Αν ξύσουμε λίγο τη Σκουριά του Χρόνου, ανακαλύπτουμε αλλόκοτες ψηφίδες μυστηρίου.
Το αλλοκοσμικό, το παραφυσικό, ήταν πάντα μαζί μας, απλώς περνούσε απαρατήρητο, χαμένο σε κιτρινισμένα φύλλα αλλοτινών εφημερίδων και σε ξεχασμένες αφηγήσεις. Άγγελοι, δαίμονες, οπτασίες, τέρατα, εξωγήινοι, στοιχειακά όντα και αλλόκοσμα φαινόμενα γρατζούνιζαν τις Πύλες και πολλές φορές παρείσφρεαν στη Συναινετική μας Πραγματικότητα.
από τον Θανάση Βέμπο | Ερευνητή του ανεξήγητου, συγγραφέα
Τα περίφημα ΑΤΙΑ (Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα) πρωτοεμφανίστηκαν το 1947 — με τη «σύγχρονη» μορφή τους, αν και υπάρχουν πάμπολλες προγενέστερες περιπτώσεις. Για κάμποσα χρόνια έμοιαζαν να πετούν απλώς σε απόσταση. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να πληθαίνουν και οι περίφημες «στενές επαφές τρίτου τύπου», δηλαδή προσγείωση ΑΤΙΑ και συνάντηση με τους επιβάτες τους. Αυτές πλήθυναν μετά τη δεκαετία του 1960.
Εμφανίσεις ΑΤΙΑ υπάρχουν κυριολεκτικά εκατοντάδες και στη χώρα μας. Όμως υπάρχουν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες από την προπολεμική περίοδο, οι οποίες αφορούν «στενές επαφές τρίτου τύπου», ιστορίες που μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Οι σχετικές προπολεμικές αναφορές από το εξωτερικό είναι ολιγάριθμες. Αντιθέτως, στη χώρα μας, παρά το μικρό πληθυσμό, υπάρχουν κάποιες σχετικές περιπτώσεις. Αυτό δεν θα ήταν ίσως τόσο περίεργο, αν δεν υπήρχε κάτι άλλο προβληματικό: οι «στενές επαφές τρίτου τύπου» είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι ακόμα και τη σημερινή εποχή! «Λογικά» θα περίμενε κανείς να αυξηθούν, δεδομένης της μεγαλύτερης εξοικείωσης του κόσμου με το φαινόμενο και της μεγαλύτερης «διείσδυσής» του. Βέβαια, οι υπάρχουσες προπολεμικές «στενές επαφές τρίτου τύπου» διαθέτουν αρκετά μεγάλο ποσοστό αβεβαιότητας, υπό την έννοια ότι δεν ερευνήθηκαν όπως θα έπρεπε (και πώς άλλωστε, δεκαετίες αργότερα).
Μια Κυριακή του Αυγούστου του 1929 ο 19χρονος αγρότης Θεοχάρης Μουστάκας προχωρούσε με το κάρο του στην ύπαιθρο έξω από την Κρήνη Χαλκιδικής, μεταφέροντας αλεύρι. Ήταν μεσάνυχτα και το τοπίο φωτιζόταν από το φως των άστρων και του φεγγαριού. Ξαφνικά, ο Μουστάκας είδε ένα αντικείμενο που έμοιαζε με «αλεξίπτωτο» προσεδαφισμένο σε ένα χωράφι. Δίπλα του βρίσκονταν τρία κοντόσωμα ανθρωποειδή που μιλούσαν σε μια άγνωστη γλώσσα. Τα πλάσματα φορούσαν λευκά ρούχα με κουκούλες. Εκεί κοντά βρισκόταν ένας φράχτης, τον οποίο τα «ανθρωπάκια» πήδηξαν με ευκολία πολλές φορές. Ο αγρότης τρομοκρατήθηκε και επέστρεψε στην Κρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν ανακοίνωσε το γεγονός στην πλατεία του χωριού, οι συγχωριανοί του έδωσαν την κλασική ερμηνεία: ο Μουστάκας είχε δει «δαίμονες». Το περιστατικό «ξέθαψε» ο ερευνητής Κωνσταντίνος Τριανταφύλλου και προέρχεται από το αρχείο του φίλου και συνεργάτη Όμηρου Καρατζά.
Ο ερευνητής Μάκης Ποδότας ανακάλυψε ακόμα μια ασυνήθιστη περίπτωση, με μάρτυρα την Μαρία Κ. και άλλα 5-6 άτομα που την εποχή της εμπειρίας ήταν ακόμα παιδιά. Το καλοκαίρι του 1936, η παρέα έπαιζε κοντά στη θέση που βρίσκεται σήμερα το νοσοκομείο Υγεία στη λεωφόρο Κηφισίας στην Αθήνα. Τότε η περιοχή ήταν ουσιαστικά εξοχή. Λίγο πριν το μεσημέρι, η περιοχή γέμισε σκόνη. Η παρέα κοίταξε από εκεί που ερχόταν η σκόνη, προς το βορρά, και τότε είδαν: «Ένα σκάφος σαν αυγό, μεγάλο, οριζόντιο, ήταν ασημί το χρώμα του, με μέγεθος λίγο πιο μεγάλο από αεροπλάνο. Είχε ακουμπήσει στο έδαφος με κάτι μικρά ποδαράκια που είχε στο κάτω μέρος. Ήταν σε απόσταση 100-150 μέτρων από εμάς. Δεν είδαμε να ανοίγει καμία πόρτα, αλλά στο έδαφος, κάτω από το σκάφος, εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με φόρμα ολόσωμη, άσπρη, με φαρδιά ζώνη με φωτάκια. Είχε μακριά μαλλιά, μάλλον άσπρα, δεν είμαι σίγουρη, και στράφηκε προς το μέρος μας για ένα λεπτό περίπου. Μετά σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά και το κούνησε σαν να ήθελε να μας χαιρετήσει. Ξαφνικά, όπως εμφανίστηκε ο άνθρωπος, έτσι και χάθηκε. Ακούσθηκε κάτι σαν σφύριγμα διαπεραστικό και το σκάφος απογειώθηκε κατακόρυφα, ανάμεσα σε πολλή σκόνη και χώμα. Ανέβηκε κατακόρυφα στον ουρανό μέχρι που το χάσαμε από τα μάτια μας».
Υπάρχει και μια άλλη σημαντική περίπτωση από την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1938, στη Νέα Απολλωνία Θεσσαλονίκης, ο 54χρονος Γ.Ι. είχε πάει σε μια περιοχή κοντά στη λίμνη Βόλβη για να μαζέψει ξερά φύλλα. Ήταν αυγή, όταν είδε σε ένα ξέφωτο δυο ανθρώπους. Φτάνοντας σε απόσταση 15 μέτρων τους φώναξε. Εκείνοι γύρισαν τρομαγμένοι. Ήταν ψηλοί με μεγάλα κεφάλια και κοντά μαλλιά. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και τον κοιτούσαν πολύ περίεργα. Το δέρμα τους ήταν σαν ηλιοκαμένο, ή μαστιγωμένο ή πρησμένο. Οι δυο «άνθρωποι» οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι, ίσως επειδή ο Γ.Ι. βαστούσε τσεκούρι. Πίσω τους υπήρχε ένα αντικείμενο με περίπου 3 μέτρα ύψος, το οποίο στηριζόταν σε μια βάση με τρία ή τέσσερα πόδια. Το αντικείμενο είχε σχήμα σαν αυγό και πλάτος όσο χρειαζόταν για να χωρέσουν δυο άτομα. Από τη μέση και πάνω ήταν διαφανές. Οι ξένοι μπήκαν στο αντικείμενο. Η σκάλα έκλεισε και ακούστηκε ένας θόρυβος. Στην οροφή φούσκωσε κάτι σαν αερόστατο και το αντικείμενο υψώθηκε αμέσως κάθετα. Δεν πήρε καμία κλίση ούτε φάνηκε κάποια φλόγα ή καυσαέριο. Κατόπιν το αντικείμενο εξαφανίστηκε.
Ο Γ.Ι. έψαξε να βρει κάποιο ίχνος που να μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως τεκμήριο της απίστευτης συνάντησης. Πράγματι, βρήκε ένα μισοάδειο μπουκάλι. Το σκούντησε με το στειλιάρι του τσεκουριού, αυτό έπεσε, το βούλωμα έφυγε και από μέσα χύθηκε ένα πηχτό υγρό που αυτοανεφλέγη. Όπου έπεσε το υγρό έμεινε μόνο στάχτη, ενώ ακόμα και το στελιάρι άρχισε να καίγεται. Ο Γ.Ι. το έσβησε χώνοντάς το στην άμμο και αργότερα πέταξε το καμένο στειλιάρι. (Γιώργος Αστραδίνογλου, «Ένα αποκαλυπτικό περιστατικό απ’ το παρελθόν», Αστρικός Κόσμος, Απρίλιος 1983).