ΠΑΡΩΝ
1. Και κατοικήθηκε το απέναντι το σπίτι.
Που ήταν έρημος ο δρόμος τόσες μέρες και να που γέμισε ξαφνικά με φως… Ανάψανε οι νέοι ένοικοι τα φώτα το βράδυ κι όλα έδειξαν αλλιώς στο πεζοδρόμιο. Πέρασε κι ένας αλλοδαπός από κάτω και κοίταξε ψηλά. Σήμερα όλοι είναι σκυφτοί και να κοιτάζεις ψηλά είναι καλό σημάδι. Άλλαξε η διάθεσή μου. Πήγα έκανα ένα ντους κι έβαλα άρωμα. Κάθισα στο μπαλκόνι και πήρα την κιθάρα. Άρχισα να παίζω.
Βγήκανε κάτι κοπέλες από απέναντι. Κι ένα αγόρι δεκαέξι – δεκαεπτά. Όλοι τους κάτι μου θυμίζανε. Μα κι εγώ ίσως κάποιον να τους θύμιζα. Όταν τελείωσα χειροκρότησαν. “Έλα εδώ” μου είπε σε άλλη γλώσσα το παιδί, “εκεί δεν φαίνεσαι”. “Φτάνει να ακούγομαι” του απάντησα εγώ στην δική μου γλώσσα. “Να έρθω εγώ;” μου φώναξε. “Δεν φοβάσαι” του είπα.
2. Ήρθε.
Κατέβηκε από το ένα σπίτι στον πρώτο, το ακατοίκητο μέχρι χτες, διέσχισε τον άδειο δρόμο και πέρασε στο απέναντι, το φωτισμένο και ήρθε. Κι εγώ στον πρώτο. Οι αδελφές του προτίμησαν να μείνουν ασφαλείς. Δεν ήταν εύκολο να πούμε πολλά γιατί κοινή γλώσσα δεν είχαμε. Εγώ έπαιξα όμως όλα τα τραγούδια που ήξερα στα αγγλικά. Και τ’ αγγλικά θυμίζουν όλες τις γλώσσες.
Όταν έφυγε – κοντά στα μεσάνυχτα – είχε μεθύσει από τα μαρτίνι μου. Ντράι. Εγώ δεν πίνω πια. Καφέ έπινα. Αλλά του έβαζα. Κι όχι δεν ζήλευα. Σαν να μην είχα πιει ποτέ. Τι ωραία να ‘μουν με όλα τ’ άλλα έτσι. Να μην φοβόμουν, ας πούμε. Και να μην λαχταρούσα… Δεν βαριέσαι, δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Την άλλη μέρα έγινε το ίδιο. Και την παράλλη. Είκοσι μέρες κράτησε να βλέπω τα κορίτσια από απέναντι μισοφωτισμένα, να τους παίζω μουσική, να με χειροκροτούν κι εκείνος δίπλα μου, να πίνει το ένα μαρτίνι πάνω στ’ άλλο.
Στο τέλος έφερνε εκείνος ένα μπουκάλι και κάθε βράδυ άδειαζε το μισό. Θα τέλειωνε κι ο Απρίλης σε λίγο κι είχε γίνει συνήθεια να έρχεται κάθε βράδυ ο μικρός. Την μέρα τους κατάπινε το φως. Ούτε να μπαίνουν, ούτε να βγαίνουν τους είδα ποτέ. Και τα παραθυρόφυλλα κλειστά σαν να μην έμενε κανείς.
3. Κι ένα πρωί φύγανε και κανείς δεν τους είδε να φεύγουν.
Μόνο κατά το σούρουπο που ξαναβγήκα στο μπαλκόνι για τα συνηθισμένα συνθήματα – “Έλα από δω”, “το θες πολύ”, “σαν τρελός”, “καλά έρχομαι” – το σπίτι ήτανε κλειστό και σάστισα. Θεοσκότεινα. Μου ‘ρθε μια λύπη. Πρώτα έκπληξη, μετά λύπη και μετά ήρθε ο θυμός. Μα να μην μου πει τίποτα. έτσι κάνουνε οι φίλοι; Ποιοι φίλοι, σκέφτηκα μετά. Τόσες μέρες μια λέξη δεν είπαμε. Μόνο μάτια. Και μουσική. Κάτι χαμόγελα, χειροκροτήματα, αγγίγματα και ντράι μαρτίνι. Μόνο. Ούτε μια αγκαλιά.
Λένε οι γιατροί κανείς να μην αγκαλιάζει κανέναν όσο διαρκεί η επιδημία. Κανείς. Και τώρα κανείς. “Θα κάνω σαν να μην ήρθανε ποτέ”. Το βράδυ είδα στον ύπνο μου φωτιές. Και να πηδάει από μέσα ο μικρός και να του αρπάζουν τα μαλλιά και τα ρούχα. Και να πέφτω πάνω του να τον σβήσω. Και να καίγομαι.
4. “Πότε φύγανε;” πρωί – πρωί από το μπαλκόνι μου, ρώτησα την γυναίκα που ερχότανε κάθε Τρίτη πρωί να καθαρίσει, απέναντι.
“Ποιοι να φύγουν;” με ρώτησε με την σειρά της η γυναίκα… “Αυτοί που ερχόσουν κάθε Τρίτη και καθάριζες, τα κορίτσια κι ο μικρός;” Με κοίταξε λοξά… “Έχω να ‘ρθω πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας, πάτωσε η δουλειά,… αλλά κι εσύ μπερδεμένα τα έχεις από το μέσα – μέσα ;;;” είπε και κούνησε το κεφάλι. “Και σήμερα γιατί ήρθες, Τρίτη δεν είναι;”
Με κοίταξε κατάματα, την τύφλωνε κι ο ήλιος: “Είναι κάτι ξένοι, για μια εξαφάνιση έρχονται, μεγάλοι άνθρωποι και μην με καθυστερείς, φτάνουν όπου να ‘ναι, έχουν και δύο παιδιά, τρία είχανε, αυτά ξέρω”. Μπήκε μέσα. Μπήκα κι εγώ. Ήθελα καφέ. Κάτι μου φαινότανε γελοίο.
Ακούστηκε σε λίγο ένα ταξί. Και ξοπίσω άλλο ένα. Από το πρώτο βγήκαν δυο ηλικιωμένοι. Από το δεύτερο, δύο κοπέλες”.
Με τόσο εκτυφλωτικό φως δεν γίνεται κανείς να κοιταχτεί στα μάτια… Αλλά μου φάνηκαν γνώριμες οι φυσιογνωμίες. Κοιμήθηκα μετά όλη μέρα και τ’ απόγευμα ξύπνησα με την λαχτάρα πως θα τον δω. Οι ηλικιωμένοι στο μπαλκόνι, δειπνούσαν. Εγώ πήρα την κιθάρα. Με χαιρέτησαν. Βγήκε πρώτα το ένα κορίτσι, μετά το άλλο. Τις αναγνώρισα. Αλλά εκείνες με κοιτούσαν σαν να με έβλεπαν για πρώτη φορά. Δεν κρατήθηκα. “Που είναι ο αδελφός σας;” φώναξα. Φοβήθηκαν. Μπήκαν μέσα βιαστικές. Κι οι ηλικιωμένοι έδειξαν ανήσυχοι. Τελείωσαν άρον – άρον το λιτό τους δείπνο και κρύφτηκαν.
5. Δεν είχα άλλη επιλογή. Το πρωί κατέβηκα και χτύπησα την απέναντι πόρτα.
Μου άνοιξαν. Μπήκα στο σαλόνι. Η μητέρα μου έβγαλε έναν καφέ. Ο πατέρας άκουσε όσα του είπα σε σπαστά αγγλικά. Με κοιτούσε εξεταστικά. Όταν τελείωσα έβγαλε μια φωτογραφία από την τσέπη του και με πλησίασε. “Αυτός είναι” μου είπε και μου την έδειξε. Αναγνώρισα αμέσως τον φίλο μου. “Ναι” απάντησα, “αυτός”. Τα κορίτσια βγήκαν στην πόρτα του δωματίου.
Στο παράθυρο που έβλεπε στο μπαλκόνι τους μια κουρτίνα ανέμισε. “Εντάξει” μου είπε, “είμαστε σε καλό δρόμο, σας ευχαριστούμε”. Ζήτησα να μου πουν. “Ο γιος μας σκοτώθηκε… Πέρυσι. Από τότε ζει μαζί μας, αλλά μόνο σαν φάντασμα. Συχνά δραπετεύει και εμείς ακολουθούμε τα ίχνη του. Δεν προλάβαμε να τον θάψουμε με χριστιανικό τρόπο. Σας επισκέφτηκε πριν από εμάς… Αλλά δεν μπορεί να μείνει για πάντα έτσι.” “Πως δηλαδή;” ρώτησα χωρίς να σκέφτομαι.
“Απέθαντος” απάντησε ο πατέρας. “Με την βοήθεια όσων τον βλέπουν, όπως εσείς, ξέρουμε πως είμαστε προς την σωστή κατεύθυνση. Αργά ή γρήγορα θα τον εντοπίσουμε. Όταν γίνει αυτό θα θέλατε να είστε παρών στην κηδεία του; Είστε ένας από αυτούς που επισκέφτηκε. Το δικαιούστε!” Απάντησα “Ναι”. Ήθελα να πω ακόμη: Δεν με αποχαιρέτησε. Ούτε εγώ πρόλαβα. Δεν είχε όμως καμιά σημασία.
Ήξερα πως θα τηρήσουν το λόγο τους. Γύρισα σπίτι. Βρήκα το μισοτελειωμένο μπουκάλι μαρτίνι. Το άνοιξα και το έχυσα στον νεροχύτη. Το βράδυ το σπίτι ήτανε πάλι σκοτεινό. Κάθισα σιωπηλός στο μπαλκόνι. Άναψα ένα τσιγάρο. Η Άνοιξη φέτος θα τελείωνε χωρίς να πιάσω την κιθάρα μου και να παίξω άλλο. Είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Μπήκα μέσα και τράβηξα τις κουρτίνες.