ΚΥΚΛΩΜΑ
1.
Στα δικά τους τα νησιά οι άνθρωποι πεθαίνανε έχοντας μισό-ζήσει όπως έλεγε η γιαγιά του:
“…νέοι! άλλοι στα χωράφια, άλλοι στις οικοδομές, άλλοι στις ξερολιθιές ή μέσα σε πρακτορεία κι άλλοι σε ψαρόβαρκες.” Βγάζανε το ψωμί τους για τις γυναίκες που μεγαλώνανε τα παιδιά τους και μετά, ξαφνικά τελείωνε όλο.
Τον άντρα τονε παίρνανε νέες οι πιο πολλές χωρίς να τον θέλουν. Όσο ήταν μαζί του υπακούανε. Μόλις μένανε με τα ορφανά από πατέρα παιδιά, εκείνες γίνονταν και μάνες και πατεράδες. Κι έτσι κι αυτές οι γυναίκες σκληραίνανε και χάνανε την δροσιά τους κι αυτοί οι άντρες σαπίζανε πεθαμένοι, ζώντας μόνο στην μνήμη των γυναικών και των παιδιών τους που κι αυτά με την σειρά τους, μοιάζανε στους πατεράδες και στις μανάδες τους και η ζωή αποκτούσε ένα ηλίθιο νόημα αφού εύκολα κι αυτό χανότανε στην πρώτη ατυχία και ξαναγεννιότανε στην τύχη σχεδόν. Πεθαμένοι και μελλοντικοί πεθαμένοι συστήνανε μια κοινότητα ανθρώπων που ζούσε με το Τίποτα και πέθαινε γι’ αυτό.
Τέτοιων πεθαμένων παιδί κι ο Μπρο.
Δεν ήταν έτσι το όνομά του αλλά ένας φίλος του, το Καλοκαίρι του ’15 στα δεκαπέντε του, του έδωσε αυτό το παρατσούκλι.
Τον φίλησε στο στόμα πρώτη φορά πίσω από το Μπαρ Liquor που κρυφά δεχότανε κι ανήλικους και του είπε πριν μπούνε μέσα για να μεθύσουν:
“Άσε με να σε λέω Μπρο. Κι εσύ αν θες να λες κι εμένα έτσι. Που είναι αδελφός στα εγγλέζικα. Και δηλώνει μια οικογένεια που δεν εξαρτάται από το αίμα. Χωρίς συγγένεια. Αυτές οι οικογένειες βλάπτουν, κάνουνε κακό, μόνο οικογένειες δεν είναι. Οι άλλες που δεν τις ενώνει το αίμα, αλλά μοιράζονται το καλό, το κακό και το ανυπόφορο, χωρίς να πάψουν να αγαπιούνται μέχρι το τέλος, αυτές που επιλέγουμε, όπως εσύ εμένα κι εγώ εσένα, αυτές είναι κύκλωμα, Μπρο. Θες να σε λέω Μπρο;”
Δεν ήξερε αν θα ‘ναι για το καλό του αν πει ναι, αλλά ήξερε πως αν δεν δεχότανε την πρόκληση, θα πέθαινε νέος και άδικα όπως ο πατέρας του κι ο παππούς του, ενώ αν συμφωνούσε έσπερνε μιαν ελπίδα κάτι να αλλάξει στην μοίρα του. Έτσι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, παίρνοντας το ρίσκο να εμπιστευτεί μιαν φρεναπάτη, αλλά και στηρίζοντας μέσα του την πιθανότητα να μοιραστεί αγάπη, κάτι που δεν είναι αυτονόητο πουθενά, ποτέ.
Και με αυτήν την κίνηση την ανεπαίσθητη και την κρυφή, ο Μπρο έχτισε την πρώτη του οικογένεια που δεν εξαρτήθηκε από το αίμα, αλλά από τον Λόγο και την Τιμή του.
2.
Τρία χρόνια μετά ο Μπρο του Μπρο, εξαφανίστηκε. Ένα ξημέρωμα μετά από μια άπραγη νύχτα, άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Είπανε πως παραπάτησε κι έπεσε από ένα βράχο στην θάλασσα, μεθυσμένος. Είπανε πως κάτι ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ανάμεσα σε συμμορίες στάθηκαν μοιραία. Είπανε πως άρπαξε ένα μικρό καράβι νυχτιάτικα κι έφυγε από το νησί για να γλυτώσει από την σκιά και τον ήλιο. Κι όχι για μακριά, για άλλο νησί, εκεί που ο Τουρισμός έρχεται πιο νωρίς κι οι γάμοι, θυμίζουν νυφοπάζαρα. Και μεγάλοι άντρες παντρεύονται φτωχά κορίτσια και μεγάλες γυναίκες φτωχά αγόρια.
Πως να αγαπάς μέχρι το τέλος κάποιον που δεν υπάρχει πια, ξαφνικά; Πως να μοιραστείς καλό και κακό σε ένα κύκλωμα που σε προδίδει αναίτια κι απότομα; Και ποια η διαφορά τότε ανάμεσα στην επιβολή και στην επιλογή μιας οικογένειας; Όπως χάθηκε ο Μπρο, χάθηκε και το μοίρασμα και η εμπιστοσύνη, και το ρίσκο του βγήκε σε κακό.
Το Καλοκαίρι το έβγαλε στο μπαρ Liquor που τον βλέπανε να πηγαίνει απόβραδο, λίγο μετά τις 9, μόνος, βαρύς και πένθιμος. Είχε γίνει δεκαοχτώ χρονών από τον Ιανουάριο που σχεδιάζανε Μπρο και Μπρο να την κοπανίσουν μαζί από το νησί, λίγο πριν έρθει και πάλι ο Τουρισμός.
Του είχε ξαναπεί:
“Να έχουμε τελειώσει και το Λύκειο για να μην μας κυνηγήσουν επειδή δεν είμαστε ενήλικες, ή χρωστάμε μαθήματα. Να μην πουν πως είμαστε ο ένας του αλλουνού, το πρεζάκι. Να μην μας πάρουν στο ψιλό οι μεγάλοι και οι γκόμενες που δεν καταλαβαίνουν. Να έχουμε ένα κίνητρο, πως φύγαμε να βρούμε μακριά καλύτερες δουλειές, λεφτά και τύχες. Να μην τους μπούμε στο μάτι. Έτσι μια νύχτα πριν μπει το Καλοκαίρι που σκάνε οι τουρίστες κι από δω και όλα πάνε πίσω, εσύ κι εγώ μ’ ένα βραδινό πλοίο θα φύγουμε. Θα σπάσουμε τους κουμπαράδες μας και θα φύγουμε. Ε; τι λες;”
Ξανά φιλιά, ξανά βλέμματα, ξανά κουνήματα των κεφαλιών, αντί για λέξεις. Τον είχε πιστέψει και τον είχε αγαπήσει. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως το πέρασμα από την Ζωή Νούμερο Ένα στην Ζωή Νούμερο Δύο θα ήτανε δύσκολο. Ή καλύτερα αδύνατο.
Την νύχτα που χάθηκε είχανε σπάσει και τους κουμπαράδες. Τα λεφτά δεν ήτανε πάρα πολλά αλλά φτάνανε για ένα κύκλωμα σαν το δικό τους, να ζήσει για λίγο καιρό χωρίς να αγωνίζεται για το μεροκάματο. Τα μάζεψε όλα ο άλλος Μπρο και του έδωσε ραντεβού χαράματα στο Λιμάνι. Ένα υπερπόντιο θα έφευγε για τον Νότο. Εκεί που λέγανε πως οι ευκαιρίες ανθίζανε στα πεζοδρόμια, δηλαδή στα τσιμέντα κι ούτε χώμα θέλανε, ούτε νερό.
3.
Πήγε κι ούτε καράβι είχε πουθενά, ούτε Μπρο. Του είπανε πως ένα μικρό πλοίο, αυτό που ένωνε νησιά κι όχι ηπείρους, έφυγε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Δεν πίστεψε τίποτα. Περίμενε μέχρι που βγήκε ο ήλιος. Κι όταν πια φαινότανε με τα μπαγκάζια του σαν βλάκας καθισμένος στον μόλο, σηκώθηκε. Πήγε σπίτι.
Κοιμήθηκε όλη μέρα στην σκιά. Τον ξύπνησε η μάνα το απόγευμα.
Του είπε:
“Σου βρήκα δουλειά, στο Πρακτορείο με τριακόσια την εβδομάδα. Τα διακόσια θα τα φέρνεις σε εμένα. Τα εκατό θα σου φτάνουν να περνάς. Έτσι κι αλλιώς δεν κάνεις για σπουδές, ούτε για τα χωράφια, όπως τ’ αδέλφια σου. Και ξέρεις κάτι αγγλικά. Θα μπορείς στις 9 που θα σχολάς να βγαίνεις. Αλλά δεν θα ξημερώνεσαι. Γιατί στις 9 το πρωί θα ξαναπιάνεις δουλειά. Να βγει το Καλοκαίρι. Ε;”
Την 1η Ιουνίου πήγε στου Πράκτορα και ξεκίνησε. Ούτε καλό θα τον έλεγες, ούτε κακό στο πόστο. Λιγάκι αφηρημένο μόνο και να σαν να είχε αφήσει τον εαυτό του. Έβαλε ως το τέλος του Καλοκαιριού είκοσι κιλά. Έπινε κάθε βράδυ. Περπάταγε από το μαγαζί μέχρι το Liquor. Στον δρόμο έτρωγε και γλυκά. Ή παγωτά. Από αυτά που πουλάνε για τους τουρίστες, της μηχανής. Στρουμπούλεψε. Όταν καθισμένος στο μπαρ έπιανε την τσέπη του να αδειάζει, έφευγε. Κάθε βράδυ. Ενενήντα μέρες. Και νύχτες. Όσο κράτησε η σεζόν, δηλαδή. Ένα πρωί, στο πρακτορείο, το αφεντικό του είπε να σταματήσει να τρώει και να πίνει τόσο πολύ:
“Σε λίγο δεν θα χωράς από τις πόρτες. Και οι πελάτες δεν θέλουνε να βλέπουνε ένα πρησμένο σακί να τους πουλάει εξωτικές εκδρομές σε σπαστά αγγλικά. Χάρη σου κάνω, να ξέρεις. Ήτανε φίλος μου ο πατέρας σου πριν πεθάνει. Κι αν συνεχίσεις έτσι, σύντομα θα πας να τον βρεις. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μείνεις χωρίς δουλειά.”
Τον κοιτούσε σαν σκυλί που το μαλώσανε.
4.
Την 1η Σεπτέμβρη τον απολύσανε. Πήρε και την αποζημίωση και έφυγε νωρίτερα. Καθώς πλησίαζε στο μπαρ του φάνηκε πως τον είδε από πίσω πλάτη να περιμένει απ’ έξω. Ταράχτηκε. Και ντράπηκε. Και για τους δύο. Ήθελε να ορμήσει πάνω του και να τον σπάσει στο ξύλο. Ήθελε να κάνει τον κινέζο και να του δείξει χαρά: Τι έγινε Μπρο; Χάθηκες! Ήθελε να κάνει πως δεν τον ξέρει να μπει μέσα και να πιει όλη την αποζημίωση σε μαύρο ρούμι. Ήθελε να το βάλει στα πόδια. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Ήθελε να πεθάνει, να πάει στο μόλο, να πέσει στην θάλασσα και να τον φάνε τα ψάρια.
Στάθηκε πίσω του ακίνητος. Ο άλλος γύρισε αργά και τον κοίταξε. Μέσα στα μάτια. Είχε μια χαρακιά που αυλάκωνε το πρόσωπό του πάνω από το φρύδι το δεξί κι αφού περνούσε ανάμεσα από την μύτη και το στόμα κατέβαινε ως το πηγούνι του στ’ αριστερά. Σαν να είχε κοπεί το πρόσωπό του διαγώνια στα δύο. Άσχημο κακό σημάδι, από αυτά που και να γεράσεις θα μείνουν εκεί να θυμίζουν το αίμα. Κανένας τους δεν γέλασε. Ούτε έκλαψε. Ο σημαδεμένος Μπρο άνοιξε τα χέρια του και πήρε μέσα τους τον χοντρούλη Μπρο. Έξω από το Liquor η κίνηση είχε αραιώσει. Κανείς τους δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Από το βάθος του ορίζοντα σηκώθηκε καπνός, σαν κάποιος να έκαιγε σκουπίδια στη χωματερή του νησιού.
Οι οικογένειες που επιλέγεις είναι κύκλωμα. Όταν περνάς σε αυτές, αυτό το πέρασμα δεν έχει γυρισμό. Και ζεις για μιαν επιστροφή.
Για πάντα.
illustration: island by John Brosio