Μερικοί δρόμοι δεν είναι της Συγνώμης. Είναι του Μίσους. Με λένε… Όχι δεν θα πω. Γιατί να πω; Ούτε εκείνον ήξερε κανείς πως τον λένε πριν γονατίσει.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ανήκουμε στους τυχερούς ανθρώπους της κατηγορίας μας. Στο Κάνσας από το παράθυρο του εσωτερικού κρεοπωλείου του μπαμπά κοίταζα τον δρόμο. Εμπορικός και με κόσμο. Ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά κι ο μπαμπάς ένα βράδυ είπε: “Όποιος δεν παίρνει τα γράμματα πρέπει να πάρει την ζωή από τα μαλλιά“. Δεν διέκρινε ανάμεσα σε γιους και κόρες. Με έχωσε στην δουλειά. Έκοβα τα σφαχτά με τον μπαλτά. Το έμαθα και πρόκοψα. Με μεθούσε καμιά φορά το αίμα. Στο πρώτο αγόρι που γνώρισα το είπα. “Σφάζω“. Με σήκωσε στα μακριά του χέρια και με πέταξε στο κρεβάτι. “Εγώ να δεις πως σφάζω” μου φώναξε. Κανείς δεν φανταζόταν πως ένα ισχνό, μαύρο κορίτσι θα μπορούσε να είναι ένα χαρισματικό χασαπάκι.
Μπορεί να γεννήθηκα στην Αμερική αλλά νοιώθω αφρικανή. Αυτό το είπα στον άλλο μου φίλο, ένα πανύψηλο γεροδεμένο άντρα που ήθελε να με πάρει μαζί του στην Μινεάπολις. Είχε έρθει στο κρεοπωλείο πελάτης και με είδε με τον μπαλτά. “Την παντρεύετε;” ρώτησε τον μπαμπά. “Είναι επικίνδυνη” απάντησε εκείνος, “μην την βλέπεις έτσι λιανή…“.
Δεν τον πίστεψε. Τον λέγανε Τζωρτζ και βγήκαμε έντεκα φορές. Τις μετρούσα γιατί τον ερωτεύτηκα. Αλλά η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Πριν είκοσι τόσα χρόνια έριξα μαύρη πέτρα στην νόθα πατρίδα και πέταξα για το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Εκεί που γεννήθηκε ο μπαμπάς πριν μεταναστεύσει. Με παντρεύτηκε τελικά ένας καλοκάγαθος τύπος που δεν αγάπησα ποτέ, αλλά έκανα μαζί του 8 παιδιά και την μικρή μου κόρη. Έφυγα για να ζήσω στον Ινδικό. Από το παράθυρο του κρεοπωλείου που έστησα με τον Μάρκους στο Πλάττεμπεργκ βλέπω τον ωκεανό. Εγώ σφάζω, ο Μάρκους τα πουλάει. Και ζούμε.
Ούτε νοστάλγησα, ούτε επιθύμησα, ούτε περίμενα κάτι μετά τον Τζωρτζ. Ήξερα όταν τον άφηνα πως θα δεθώ με μια κανονικότητα. Μαζί του θα ήτανε δύσκολο να είμαι ο εαυτός μου. Δύο πράγματα με κράτησαν. Η Αφρική και ο Θεός. Πήγαινα κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και ξέπλενα μπροστά Του το αίμα των κρεάτων. Με κοιτούσε από τον ουρανό.
Κι εγώ από το Παράθυρο του Ναού που έβαζε μέσα το πολύχρωμο φως Του. Αυτό το ένοιωθα σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου πράξη. Και το ότι πατούσα στα προγονικά μου σε Αυτόν το όφειλα. Τα παιδιά τα μεγάλωσα με την βεβαιότητα πως ο Θεός θα είναι ο καλύτερός τους φίλος. Την μικρή μου κόρη την πάντρεψα 15 χρονών τα Χριστούγεννα. Έφυγε με τον χοντρό της άντρα για την Μινεάπολις. Εκεί που θα ζούσα κι εγώ με τον Τζωρτζ. Της είπα να πάει να τον βρει. Πήγε.
– Μαμά σε θυμάται, μου είπε 24 Μαΐου στο τηλέφωνο, και σ’ αγαπάει ακόμη…
– Το ξέρω, της απάντησα, κι εγώ πες του.
Μου ‘πε πως είχε κάνει φυλακή, γάμο, παιδιά, διαζύγιο, πως είχε μείνει παιδί, πως, πως, πως… Την άλλη μέρα με πήρε κι έτρεμε, την άκουγα να τρέμει. Άνοιξε τηλεόραση, μου είπε, ο Τζωρτζ πεθαίνει. Το βιντεάκι σε λίγες μέρες είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.
Τέσσερεις λευκοί αστυνομικοί ακινητοποίησαν μέρα – μεσημέρι σε κεντρικό δρόμο της πόλης έγχρωμο άντρα κι ο πιο θυμωμένος από τους τέσσερεις τον στραγγάλισε. Με το γόνατό του. Ο φόνος βιντεοσκοπήθηκε από ένα κορίτσι που περνούσε από εκεί. Και μετά απαγγέλθηκαν κατηγορίες, ξέσπασαν κινητοποιήσεις παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν κοινότητες έγχρωμων όπως εγώ, που λούζονται πότε – πότε από το πολύχρωμο φως των ναών και των θεών που πιστεύουν. Ήταν ο Τζωρτζ. Που την προηγούμενη μέρα είχε μάθει για μένα κι εγώ γι αυτόν. Ξανά.
Την τέχνη μου την ξέρω καλά. Ερχόταν κάθε Σάββατο, να πάρει κρέας για την οικογένειά του. Ήσυχος άνθρωπος με τρία παιδιά. Και δεν μισούσε τους μαύρους. Λευκός. Κι αστυνομικός. Τα Σάββατα δεν δούλευε κι έκανε τζόκινγκ με φόρμα. Μετά ψώνιζε και γύριζε σπίτι με βήμα γοργό. Ερχόταν δέκα λεπτά πριν το κλείσιμο. Δεν μου ήταν δύσκολο. Τράβηξα τις κουρτίνες στο μαγαζί να μην φαίνεται ο ωκεανός. Κι ούτε ο ουρανός με τα χρώματά του να μπαίνει μέσα.
– Να σας δείξω το κιλότο, του είπα. Είναι φρεσκότατο.
Τον οδήγησα στα ψυγεία. Εκεί είναι σκοτεινά. Του έφερα μια με τον μπαλτά στην μέση του κρανίου. Δεν πρόλαβε τίποτα. Αίμα γέμισε ο τόπος παντού. Έτρεξα γρήγορα κι έβαλα έξω από την πόρτα “ΚΛΕΙΣΤΟΝ“. Τέσσερεις ώρες μου πήρε να τον τεμαχίσω. Τον έβαλα στο πίσω ψυγείο. Γύρισα σπίτι πτώμα. Ο Μάρκους με ρώτησε: “Πονάς ακόμα;” Τον κοίταξα μέσα στα μάτια. “Αύριο, το πρωί” του είπα, “θέλω να με συνοδέψεις μέχρι την Εκκλησία“.
Την Δευτέρα ο ανυποψίαστος Μάρκους τον πούλησε όλον σε μια εταιρεία που έρχεται να προμηθευτεί απομεινάρια ζώων για να ταΐζει άλλα ζώα σε ένα πάρκο με πούμα και λεοπαρδάλεις. Πληρώθηκε καλά.
– Πότε αγόρασες τόσο πολύ και χρήσιμο κρέας, με ρώτησε ο Μάρκους, μετρώντας τα λεφτά.
– Το Σάββατο, το απόγευμα, του είπα. Γι’ αυτό άργησα να γυρίσω.
Ξαφνικά το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα κόκκαλο.
– Αυτό; μου είπε, γιατί δεν το δώσαμε;
– Είναι το γόνατο, του απάντησα, κι ούτε να το βράσεις δεν αξίζει.
Πήγα και τράβηξα τις κουρτίνες που είχα ξεχάσει από το Σάββατο κλειστές. Ο ωκεανός είχε ένα γκρι μπλε χρώμα, σαν να είχε καθίσει από πάνω του ένα βαρύ σύννεφο. Παράξενο. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Και φυσούσε. Μανιασμένα φυσούσε.
Μερικοί δρόμοι δεν είναι της Συγνώμης. Είναι του Μίσους.
Ας με συγχωρέσει ο Θεός.
στην μνήμη του George Floyd