Η πόλη μούδιασε ξανά. Αν σκάψει κανείς τρελός μέσα από τα χτισμένα της, θα βρει σημάδια ξεχασμένων θανάτων. Είναι τρομακτικό: το σκουπιδιάρικο πάντα θα περνά, όσοι κι αν πεθαίνουν. «Μα πέθανε το παιδί μου πέθανε»-το σκουπιδιάρικο θα μαζεύει τις φλούδες από καρπούζι των από κάτω που τρώγανε στο μπαλκόνι το μεσημέρι και γελάγανε με ηλίθια αστεία.
Τα σπίτια του κέντρου είναι φωτισμένα με φώτα ωχρά και νιώθω κουρασμένη όπως τα παλιά ψυγεία στα μαγέρικα, που βογκάνε μόνα τους μες στη νύχτα και αντέχουν και κανείς δεν τ’ αγαπά. Κάνει αγιάζι πλοίου μες στα ψυγεία, όμως τα κρέατα δεν έχουν ζακέτα να σκεπαστούν και ψύχονται, όλο ψύχονται για να ψηθούν μετά ηδονικά πάνω σε μια επιφάνεια πύρινη και να καταναλωθούν και να αφοδευθούν και να περάσει το σκουπιδιάρικο να τα μαζέψει. Πολλά «ψ» μαζεμένα, όλα συγγενικά και αλλόκοτα.
Τα κόκαλα των εργαζομένων τρίζουν στα γραφεία κι είναι αυτός ένας ακόμα ήχος που προστίθεται στον σωρό των ήχων που δεν ακούγονται και αυτών που δεν είναι μοίρα τους να γίνουν μουσική. Σε πενήντα χρόνια, θα αρρωστήσουμε πάλι, αυτήν την φορά από τον ιό της μοναξιάς που θα έχει περάσει από την ψυχή στο σώμα και θα δημιουργεί εφέ σαύρας στο δέρμα: φολίδες και λέπια και σκασίματα.
Αυτός ο ιός θα φαίνεται και δεν θα σκοτώνει κανέναν. Θα θωρακίζει το δέρμα μας, μέχρι που το σώμα θα διπλασιάζεται και θα τριπλασιάζεται, σαν πρησμένο του νεκρού και το πρόσωπό μας θα κρύβεται πίσω από το αφυδατωμένο δέρμα ερπετού που θα έχουμε αποκτήσει. Δεν θα μπορούμε να φιλιόμαστε και να χαμογελάμε, όμως τουλάχιστον δεν θα χρειαζόμαστε μάσκες και αντισηπτικά. Θα κάνουμε, ευτυχώς, οικονομία.
Πώς τα ξέρω όλα αυτά; Ήρθε στον ύπνο μου μια γάτα έγκυος-δεν έχει πρόβλεψη σχετική ο ονειροκρίτης- και μου τα ψιθύρισε. Δυστοπία εξομολογημένη, ουκ έστι δυστοπία. Δεν ζει κανείς όπως γουστάρει. Κι όλα τα παραμύθια για κατακτήσεις ζεν και για ψυχική ισορροπία είναι, με το συμπάθειο, μπούρδες. Ονειρευόμαστε τις νύχτες και ξεχνάμε τι είδαμε. Ζούμε ζωές που ονειρεύεται σίγουρα κάποιος δαίμονας με ψυχικές διαταραχές, βαθιά χωμένος στην γλυκιά κόλασή του. Αυτός το πρωί θυμάται κάθε καρέ του εφιάλτη του: γραφείο, τάπερ, χλωρίνη, αίματα, ξενύχτια με τσιγάρα που καίνε τον λαιμό.
Τίποτε δεν διαλέγουμε, τίποτε δεν προλαβαίνουμε: γεννηθήκαμε σε συγκεκριμένα σώματα και σπίτια, μας βγάλανε ταυτότητες, μας φόρεσαν μάσκες, μας αναγκάζουν να ξυπνάμε ώρες ακατάλληλες για την πανίδα και την χλωρίδα του μυαλού μας, χρειαζόμαστε τόσο πολλή γαμημένη αγάπη, τα λεφτά δεν φτάνουν, κοιμόμαστε με χτυποκάρδι, μας υποβάλλουν την αίσθηση ότι είμαστε τυχεροί σε σχέση με άλλους.
Η θολοκουλτούρα μας μοιάζει ανεπαρκής: χίπηδες με mac λάπτοπ, ακριβά παπούτσια και χρέη στην εφορία, άνθρωποι που μιλάμε και γράφουμε για το σεξ, αλλά δεν κάνουμε σεξ, η ίδια η Ομορφιά έννοια κατακερματισμένη και, τελικά, μια μικροσκοπική ανθρώπινη μάζα μπροστά από ένα υπερμέγεθες γκράφιτι που απευθύνεται στον ουρανό, στον Θεό που έπαψε να υπάρχει από την πρώτη στιγμή που τυχόν υπήρξε.
Το απέραντο σύμπαν μας περιβάλλει χωρίς συναισθήματα κι αυτό με κάνει και ξεσπάω σε εσωτερικά δάκρυα που γίνονται κείμενα, αποφάσεις, ξένα φιλιά, λάθη, φευγιά, πόρτες που χτυπάνε δυνατά στο κλείσιμό τους.
Πενήντα χρόνια πριν την επόμενη πανδημία, πενήντα χρόνια γεμάτα πληγές. Στο πρώτο κρούσμα του νέου ιού θα κοντεύω τα ογδόντα, θα είμαι μία από τους εκατομμύρια ανθρώπους που κοντεύουν τα ογδόντα και θα υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν θα πάθουν τίποτε και δεν θα αλλάξει τίποτε για τις ζωές τους αν η δική μου πάψει ή χαλάσει ή αλλάξει.
Ο ιός της μοναξιάς θα είναι ο πιο τίμιος, είμαστε όλοι κρούσματά του, κανείς δεν λέει τίποτε στις ειδήσεις, όλες νοσούν όμως και, σε κάποια σημεία της πόλης-πρέπει να είσαι οδοιπόρος, για να τα γνωρίζεις, ασθενή μου- η μοναξιά μυρίζει τόσο έντονα, τόσο καταλυτικά που νομίζεις, για μια στιγμή, ότι δεν είσαι μόνος, αφού όλοι είναι μόνοι.
Επιστρέφω σπίτι μου που δεν λέει να μοιάσει με όλα αυτά τα φωτογραφημένα δωμάτια με τις απαλές υφές και τα έξυπνα κάδρα στους τοίχους, επιστρέφω στην υγιή μου ασθένεια, έναν έρωτα παλιωμένο δίπλα μου που βγάζει κλαράκια αγάπης και παντοτινότητας από τους αγκώνες-αχ, πώς με τρυπούν και πονάω-δεν θέλω να συμβιβαστώ, δεν θέλω να είμαι ένα κομμάτι αυτού του παζλ.
Κάτω από τις σόλες μου δυνατή κόλλα και με κρατά στην γη καρφωμένη. Μια κουκίδα της, η πόλη μου, σιχαμένα ερωτική, καφετιά υγρά που στάζουν στα λούκια και συγχρόνως τόσα αμέτρητα, πεντακάθαρα φιλιά που βάζουν τους ανθρώπους τον έναν μες στον άλλο, μια κουκίδα της πόλης μου, εγώ, συνεχώς καυλωμένη για κάτι, συνεχώς παραπονεμένη για κάτι, είμαι τόσο μα τόσο μόνη έτσι καθώς γελάω ρουφώντας το ποτό μου σε ένα ακόμα καινούργιο μαγαζί. Πλήττω την ώρα που διηγούμαι, την ώρα που σας ακούω να εξηγείστε, την ώρα που παίρνω την παραγγελία μου από την σερβιτόρα που θέλει να πάει σπίτι, να κάτσει με το παιδί της και όχι να μου εξηγεί τι διαόλους έχει μέσα η μαλακία που διάλεξα να φάω.
Και δεν γιατρεύεται αυτό το πράγμα, μες στο παπούτσι μου νιώθω το δέρμα μου να σκάει κι αν γίνω σαύρα σε μισό αιώνα θα αναρριχηθώ και θα τσουλήσω πάνω σε τοίχο με γιασεμί, η όσφρηση θα είναι η τελευταία αίσθηση που θα εξαφανιστεί, θα είναι το τελευταίο μας σύνορο με την ύπαρξη που αντιλαμβάνεται τριγύρω την βρώμα και την καθαριότητα, το λάστιχο που καίγεται και την γαρδένια που λευκαίνει άπονα τα καημένα τα μέσα μας.