Όταν η βαλίτσα με το όνομα «Καισαριανή» ανοίξει, από μέσα της θα ξεχυθούν τα δάκρυα των προσφύγων, τα κουτούκια,
η σκόνη των αλλοτινών χωματόδρομων, ο ήχος του μπουζουκιού, η μυρωδιά του βασιλικού, οι ηλικιωμένοι που αναπολώντας συνεχίζουν και οι νέοι που ζούνε την Καισαριανή των πολυκατοικιών και των διαμερισμάτων, κάποιες κόκκινες κηλίδες που ξεκινάνε από τον τοίχο του Σκοπευτηρίου, η αίσθηση ενός συνοικισμού που μεγάλωσε απότομα αλλά δεν έχασε τη ζεστασιά και τη φιλοξενία του. Τη βαλίτσα αυτή κρατάει ακόμη στα χέρια της μία ηλικιωμένη ασπρομαλλούσα κυρία που επιμένει να αφηγείται την ιστορία της Ελλάδας.
Σε τραπεζάκια και καρέκλες
Γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου
Τα πρώτα χρόνια της Καισαριανής, μόλις οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες κάτοικοί της άρχισαν να στέκονται στα πόδια τους, οι περισσότεροι προτιμούσαν να διαθέσουν το μικρό ποσό της αποζημίωσης που τους έδινε το κράτος για να ανοίξουν καταστήματα, γι’ αυτό και η επαγγελματική κίνηση ήταν μεγάλη.
Ο πλουσιότερος κάτοικος της Καισαριανής ήταν ο αρτοποιός Σωτηρίδης με περιουσία πέντε εκατομμυρίων. Ο Σωτηρίδης είχε το μεγαλύτερο από τα δέκα αρτοποιεία που υπήρχαν. Εδωδιμοπωλεία (μπακάλικα) υπήρχαν πολλά. Κάθε γειτονιά και μπακάλικο. Τα μεγαλύτερα ήταν των Σμυρνιών αδελφών Λούβαρη, του Ορφανού, του Ταμπάκη, του Αγαπητού.
Καταστήματα δεν είχαν βέβαια όλοι, υπήρχαν και οι πλανόδιοι έμποροι. Αξέχαστος o κυρ Παμίνος ο μανάβης, στην αρχή με το άσπρο του άλογο και μετά με το τρίκυκλο, αλλά πάντα με το ψάθινο καπέλο του, «μήλα, καλά μήλαααα!», ο μπάρμπα Λέλος ο ψαράς, «ψάρια, σαφριδάκια, σαρδελίτσες και γαύρο έεεεχω!» κι ο γαλατάς Τάσος Κορογώνας που μοίραζε με το γαϊδουράκι του κάθε πρωί το γάλα από τις κατσίκες που είχε στην αυλή του στο τέρμα της οδού Λυδίας. Στο τέλος της μέρας, έβαζαν τα γαϊδουράκια και τα άλογα στα ντάμια (στάβλους) για να ξεκουραστούν. Ένα από αυτά τα ντάμια υπάρχει ακόμα και σήμερα σε ένα προσφυγικό τετράγωνο.
Εφημερίδα του 1930 γράφει: «Ο Συνοικισμός της Καισαριανής, κτισμένος σε μέρος αρκετά υψηλόν, δύναται να θεωρηθεί ο περισσότερον εξοχικός. Ο αέρας του μυρίζει στην πραγματικότητα βουνό, το οποίον δεν απέχει παρά ολίγας εκατοντάδας μέτρων. Η εξαιρετικά μεγάλη λεωφόρος, η λεωφόρος Καισαριανής, συγκεντρώνει μεγάλην κίνησιν και ζωήν, από την οποία παρελαύνει όλος ο ωραιόκοσμος του Συνοικισμού. Στο κέντρο της υπάρχει μια πλατεία δενδροφυτεμένη με αρκετά καταστήματα εις τα οποίαν προσφέρονται όλες οι ποιότητες ούζου σύμφωνα με τα γούστα του κάθε πελάτη, καθώς και αρκετοί μεζέδες. Εις τα κέντρα αντιπροσωπεύεται αρκετά το ωραίον φύλον».
Είναι η εποχή που στην Καισαριανή υπάρχουν 20 και πλέον καφεζυθοπωλεία, με μεγαλύτερο του Νίκου Στραβαρίδη που διέθετε και μουσική. Έξω από το τέρμα του συνοικισμού και μέσα στα πεύκα υπήρχε του Ανδρέα και δίπλα του Κόλλια. Από τα καλύτερα καφενεία ήταν του Καραφά, του Καραμιχάλη, του Σούλιου, του Κωστή, του Ρήγα και του Παρνασσού (επί της πλατείας).
Οι ταβέρνες του Μολυνδρή, του Γκέλερη, του Τσομπανάκου (που υπάρχει μέχρι σήμερα), του Κιτσίνη, του Μαρινάκη και αργότερα τα οικογενειακά κέντρα του Tσώλη, του Τριανταφυλλόπουλου και η Νεράϊδα, μάζευαν αρκετό κόσμο. Στου Τριανταφυλλόπουλου που διέθετε και ορχήστρα είχαν τραγουδήσει τα Καλουτάκια, ο Τσιτσάνης, η Νίνου κ.α.
Φτάνουμε στα τέλη της δεκαετίας του ′50. Μέσα στο κουρείο της οδού Δεκελείας (σημερινή Λ. Μανωλίδη), ο κουρέας, συνθέτης και τραγουδιστής Νίκος Μεϊμάρης γράφει τη μουσική για το τραγούδι «Οι Γλάροι» που θα τραγουδήσει ο Πάνος Γαβαλάς, ο οποίος είχε το τσαγκαράδικό του ένα στενό παρακάτω.
Αρχές του ′60: Ο Καζαντζίδης επισκέπτεται τον Βαγγέλη Ατραΐδη στο σπίτι του στην οδό Σαλιχλί (σημερινή Ανακρέοντος) κι αρχίζει μια μεγάλη συνεργασία με 28 τραγούδια που θα τραγουδήσει ο Καζαντζίδης και μαζί του ολόκληρη η Ελλάδα («Κι αν γελάω είναι ψέμα», «Το δρομολόι της ζωής» κ.λπ.). Τραγούδια του ερμήνευσαν και ο Γαβαλάς («Σήκω πάνω-κάτσε κάτω»), ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Περπινιάδης, η Καίτη Γκρέυ κ.α.
1974: Από το μικρό τραντζιστοράκι ακούγεται το τραγούδι «Άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη», με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη που τον ανακάλυψε ο Μίκης Θεοδωράκης λίγα χρόνια πριν σ΄ ένα υπόγειο τσαγκαράδικο της Καισαριανής. Ο Καλογιάννης ερμήνευσε τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές: Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Ελευθερίου, Δημήτρη Χριστοδούλου.
Φτάσαμε στο 2021: Ο Υμηττός συνεχίζει να είναι στην ίδια θέση, όπως εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά με κάποιες δεκάδες κεραίες στην κορυφογραμμή του, τις οποίες ένας παλιός Καισαριανιώτης, ο κος Γιάννης Πολιτόπουλος, τις βάφτισε χιουμοριστικά «τα κέρατα του Υμηττού». Το δροσερό του αεράκι κατεβαίνει μέχρι την Καισαριανή που πλέον έχει μεγαλώσει. Ο Συνοικισμός έχει γίνει Δήμος από το 1934 και οι λίγοι κάτοικοι του 1922 που έφταναν «μερικάς χιλιάδας», σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί, όπως και οι επισκέπτες που καταφθάνουν απ’ όλη την Αθήνα για να γευτούν τους μικρασιάτικους μεζέδες, να πιούν το κρασάκι τους, να φάνε το γλυκό τους, να κάνουν βόλτα στο μεγάλο πάρκο του Σκοπευτηρίου
που φτάνει μέχρι το Αλεποβούνι, ή να αθληθούν.
Το Κουτούκι του αμανετζή Κώστα Τσανάκου, στην οδό Φιλαδελφείας, με τις ωραίες σαρδέλες, δεν υπάρχει πια. Γκέλερης, Μαρινάκης και Κιτσίνης ζουν μόνο στις αναμνήσεις μας. Ο Νίντος κόβει καφέ για τ’ αγγελάκια τ’ ουρανού και δίπλα του ο Βαλίνης τους μοιράζει κουρκουμπίνια και τουλουμπάκια.
Ο Ατραϊδης, ο Μεϊμάρης κι ο Καλογιάννης μας βλέπουν από ψηλά, όμως η μουσική και τα τραγούδια τους ακούγονται μέχρι σήμερα. Όλα αλλάξανε και τίποτα δεν άλλαξε.
Άξιος συνεχιστής ο Βαγγέλης Κορακάκης, στην αρχή με το «Μακάμι», ύστερα με την «Μαγιοπούλα» και σήμερα με την «Κρύπτη», γεμίζει με μελωδίες την Ελλάδα. Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει «Τη σκέψη της τρελής», «Τα ποτηράκια της καρδιάς», το «Πρώτο Φθινόπωρο»;
Τη σκυτάλη πήραν νέα μαγαζιά, κουτούκια, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες, πέριξ της πλατείας, στο Τέρμα ή κρυμμένα μέσα στα δρομάκια της πόλης.
Το Κελλάρι του Γάτου, το Κουτούκι του Καλλίνικου, Ο Μπούσουλας, Ο Λόρδος, Το Κοψίδι, Το κουτούκι της Λυδίας, Το Ρακάκι, Ο Φίτσουλας, ο Λίθος, ο Στυλίτης, η Δωδώνη, το Da Nico, κι άλλα πολλά, διάσπαρτα στα δρομάκια της πόλης σας περιμένουν να τα ανακαλύψετε. Εκεί θα βρείτε ό,τι τραβάει η ψυχή σας! Μόλις τρία χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, η όμορφη Καισαριανή θα σας εκπλήξει ευχάριστα.
Ο πλουσιότερος κάτοικος της Καισαριανής ήταν ο αρτοποιός Σωτηρίδης με περιουσία πέντε εκατομμυρίων. Ο Σωτηρίδης είχε το μεγαλύτερο από τα δέκα αρτοποιεία που υπήρχαν. Εδωδιμοπωλεία (μπακάλικα) υπήρχαν πολλά. Κάθε γειτονιά και μπακάλικο. Τα μεγαλύτερα ήταν των Σμυρνιών αδελφών Λούβαρη, του Ορφανού, του Ταμπάκη, του Αγαπητού.
Καταστήματα δεν είχαν βέβαια όλοι, υπήρχαν και οι πλανόδιοι έμποροι. Αξέχαστος o κυρ Παμίνος ο μανάβης, στην αρχή με το άσπρο του άλογο και μετά με το τρίκυκλο, αλλά πάντα με το ψάθινο καπέλο του, «μήλα, καλά μήλαααα!», ο μπάρμπα Λέλος ο ψαράς, «ψάρια, σαφριδάκια, σαρδελίτσες και γαύρο έεεεχω!» κι ο γαλατάς Τάσος Κορογώνας που μοίραζε με το γαϊδουράκι του κάθε πρωί το γάλα από τις κατσίκες που είχε στην αυλή του στο τέρμα της οδού Λυδίας. Στο τέλος της μέρας, έβαζαν τα γαϊδουράκια και τα άλογα στα ντάμια (στάβλους) για να ξεκουραστούν. Ένα από αυτά τα ντάμια υπάρχει ακόμα και σήμερα σε ένα προσφυγικό τετράγωνο.
Εφημερίδα του 1930 γράφει: «Ο Συνοικισμός της Καισαριανής, κτισμένος σε μέρος αρκετά υψηλόν, δύναται να θεωρηθεί ο περισσότερον εξοχικός. Ο αέρας του μυρίζει στην πραγματικότητα βουνό, το οποίον δεν απέχει παρά ολίγας εκατοντάδας μέτρων. Η εξαιρετικά μεγάλη λεωφόρος, η λεωφόρος Καισαριανής, συγκεντρώνει μεγάλην κίνησιν και ζωήν, από την οποία παρελαύνει όλος ο ωραιόκοσμος του Συνοικισμού. Στο κέντρο της υπάρχει μια πλατεία δενδροφυτεμένη με αρκετά καταστήματα εις τα οποίαν προσφέρονται όλες οι ποιότητες ούζου σύμφωνα με τα γούστα του κάθε πελάτη, καθώς και αρκετοί μεζέδες. Εις τα κέντρα αντιπροσωπεύεται αρκετά το ωραίον φύλον».
Είναι η εποχή που στην Καισαριανή υπάρχουν 20 και πλέον καφεζυθοπωλεία, με μεγαλύτερο του Νίκου Στραβαρίδη που διέθετε και μουσική. Έξω από το τέρμα του συνοικισμού και μέσα στα πεύκα υπήρχε του Ανδρέα και δίπλα του Κόλλια. Από τα καλύτερα καφενεία ήταν του Καραφά, του Καραμιχάλη, του Σούλιου, του Κωστή, του Ρήγα και του Παρνασσού (επί της πλατείας).
Οι ταβέρνες του Μολυνδρή, του Γκέλερη, του Τσομπανάκου (που υπάρχει μέχρι σήμερα), του Κιτσίνη, του Μαρινάκη και αργότερα τα οικογενειακά κέντρα του Tσώλη, του Τριανταφυλλόπουλου και η Νεράϊδα, μάζευαν αρκετό κόσμο. Στου Τριανταφυλλόπουλου που διέθετε και ορχήστρα είχαν τραγουδήσει τα Καλουτάκια, ο Τσιτσάνης, η Νίνου κ.α.
Φτάνουμε στα τέλη της δεκαετίας του ′50. Μέσα στο κουρείο της οδού Δεκελείας (σημερινή Λ. Μανωλίδη), ο κουρέας, συνθέτης και τραγουδιστής Νίκος Μεϊμάρης γράφει τη μουσική για το τραγούδι «Οι Γλάροι» που θα τραγουδήσει ο Πάνος Γαβαλάς, ο οποίος είχε το τσαγκαράδικό του ένα στενό παρακάτω.
Αρχές του ′60: Ο Καζαντζίδης επισκέπτεται τον Βαγγέλη Ατραΐδη στο σπίτι του στην οδό Σαλιχλί (σημερινή Ανακρέοντος) κι αρχίζει μια μεγάλη συνεργασία με 28 τραγούδια που θα τραγουδήσει ο Καζαντζίδης και μαζί του ολόκληρη η Ελλάδα («Κι αν γελάω είναι ψέμα», «Το δρομολόι της ζωής» κ.λπ.).
Τραγούδια του ερμήνευσαν και ο Γαβαλάς («Σήκω πάνω-κάτσε κάτω»), ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Περπινιάδης, η Καίτη Γκρέυ κ.α.
1974: Από το μικρό τραντζιστοράκι ακούγεται το τραγούδι «Άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη», με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη που τον ανακάλυψε ο Μίκης Θεοδωράκης λίγα χρόνια πριν σ΄ ένα υπόγειο τσαγκαράδικο της Καισαριανής. Ο Καλογιάννης ερμήνευσε τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές: Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Ελευθερίου, Δημήτρη Χριστοδούλου.
Φτάσαμε στο 2021: Ο Υμηττός συνεχίζει να είναι στην ίδια θέση, όπως εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά με κάποιες δεκάδες κεραίες στην κορυφογραμμή του, τις οποίες ένας παλιός Καισαριανιώτης, ο κος Γιάννης Πολιτόπουλος, τις βάφτισε χιουμοριστικά «τα κέρατα του Υμηττού». Το δροσερό του αεράκι κατεβαίνει μέχρι την Καισαριανή που πλέον έχει μεγαλώσει.
Ο Συνοικισμός έχει γίνει Δήμος από το 1934 και οι λίγοι κάτοικοι του 1922 που έφταναν «μερικάς χιλιάδας», σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί, όπως και οι επισκέπτες που καταφθάνουν απ’ όλη την Αθήνα για να γευτούν τους μικρασιάτικους μεζέδες, να πιούν το κρασάκι τους, να φάνε το γλυκό τους, να κάνουν βόλτα στο μεγάλο πάρκο του Σκοπευτηρίου που φτάνει μέχρι το Αλεποβούνι, ή να αθληθούν.
Το Κουτούκι του αμανετζή Κώστα Τσανάκου, στην οδό Φιλαδελφείας, με τις ωραίες σαρδέλες, δεν υπάρχει πια. Γκέλερης, Μαρινάκης και Κιτσίνης ζουν μόνο στις αναμνήσεις μας. Ο Νίντος κόβει καφέ για τ’ αγγελάκια τ’ ουρανού και δίπλα του ο Βαλίνης τους μοιράζει κουρκουμπίνια και τουλουμπάκια.
Ο Ατραϊδης, ο Μεϊμάρης κι ο Καλογιάννης μας βλέπουν από ψηλά, όμως η μουσική και τα τραγούδια τους ακούγονται μέχρι σήμερα. Όλα αλλάξανε και τίποτα δεν άλλαξε.
Άξιος συνεχιστής ο Βαγγέλης Κορακάκης, στην αρχή με το «Μακάμι», ύστερα με την «Μαγιοπούλα» και σήμερα με την «Κρύπτη», γεμίζει με μελωδίες την Ελλάδα. Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει «Τη σκέψη της τρελής», «Τα ποτηράκια της καρδιάς», το «Πρώτο Φθινόπωρο»;
Τη σκυτάλη πήραν νέα μαγαζιά, κουτούκια, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες, πέριξ της πλατείας, στο Τέρμα ή κρυμμένα μέσα στα δρομάκια της πόλης.
Το Κελλάρι του Γάτου, το Κουτούκι του Καλλίνικου, Ο Μπούσουλας, Ο Λόρδος, Το Κοψίδι, Το κουτούκι της Λυδίας, Το Ρακάκι, Ο Φίτσουλας, ο Λίθος, ο Στυλίτης, η Δωδώνη, το Da Nico, κι άλλα πολλά, διάσπαρτα στα δρομάκια της πόλης σας περιμένουν να τα ανακαλύψετε. Εκεί θα βρείτε ό,τι τραβάει η ψυχή σας! Μόλις τρία χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, η όμορφη Καισαριανή θα σας εκπλήξει ευχάριστα.