εν τω κόσμω. Εάν τα πάντα, όπως τα εξηγείτε υμείς, είνε πλαναισθησίαι, παρακρούσεις, ψυχώσεις, τρέλλαι, έχετε υμείς την τρέλλαν της δυσπιστίας και άφετέ μας να έχωμεν την τρέλλαν της πίστεως» (Άστυ, 19-20.10.1891).