Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Πρώτα με φωνάζανε Ανδρομάχη. Και πιο παλιά Πάτροκλο.
Ο Πάτροκλος ήταν ερωτευμένος με τον Αχιλλέα. Εγώ πιστεύω σε τέτοια. Από εκεί μπορεί να ξεκίνησε το κακό. Και ο παππούς μου το ‘λεγε αυτό.
Γιατί είχε κι εκείνος μέσα στο σόι του Πάτροκλους. Κι ένας από αυτούς, θειός μου, ήτανε σαν κι εμένα. Οπότε μπορεί και το DNA. Η μάνα μου όταν έμαθε πως από Πάτροκλος έγινα Ανδρομάχη, μπήκε στην Εντατική. Δεν πέθανε όμως. Έζησε για να με δει “Μια Μέρα Μετά”. Αλλά ας μην χάνω την σειρά μου.
Ανδρομάχη ζήτησα να με ονομάσουν γιατί πιο παλιά έμαθα από την γιαγιά μου για τον πατέρα μου, πως μιαν Ανδρομάχη παράτησε, για να παντρευτεί την Λέλα, την μαμά μου. Μάλιστα είχε και μια φωτογραφία του πατέρα μου, φαντάρου, με την Ανδρομάχη, μια κούκλα πλάι του.
Τώρα γιατί χωρίζεις μιαν Ανδρομάχη για να πάρεις μια Λέλα, ούτε ο Θεός δεν θέλει να το ξέρει. Εγώ πάντως εφτά μήνες σκάρτους έκανα να γεννηθώ μετά τον γάμο. Κι όταν βρέθηκα στο Νιου Τζέρσεϋ στα δεκαεννιά μου για σπουδές, το πήρα απόφαση με την μία.
«Αν δεν ξυπνήσω, Ανδρομάχη να με θάψετε», είπα στον γιατρό μέσα στο χειρουργείο. Μια χαρά ξύπνησα, κι έζησα καλά εκεί κάμποσο κι όταν γύρισα πίσω ακόμη καλύτερα. Έφτασα στην Ελλάδα, μετά από τρεις πλαστικές, φτυστή εκείνη, από την παλιά φωτογραφία με τον φαντάρο. Ψηλοτάκουνη, βυζαρού αλλά και κάπως ανήσυχη. Η μαμά δεν ήρθε να με δει.
Ο μπαμπάς μου όμως ήρθε. Όταν μπήκε στο ξενοδοχείο το βλέμμα του πάγωσε. Μετά με φίλησε. Μείναμε τρεις ώρες κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο στο Μοναστηράκι. Στο τέλος μου είπε “Ξέρεις η Ανδρομάχη μια μέρα μετά τον γάμο μου με την μάνα σου φαρμακώθηκε… και το ‘χω βάρος”.
Τον φίλησα βαθιά μέσα στο στόμα. Με κοίταξε στα μάτια όλο δάκρυα. “Πως να σε φωνάζω” με ρώτησε πριν φύγει, “Ανδρομάχη δεν μπορώ… δεν θέλω”.
“Μια Μέρα Μετά” του είπα. “Να με φωνάζεις Μια Μέρα Μετά.” Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Μέχρι προχτές που έσκυψα και τον φίλησα πριν κλείσουνε την κάσα. Όλοι κοιτάζανε καλά – καλά μέσα στην εκκλησία.
Πλησίασα την μάνα μου. «Εγώ κόρες δεν έχω» μου πέταξε η γριά σκληρά, με το βλέμμα στα στέφανα. Μονάχα γιους και νύφες. Τα εγγόνια της κρυφογελούσαν όσο μιλούσαμε. «Και τι όνομα είναι αυτό;» με ρώτησε απότομα. «Τρεις λέξεις;»…
Για τέτοιες στιγμές αξίζουν όλα:. «Ναι τρεις» της απάντησα. «Πως λέμε Πάτροκλος Παπαδέας του Θεμιστοκλή; Είναι και το πατρώνυμο μέσα».
Όταν τελείωσε η τελετή όλοι πήγανε για κονιάκ. Είχε καλό καιρό και είπα να περπατήσω μέχρι το σπίτι. Σκεφτόμουν: Θα μου έλειπε ο μπαμπάς. Αλλά νομίζω σε αυτήν την ιστορία κανείς δεν μετάνιωσε περισσότερο από εκείνον. Και μόνο για αυτό άξιζε τον κόπο.