Στα μισά ο Μάιος…
Στα μισά κι η ζωή.
Όλα στη μέση τ’ αφήνω. Το φοβάμαι το τέλος. Βγαίνω κάθε σούρουπο στην βεράντα κι αγναντεύω την ετοιμόρροπη μέρα που φεύγει. Μέσα στο μισοσκόταδο κάθομαι έτσι λίγο στο παράθυρο να ξεκουραστώ, να κάνω ένα τσιγάρο. Κι αυτό δεν το τελειώνω. Λένε ο καπνός κάτω από τα μισά σε βλάπτει διπλά. Όλα τα ήθελα στη μέση εγώ. Και τους έρωτες πριν χαλάσουν τους άλλαζα. Και τον γάμο μου στην μέση τον άφησα. Και τις σπουδές μου, για να παντρευτώ τις παράτησα. Και τα παιδιά μου, όλα μισά τα αφήνουν. Μισοτελειωμένο το πιάτο με το φαγητό η πιο μεγάλη – έχει ανορεξία. Μισοτελειωμένα τα διαβάσματα η μικρή – γιατί είναι καταφερτζού.
Εδώ ζούμε έξι μισές γυναίκες. Είναι κι η αδερφή μου μισή από κάτω στον τέταρτο. Δεν περπατάει και έχει πάντα την μισή μέρα κάποιον να την φροντίζει. Την μάνα μας την έχουμε κι αυτήν μισή από πάνω από τότε που της πέθανε ο μπαμπάς. Και τελευταίο αφήνω τον μοναχογιό μου που πήγε κι αυτός πάνω τελευταία και ζει με την γιαγιά του. Ένας όροφος δεν κάνει διαφορά αλλά γλυτώσαμε. Ο μεγάλος μου είναι ομοφυλόφιλος.
Ένας άντρας βγήκε από το σόι κι αυτός μισός. Συχνά μου λέει πως μια γυναίκα μέσα του – μισή κι αυτή – τον σπρώχνει να πάει να τα κόψει. Δεν τον κοιτάζω όταν μου μιλάει. Σηκώνεται και φεύγει, και νομίζω τα συζητάει με την γιαγιά τα υπόλοιπα. Αν ήτανε να το κάνει, θα το είχε κάνει σκέφτομαι. Μισογελάω. Τέτοιαν ώρα μόνο, μπορώ λίγο να κάτσω από τις δουλειές. Κι έρχομαι να! εδώ στο παράθυρο, και αναλογίζομαι πως θα ήταν αν αποφάσιζα να τελειώσω κάτι.
Ας πούμε το Μεγάλο Όνειρο της ζωής μου...
Τώρα θα μου πεις; Στα πενήντα; Ναι, γιατί όχι; Έξι μήνες θέλει η μικρή για να τελειώσει το σχολείο. Η μεγάλη έχει κάπως αυτονομηθεί. Δουλεύει. Η μικρή το έχει, σε μια σχολή θα μπει και θα φύγει. Ο γιος μου έχει καταβολευτεί πλάι στην μάνα μου και η αδερφή μου δεν με χρειάζεται. Ένα πρωί λοιπόν από αυτά που δεν τα πιάνει το μάτι σου και που όλοι θα λείπουν, να το κάνω. Απλά και χωρίς περιστροφές.
Δεν θα με ξαναδούν.
Δεν θα τους λείψω.
Γρήγορα θα ξεχαστώ.
Μαζί μου θα πάρω μια μικρή βαλίτσα.
Με ελάχιστα απαραίτητα.
Τίποτα δεν είναι απαραίτητο.
Κυρίως εγώ.
Και από τον δρόμο θα μαζέψω κι ένα σκυλί. Με αγαπάν τα σκυλιά. Μ’ ακολουθούν. Ποτέ δεν είχαμε ζώο. Θ’ ανέβουμε σε ένα πλοίο. Να πηγαίνει μακριά. Θα φτάσουμε βράδυ. Θα κοιμηθούμε στην άμμο. Το πρωί θα κανονίσω προσωρινά να μείνω κάπου. Μάη μήνα όλα είναι άδεια. Και απλά θα έχει τελειώσει. Όλο. Τέρμα κι οι δυο οικογένειες μέσα στο ίδιο σπίτι, τέρμα κι η μια οικογένεια σπαρμένη σε τρία σπίτια. Καμιά οικογένεια. Ο σκύλος κι εγώ. Κι απέναντι η θάλασσα.
Το αγαπώ αυτό το παράθυρο τέτοιαν ώρα.
Είναι σαν το παράθυρο στο σπίτι στο νησί.
Ολόκληρο.