TOTE
Εργατικό και τίμιο, χωρίς πολλά πολλά. Δήμος Κολλυτού, τα Γύφτικα, Ψυρή ή Ψυρρή. Σπίτι των βέρων Αθηναίων και των εκάστοτε νεοφερμένων. Παλιά αρχοντικά, ταβερνεία με ιστορία και διάσπαρτοι κίονες. Αγαπημένος τόπος των φιλελλήνων περιηγητών.
Γειτονάκι της Ακρόπολης σε όλα, στα καλά και τα δύσκολα, να στέκει και να θαυμάζει τη δόξα ή να κλαίει με την καταστροφή. Στέκι του υποκόσμου, των μόρτηδων και των τραμπούκων. Εκκλησιάζεται παραμάσχαλα με τις αρχαίες τελετές και τα ανατολίτικα ξόρκια.
Μαχαλάς. Περιβόλι. Γενέτειρα του Πιττάκη, κατάλυμα του Παπαδιαμάντη και του Ξενόπουλου. Κόμβος εμπορίου και καταφύγιο για τους τεχνίτες. Γεμάτο λεμονόδεντρα στις αυλές των σπιτιών και βασιλικούς στα γλαστράκια των παραθύρων. Μυρίζει από γυναικεία αρώματα τυλιγμένα σε μαντήλια και βαριές φορεσιές. Κουδουνίζει από ντέφια και νταούλια. Αγκαλιάζει με τα στενοσόκκακα. Δηλώνει γειτονιά. Είναι γειτονιά.
ΤΩΡΑ
Συνοθύλευμα εποχών και χρήσεων. Χρήσεων με την κακή έννοια, συχνά. Την ημέρα εργατικό και ήμερο παζάρι. Το βράδυ προορισμός διασκέδασης. Ενδιάμεσα ταΐζει, ντύνει, ανοίγει τα θέατρα του. Τα ξενοδοχεία του φιλοξενούν τους απόγονους του Μπάιρον.
Τα ρετιρέ ανοίγουν ατελιέ και στούντιο καλλιτεχνών. Και από τα άλλα στούντιο έχει, τι να λέμε. Γραφικό. Διαφορετικό. Γεμάτο ιστορίες. Δανείζεται και δανείζει από τις γειτονικές περιοχές επιχειρήσεις, ιδέες και κόσμο.
Δεν είναι ένα, έχεις τόσες φωνές όσα και τα δρομάκια του. Στεγάζει αυτούς που το έχουν ανάγκη, είτε γιατί ανήκουν σε μια υποκουλτούρα, είτε γιατί χρειάζονται μισό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Εκλεκτικό, αλλά όχι με τους θαμώνες,με τις δραστηριότητες.
Πρωτότυπο. Θεματικό πάρκο μιας άλλης Αθήνας. Μακιγιαρισμένο πρόχειρα από την πολιτεία για να μην φαίνονται τα κουσούρια. Και τώρα; Τώρα μένει να το ζωντανέψουμε με μια πνοή βασιλικού, δυο γείτονες και το ήχο από το ντέφι.
H αξία του παλιού
Αν μπορούσες να επισκευάσεις ένα πράγμα, τι θα ήταν; Θα μάνταρες την προηγούμενή σου σχέση; Θα έβαζες να παίξει ξανά το πικάπ του θείου; Θα διόρθωνες το παρκέ στο πατρικό; Θα έσωζες από τη λήθη το αγαπημένο τζιν;
Εγώ θα άλλαζα το κούμπωμα σε ένα παλιό ψάθινο σεντουκάκι. Έχει μέσα κασέτες, από την εποχή που απέκτησα το πρώτο μου μαγνητοφωνάκι ηχογράφησης και κρατούσα προφορικό ημερολόγιο.
Έχει και κασέτες που έφτιαχνα από τα χιτ της εποχής. Νομίζω εκεί έχω και κάτι κασέτες με παραμύθια που μου είχαν πάρει οι γονείς μου. Από κάτω είχα κρύψει ραβασάκια και γράμματα από την κολλητή μου. Αυτό το σεντουκάκι περιμένει υπομονετικά στο πατρικό μου, γιατί ντράπηκα να το φέρω στο καινούριο σπίτι. Είναι σκονισμένο και με σχισμένο κούμπωμα.
Ίσως όμως αυτό το σεντουκάκι έχει να διηγηθεί για μένα περισσότερα πράγματα απ’ ότι όλο μου το φρέσκο διαμέρισμα.
Όσα καινούρια έπιπλα και να ψωνίσω από την γνωστή αλυσίδα, όσα ρούχα και αν αλλάξω στη σεζόν, πάντα νιώθω οτι τρέχω να προλάβω τον επόμενο στην αλυσίδα κατανάλωσης. Και προσπαθώ να κουμαντάρω χωρίς επιτυχία το βουνό των αντικειμένων που με αποκαλούν κάτοχο. Μέχρι και βιβλία έχω διαβάσει για το πως να ελαττώσεις τον όγκο των υπαρχόντων σου.
Με καταπίνουν. Γι’ αυτό όταν συναντάω εργαστήρια επισκευής, σταματάω. Προσπαθώ να κοιτάξω μέσα και να καταλάβω τι κάνει αυτούς τους ανθρώπους να θέλουν να επισκευάσουν την καρέκλα τους, την ώρα που μπορούν να αγοράσουν μια ολοκαίνουρια, στην ίδια τιμή. Τι μας δένει με τα πράγματα;
Χρειάστηκε να ρωτήσω τον καρεκλά. «Δεν φτιάχνουν πια τέτοιες». Δεν μου αρκεί. «Τις έχουν συνηθίσει». Θα ξεσυνηθίσουν. «Έχει ιστορία». Εκεί κάτι με έκανε να σταματήσω. Όχι, οτι πιστεύω πως η ιστορία από μόνη της προσθέτει αξία. Ο χρόνος κουβαλά γεγονότα και αυτά πέφτουν σαν χνούδια σκόνης σε ανθρώπους και αντικείμενα.
Το θέμα είναι τι κάνουμε με τούτη την ιστορία. Η απάντηση είναι χτίζουμε εμάς. Χωρίς αυτές τις ιστορίες είμαστε απλά τελίτσες. Οι ιστορίες γύρω μας ανοίγουν ένα βαρυτικό πεδίο και επεκτεινόμαστε, γινόμαστε ορατοί και ακουμπάμε τα σύνορά μας με τον διπλανό.
Ο καρεκλάς λοιπόν, έφτιαξε τη καρέκλα. Κάποτε παραδίπλα υπήρχε ένας που επισκεύαζε ξύλινους τροχούς στα κάρα. Και ένας για ταπετσαρίες. Και ένας με τα μικροσιδερικά. Αυτός αργότερα αντικαταστάθηκε από τον τύπο που έφτιαχνε ηλεκτρικές συσκευές, πριν υπάρξει η βροντερή λέξη αντιπροσωπεία. Μπορούσες ακόμα και να επιδιορθώσεις την ραπτομηχανή σου, για να σου επιδιορθώσει εκείνη τα ρούχα. Επαναχρησιμοποίηση στο τετράγωνο.
Τέτοια εργαστήρια είναι εκείνα που κάνουν να θυμάμαι την αξία των ιστοριών που λένε τα πράγματα. Ξέρω που πρέπει να φέρω το σεντουκάκι τώρα. Γιατί ο γιος μου δεν θα μάθει ποτέ τι είναι κασέτες αν δεν το κάνω.
Το 5 καθέτως του Ψυρρή
Το υπόγειο, ή το ημιυπόγειο. Η αποθήκη. Κλειστή. Κάπου κάπου ένα βαρέλι που ξέμεινε, ή λίγο σκονισμένο τζάμι. Μερικά σκαλιά, σκονισμένα και αυτά, φιλοξενούν άδεια μπουκάλια
Ισόγειο. Γκρίνια για κλειστά μαγαζιά και γκράφιτι. Φασαρία από τα μπαράκια και λαμπερές βιτρίνες. Το κατώφλι με την λακκούβα στο μωσαϊκό από τα πολλά πόδια που έχουν σταθεί εκεί.
Πρώτος. Το πατάρι με το εμπόρευμα και ένας υπάλληλος που καπνίζει στο διάλειμμα του. Η επιγραφή που χρειάζεται βάψιμο. Το πάνω πάτωμα του ταβερνείου, όπου παρατηρείς τα πόδια των θαμώνων να ακουμπάνε.
Δεύτερος όροφος. Κανείς δεν παρατηρεί τον δεύτερο. Ωστόσο, η γλάστρα με το λουλουδάκι είναι πάντα στον δεύτερο, στο μπαλκονάκι. Εκεί ζει η οικογένεια, πίσω από μισάνοιχτες κουρτίνες.
Τρίτος. Φλερτάρει με το ασανσέρ, έχει γραφεία, έχει το εργαστήρι του κοσμηματοποιού. Φαρδύ μπαλκόνι, αλλά κλειστά τα παντζούρια. Έχει ταμπέλα “Για επαγγελματική χρήση”. Έχει ουρανό.
Το ‘ξερες αυτό;
Τα δερματάδικα δεν εμφανίστηκαν στου Ψυρρή ξαφνικά, ούτε τυχαία. Υπήρχαν εργαστήρια βυρσοδεψίας στην περιοχή από τον μεσαίωνα, λόγω του Ιλισσού που περνούσε κοντά και χρησιμοποιούνταν για να πλένουν τα δέρματα.
Χάρη στη διαθεσιμότητα των υλικών άνοιξαν στην περιοχή και τα υποδηματοποίια και ύστερα οι βιοτεχνίες ετοίμου ενδύματος, ενώ αυτά με τη σειρά τους έφεραν το εμπόριο μηχανημάτων και ανταλλακτικών και τα εργαστήρια επισκευής.
Καθώς η περιοχή γέμισε εργάτες, άνοιξαν περισσότερα ταβερνεία. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Ψυριανό οικοσύστημα.
Η πρωτότυπη αρχιτεκτονική των μαγαζιών οφείλεται και πάλι στις βιοτεχνίες και τα εργοστάσια. Καθώς έκλεισαν με την επέλαση των μεγάλων παικτών του εμπορίου, άφησαν πίσω κτίρια με ψηλά ταβάνια, ελάχιστους τοίχους και αξιοπερίεργο εξοπλισμό.
Κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε καφέ και ταβέρνες, άλλα σε μουσικές σκηνές και θέατρα, escape rooms, ξενοδοχεία και ξενώνες, εργαστήρια καλλιτεχνών. Μην ξεχνάμε και τις ταράτσες με τα loft και τη θέα στην Ακρόπολη.
Το λεξικό του Ψυρρή
- Γύφτικα: Μεσαιωνική ονομασία της περιοχής λόγω της μεγάλης προσέλευσης Αιγύπτιων (παραποιημένα γύφτων) σιδηρουργών
- Σταχτοθήκη: Έτσι αποκαλούνταν παλαιότερα η γειτονική περιοχή του Κεραμεικού, επειδή χρησίμευε για να ξεφορτώνονται τα απόβλητα (στάχτες) από τα σαπωνοποιεία και τα άλλα εργαστήρια του Ψυρρή
- Μόρτηδες: Από το γαλλικό Mort (= θάνατος). Ήταν οι ριψοκίνδυνοι που ανέλαβαν χρέη νεκροθαφτών την εποχή της χολέρας και ο όρος έμεινε να περιγραφεί τους περιθωριακούς τύπους που σύχναζαν τα κακόφημα μέρη.
- Κουτσαβάκηδες: Από τον Δημήτριο Κουτσαβάκη, έναν ευερέθιστο καβγατζή της περιοχής. Ήταν οι επικίνδυνοι μάγκες που δημιουργούσαν μπελάδες στους δρόμους. Η περιβολή τους περιλάμβανε έναν σακάκι που κρεμόταν στον ένα ώμο, μουστάκα και μυτερά παπούτσια. Εξαλείφτηκαν κατά την εποχή του Τρικούπη, μετά την εκκαθάριση τους από την αστυνομική αρχή.
- Τραμπούκοι: Από την ονομασία trabucos των πούρων που μοίραζαν οι υποψήφιοι πολιτικοί για να κερδίσουν την υποστήριξη των θαμώνων των καφενάδων. Ο ρόλος τους θα ήταν να ζητωκραυγάζουν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Τι αγαπάμε στο Ψυρρή
Το χάος. Δρόμοι που ελίσσονται σαν φίδια και σε κάνουν να χάνεσαι και να βρίσκεσαι.
Η τέχνη. Λαμπροστολισμένη Πιττακή. Χρωματιστή Τουρναβίτου. Γκράφιτι παντού.
Οι γεύσεις. Άρωμα ανατολής και μαχαλά στα πάντα: στα σερμπέτια, στα μεζεδοπωλεία, στα παντοπωλεία.
Οι μουσικές. Η καρδιά του ρεμπέτικου, δεν εγκαταλείπει ποτέ το αγαπημένο είδος. Αληθινή ζωντανή μουσική, σε γνήσιο σκηνικό
Οι μυρωδιές. Οι ναργιλέδες, τα πούρα. Η γειτονιά των κουτσαβάκηδων κρατά δυνατά.
Ο κόσμος. Ούτε επίδειξη, ούτε δηθενιά. Αυθεντικό underground και παραξενιά. Κανείς δεν παρεξηγείται όμως, διαλέγουν από μια γωνιά και ζουν μονιασμένα.
Οι κρυμμένες αυλές. Ακάλυπτοι που ξέμειναν από παλιά αρχοντικά και μικρές πλατειούλες με γαρδένια. Το πράσινο της παλιάς Αθήνας.
Οι διάλογοι. Όλες οι λαλιές του κόσμου σε συννενοήση. Οι μαστόροι με το δικό τους ιδίωμα, οι νεολαίοι με την μοντέρνα αργκό και οι τουρίστες με το «Γουέρ ιζ δε Ακρόπολιζ;»
Ψηφίζω ΜΑΧΑΛΑ
Το Ψυρρή τα έχει δει όλα, υπήρξε κλείνον άστυ, υπήρξε γειτονιά εμπόρων, υπήρξε φτωχογειτονιά και κακόφημο, υπήρξε εργατική συνοικία, soho, καλλιτεχνικό στέκι, οικιστική ζώνη, κέντρο λαϊκής διασκέδασης. Συνήθως δε, υπήρξε όλα αυτά μαζί.
Η λογική στην πρωτεύουσα είναι να χωρίσουμε τα καθαρά από τα βρώμικα, τους έτσι από τους αλλιώς, τους ιδιοκτήτες από τους νοικάρηδες και τους εργάτες από τους υπαλλήλους. Τους περιθωριακούς από τους κεντροανεκτικούς.
Μια γειτονιά όμως δεν έχει στεγανά, δεν θα έπρεπε να έχει μια ονομασία και ένα σκοπό. Δεν θα έπρεπε να κινούμαστε υπάκουα σαν ρομπότ από την βιομηχανική ζώνη στην κυψέλη πολυκατοικιών περνώντας στο δρόμο από το εμπορικό μεγαθήριο να ψωνίσουμε. Η ζωή με σύνορα είναι στείρα και το ανατολίτικο κομμάτι της μεσογειακής μας βούλησης, δύσκολα χωρά σε αυτήν.
Αν δεν ανήκει αυτή η πόλη στους κατοίκους της, νησιώτες και ηπειρώτες, βέρους Αθηναίους από μεγάλα τζάκια και πρόσφυγες, σε ποιόν ανήκει; Στους δημάρχους; Με πιο δικαίωμα χρίζεται μια περιοχή «νησίδα διασκέδασης»; Τι είναι τελικά η αναβάθμιση και για ποιον γίνεται; Για κείνον τον επισκέπτη που για 3 μέρες θα περιηγηθεί στους 2 κεντρικούς δρόμους;
Γιατί το Ψυρρή δεν το βοήθησε η αναβάθμιση. Όταν πέρασε το πρώτο κύμα της και προχώρησε προς άλλες πιο κερδοφόρες περιοχές, το άφησε σύξυλο μέσα στη κρίση, χωρίς να λύσει τα προβλήματα. Χωρίς να δώσει πραγματική δύναμη στις επιχειρήσεις που κρατάνε τα μαγαζιά τους χρόνια. Χωρίς να βρει τρόπο να αποκτήσει συνολικά ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, πιο φιλικό.
Αλλά το Ψυρρή δεν νοιάστηκε, όπως δεν νοιάζεται ποτέ. Έχει αρκετά εκκεντρικό χαρακτήρα και πολλά χρόνια εμπειρίας πίσω του για να σκοτιστεί για το πρόσκαιρο ενδιαφέρον της πολιτείας. Ζει τη ζωή του, με το ρυθμό του, με τα καταστήματα, τα εργαστήρια και τα διαμερίσματα. Βρίσκει τρόπους, σε πείσμα των καιρών να κάνει ό,τι έκανε πάντα: να αντέχει σαν γειτονιά, σαν παρέα, σαν ακλόνητος, τίμιος μαχαλάς.
Γκράφιτι
Οι τοίχοι λένε ιστορίες. Όλοι οι τοίχοι. Οι άβαφοι εξιστορούν μέσα από τα σημάδια του χρόνου, μέσα από τα αυλάκια τις υγρασίας και τις ραφές των τούβλων. Διηγούνται με στόματα από σπασμένα κάγκελα και χειρονομούν με χέρια από φρεσκολαδωμένες πόρτες.
Οι βαμμένοι όμως…Οι βαμμένοι δεν μιλούν απλά. Τραγουδούν και ουρλιάζουν. Ψιθυρίζουν μελωδικά στους ρυθμούς της τζαζ κάτω από ένα αφηρημένο γκράφιτι που στοιχειώνει το σοκάκι. Ιππεύουν σαν νότες ένα κάθετο πεντάγραμμο για να δώσουν διάθεση, ρυθμό και φλόγα στο άχρωμο μπετό. Για να σε νανουρίσουν στοργικά όταν ανασκουμπώνεσαι σε ένα σκοτεινό δρομάκι. Να σου θυμίσουν ότι δεν είσαι μόνος εναντίον της ζούγκλας.
Μόνος εναντίον του τοίχου. Μόνος εναντίον στην πόλη. Δίπλα σου, μαζί σου, είναι τουλάχιστον ένας ακόμα. Ένας που κρατάει το χρωματιστό σπρέι.
Απευθείας ανταπόκριση από τα περασμένα
Όσα λόγια και να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν την ιστορία και τον ταραγμένο βίο του Ψυρρή, θα είναι λίγα. Όπως με τις μυρωδιές και τις εικόνες του, πρέπει να είσαι εκεί για να ζήσεις την ατμόσφαιρά του.
Ευτυχώς βρήκαμε κάποιους που ήταν εκεί σε άλλες εποχές και μπόρεσαν να μοιραστούν μαζί μας τα χούγια της συνοικίας. Οι ξένοι περιηγητές που περνούσαν από την Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα, έμεναν συχνά στα καταλληλότερα για την εθνογραφική τους έρευνα καταλύματα, ήτοι το Χάνι της Χουρμαδιάς και το σπίτι της οικογένειας Μακρή, που βρίσκονταν ακριβώς στο κέντρο της πολιτείας στα στενά δρομάκια του Ψυρρή. Για να δούμε τι έχουν να μας διηγηθούν λοιπόν:
Ο Ιταλός Σκροφανί, ενώ θαύμασε την γλώσσα και τη ήθη των Ελλήνων, είχε να συμπεράνει από τις γνωριμίες που έκανε, συμφωνώντας με τους προκατόχους Chanlder και Stuart: «Τα προτερήματα τους (των Ελλήνων) σκιάζονται από μερικά πατροπαράδοτα ελαττώματα: Είναι ματαιόδοξοι και εριστικοί. Αγαπούν πολύ την επίδειξη και μερικοί από τους άρχοντες τους καυχιόνται ότι κατάγονται από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Και αυτοί των εργατικών τάξεων, που μόλις τους φθάνουν όσα παίρνουν από την πολύμοχθη εργασία τους για να ζήσουν, δεν παραλείπουν στις γιορτές να αγοράζουν καινούρια ρούχα. Και τσακώνονται διαρκώς για πρωτεία, λαϊκοί και κληρικοί. Αν και φοβισμένοι από την τυραννία, λέγει ο Chandler, είναι όμως πάντα ταραχοποιοί και δεν είναι σπάνιοι οι μεταξύ των καυγάδες, οι σκευωρίες και οι κομματικοί διαπληκτισμοί, εξ αιτίας των οποίων προβαίνουν σε ενέργειες που καταντούν πολλές φορές εις βάρος των.
Και ο Stuart προσθέτει ότι, στο καφενείο συζητούνται οι υποθέσεις τις πολιτείας από αυτοσχέδιους πολιτικούς και ρήτορες. Κατά σύμπτωση το καφενείο βρίσκεται στην ίδια θέση όπου και η αρχαία Αγορά των Αθηναίων. Συνήθως ο Μητροπολίτης, σαν ανώτατη αρχή, γίνεται ο στόχος των δυσαρεστημένων.
Πολλές φορές οι Αθηναίοι χωρίζονται σε δυο εχθρικά και αντιμαχόμενο λυσσωδώς στρατόπεδα , των υπέρ και εναντίον του Μητροπολίτη. Και δεν διστάζουν αν ξοδέψουνε χρήματα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, για να δωροδοκήσουν τους ισχυρούς Τούρκους, ώστε να πετύχει το κόμμα τους. Και είναι, ανέκαθεν, ριζωμένη η κομματική προσκόλληση, με αποτέλεσμα την εθνική ζημία και βλάβη».
Δυο αιώνες αργότερα, θα μπορούσε κανείς να υπογράψει με μεγάλη ικανοποίηση κάθε λέξη του Σκροφανί. Το εντυπωσιακότερο δε, είναι πως κατά τα φαινόμενα, ο χαρακτήρας του ελληνικού λαού, διαμορφώθηκε πολύ νωρίτερα ακόμα από τον εύστοχο Ιταλό και δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο κοντινό μέλλον. Πολύ θα θέλαμε να δούμε έναν διαπληκτισμό μπλε-πράσινων με φέσια και ναργιλέδες επάνω σε σοφάδες. Και ξέρουμε και ορισμένους και από τα δυο στρατόπεδα που δεν θα έλεγαν όχι στο λάδωμα του τυράννου.
Ένας άλλος ταξιδιώτης, ο Dodwell, καθώς περιδιάβαινε πλάι στις πολυάριθμες εκκλησίες της περιοχής το 1805, έγραψε “Παρά τις πολυήμερες και αυστηρές νηστείες που επιβάλλει η θρησκεία στους Έλληνες, οι πιο θρεμμένοι και ρωμαλέοι άντρες ήταν οι παπάδες. Η όψη τους δείχνει καθαρά πως καλοτρώνε. Η εγκράτεια τους δεν είναι παροιμιώδης, ούτε τα ήθη τους ανεπίληπτα”.
Δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τον Άγγλο. Εν τω μεταξύ όλα αυτά κάτω από τουρκικό ζυγό, όπου υποτίθεται πως διώκονταν και ζούσαν ταλαίπωροι και κατατρεγμένοι. Που να ήξερε πως τα καλύτερα έπονται ακόμα…
Σημείωνε επίσης: «Οι Έλληνες προσφέρουν στους περιηγητές τραγούδια και μουσική για να τους ευχαριστήσουν, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται τα αφτιά και τα νεύρα από τους ολολυγμούς της λύρας, τους κροταλισμούς του ταμπουρά, τις στριγκλιές της πίπιζας και του νταουλιού».
Οι λαμπροί απόγονοι των τότε καγκούρων περιφέρονται ακόμα στα δρομάκια με τα φτιαγμένα αμάξια και τις στερεοφωνικές εγκαταστάσεις και ξεκουφαίνουν τους σημερινούς ήμερους τουρίστες. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.
Κλείνοντας όμως, πρέπει να αναφέρουμε και τον About, που ενώ υπήρξε εν γένει σκληρός με τους Έλληνες , έκανε μια εξαίρεση για έναν από τους πιο εμβληματικούς αντιπρόσωπους του Ψυρρή,τον Πιττακή. Γράφει το 1852 «( Ο Πιττακής) παιδί γλιστρούσε στην Ακρόπολη και αποκρυπτογραφούσε τις επιγραφές, χωρίς να λογαριάζει τους Τούρκους φρουρούς και τις κλωτσιές που έπαιρνε από πίσω. Πρώτος στη φωτιά, πρώτος στον αγώνα, πρώτος στην Ακρόπολη για να δει μήπως είχαν σπάσει καμιά κολώνα ή θρυμματίσει κανένα αέτωμα.
Γέρος ξεκουράζεται τρέχοντας από τον έναν ναό στον άλλον και προστατεύοντας σαν ένας ζηλιάρης τον έρωτά του για την Ακρόπολη».
Έτσι, γιατί πολλά μας τα είπαν οι Άγγλοι για το ήθος μας, καθώς φρόντιζαν να επιβληθούν στον νεοσύστατο κράτος. Και η αλήθεια είναι ότι ανεξαρτήτως κριτικής, δήλωσαν τελικά ερωτευμένοι με την χώρα, ξεκινώντας μια παράδοση που φτάνει ως τους σημερινούς θαμώνες των ψυρριώτικων ξενοδοχείων, που απολαμβάνουν μια μπυρίτσα στην πλατεία Ηρώων, κοιτάζοντας με περιέργεια το γραφικό ελληνικό άστυ.
*Τα αποσπάσματα από τις σημειώσεις των περιηγητών καθώς και πολλές ακόμα πολύτιμες πληροφορίες για τη θρυλική συνοικία του Ψυρρή περιέχονται στο βιβλίο της Άρτεμις Σκουμπουρίδη «Ψυρρή – η γειτονιά των ηρώων» από τις εκδόσεις Πατάκη.
Discussion about this post