Γιορτάζουμε και τιμούμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821; Η ιστορία είναι περίεργο πράγμα, ο καθένας μπορεί να απομονώσει ένα ή δύο γεγονότα, μία και δύο φράσεις και έτσι να στήσει μία αφήγηση που να ταιριάζει στον ψυχισμό του, στην ιδεολογία του και δυστυχώς και στον σχεδιασμό του… Σε αυτήν την στήλη θα απαντιούνται ”μικρές” ερωτήσεις που αφορούν σημαντικές στιγμές του Αγώνα.
«Από τους 24.000 στρατιώτες που είχαν συνολικά εκστρατεύσει στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1827 είχαν απομείνει στον Ιμπραήμ μόλις 8.0000 σε κακή κατάσταση, υποσιτισμένοι, αρκετοί εξ αυτών τραυματίες,
απλήρωτοι και με πολύ χαμηλό ηθικό».
Ιωάννης Δασκαρόλης,
Γενναίος Κολοκοτρώνης: Ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821 / Εκδόσεις Παπαζήση.
Είναι γνωστή η άποψη που διακινείται από πολλές πλευρές της ιστοριογραφίας –κυρίως, όμως, της εθνοαποδομητικής σχολής– ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε σβήσει από την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ότι την ανέστησε η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Η Ελληνική Ανεξαρτησία, επομένως, υπήρξε δοτή και χαρίστηκε από τα πάνω οφείλεται δε περισσότερο στην υποτιθέμενη «γενναιοδωρία» των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στην άποψη αυτή περιέργως συγκλίνουν φωνές κατά τα άλλα αντιθετικές. Θα την ακούσει κανείς από πολλούς εκπροσώπους της επίσημης Επιτροπής της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη «Ελλάδα 2021», που πρεσβεύουν μια αγγλοσαξονική, αποδομητική προσέγγιση στην Εθνική μας Παλιγγενεσία. Συχνά όμως, αναπαράγεται και σε σχήματα που έρχονται υποτίθεται να καταγγείλουν αυτήν την εθνοαποδόμηση, με μια εντελώς διαφορετική διάθεση: Να καταδείξουν τις συνθήκες ασφυκτικής προστασίας υπό τις οποίες γεννιέται το σύγχρονο ελληνικό κράτος –σαν ένα ιδρυτικό γεγονός που το εγκλωβίζει ήδη από την προπαρασκευή της ύπαρξής του στις δαγκάνες της προστασίας.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση έγκειται στο γεγονός ότι υποτιμάει τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα –και μαζί τους– την τιτάνια προσπάθεια της Επανάστασης να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του διχασμού και των εμφύλιων αντιπαραθέσεων, δίνοντας την κρισιμότερή της στιγμή έναν αγώνα για την ίδια της την επιβίωση.
Το Ναυαρίνο είναι το επιστέγασμα, όχι η καθοριστική πράξη αυτής της προσπάθειας· δεν θα είχε συντελεστεί, για παράδειγμα, αν η μάχη που έδωσαν οι Έλληνες υπό τον Μακρυγιάννη, τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Χατζημιχάλη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στους Μύλους (Ιούνιος 1825) είχε θετική για τον Ιμπράημ έκβαση.
Σε αυτό το ενδεχόμενο, ο δρόμος για το Ναύπλιο ήταν ανοιχτός, και τα στρατεύματά του θα καταλάμβαναν την έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης. Δεν θα συνέβαινε, επίσης, δίχως το Μεσολόγγι (αυτό αναγκάζονται να το παραδεχθούν και οι ίδιοι οι φορείς των εθνοαποδομητικών αφηγημάτων) όπου πέρα από τον αντίκτυπο που είχε η Πολιορκία και η Έξοδος (Απρίλιος 1826) στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και διπλωματία, οι Έλληνες θα καταφέρουν και σημαντικότατες απώλειες στην στρατιά του Ιμπραήμ.
Ούτε, θα φτάναμε στην γαλλική, αγγλική και ρωσική ναυμαχία που κατέστρεψε τον αιγυπτιακό στόλο, αν οι Μανιάτες δεν απέκρουαν την εισβολή του Ιμπραήμ στη Μάνη ή αν οπλαρχηγοί όπως ο Νικηταράς, ή ο Γενναίος Κολοκοτρώνης δεν είχαν επιδοθεί το 1826-1827 σ’ ένα λυσσαλέο αντάρτικο εναντίον των Αιγυπτιακών σωμάτων στην Αρκαδία και την Αργολίδα.
«Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Γάλλο Lauvergne», μας λέει ο ιστορικός Ιωάννης Δασκαρόλης, σε συνέχεια του αποσπάσματος που παρατέθηκε εισαγωγικά «ο Ιμπραήμ είχε μπροστά του έναν λαό που πολεμούσε με το πάθος της απελπισίας. Άρα ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον πόλεμο εξόντωσης ώσπου ένας από τους δύο αντιπάλους να παραδεχθεί ότι ηττήθηκε. Αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να είναι οι Έλληνες, καθώς είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν ως τον θάνατο».
Είναι αυτό ακριβώς το «πάθος της απελπισίας» που εξανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να διαπιστώσουν πως γυρισμός δεν υπάρχει για την μοίρα της επαναστατημένης Ελλάδας. Ούτως ή άλλως, η οριστική ήττα της ελληνικής επανάστασης με τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και έναν Σουλτάνο να διψάει για εκδίκηση θα σήμανε ένα νέο ξέσπασμα της Οθωμανικής μανίας που σάρωσε την επικράτειά της έπειτα από τα Ορλωφικά, όπου χάθηκαν περίπου 100.000, το 1/3 του ελληνικού πληθυσμού της Πελοποννήσου.
Δεν ήταν, επομένως, μόνο η ύπαρξη της επανάστασης που παιζόταν με την επιβίωση του αγώνα, αλλά η ύπαρξη των ίδιων των Ελλήνων. Εξ’ ου και το «πάθος της απελπισίας». Το οποίο, με τη σειρά του, θα υψώσει ένα ηθικό μεγαλείο με αντίκτυπο οικουμενικό, που θα συγκλονίσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, και θα αναγκάσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν.
Είναι η αγωνιώδης και συνάμα ηρωϊκή συνέχεια, επομένως, και όχι το σβήσιμο της Ελληνικής Επανάστασης που θα δώσει κίνηση στον διπλωματικό μαραθώνιο για την επίσημη αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. Στρεβλή αυτή; Ναι. Κουτσουρεμένη; Ναι. Υπό την αίρεση της ξένης προστασίας; Σαφώς (και ας όψονται οι εμφύλιοι). Δική μας, όμως. Καρπός του Αγώνα των Ελλήνων. Δεν υπάρχει Επανάσταση, εξ άλλου, στην εποχή του 1821, που να γνωρίζει τόσο καθολική διεθνή υποστήριξη –ούτε η Αμερικάνικη, ούτε η Γαλλική δεν θα το επιτύχουν δίχως να πολώσουν τις κοινωνίες της εποχής τους. Αποτελεί αυτό άραγε ένδειξη ήττας;
QUIZ
Ποιος το είπε: «Η χρονολογία-κλειδί και το κρισιμότερο γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης συχνά παραβλέφθηκαν ή και υποτιμήθηκαν, ακόμα και από τους ιστοριογράφους της. Η αποφασιστική στιγμή ήλθε στις 3 Φεβρουαρίου 1830, όχι στο πεδίο της μάχης, ούτε καν επί ελληνικού εδάφους, αλλά σε μια τυπική σύσκεψη που έλαβε χώρα στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, στο Whitehall»…
Στο επόμενο άρθρο η απάντηση….