Βγαίνω στο δρόμο και τα βλέπω όλα θολά. Ένα πέπλο υγρασίας τυλίγει την πόλη. Να φταίνε οι τρεις μέρες συνεχόμενης βροχόπτωσης; Να φταίνε οι σαράντα μέρες συνεχόμενης κλεισούρας;
Δεν αργώ να καταλάβω ότι φταίνε όλα τα παραπάνω μαζί με τον καταστροφικό συνδυασμό ‘μάσκα-γυαλιά μυωπίας’. Είναι η μόνη φορά που ζηλεύω τα αυτοκίνητα χάρη στους υαλοκαθαριστήρες τους. Προσπαθώ να αναπνέω μόνο από τη μύτη μπας και περιορίσω τους υδρατμούς. Αυτό κάνει τα πράγματα λίγο χειρότερα γιατί το αποτέλεσμα είναι μία θαμπή κούραση.
Δεν έχω ιδέα πού πάω αλλά δε με νοιάζει. Περπατάω ενστικτωδώς στους δρόμους των Αμπελοκήπων κινούμενη από αυτό το μυστήριο συναίσθημα που σου προκαλεί η εξερεύνηση. Μετά από πολλά μέτρα οριζόντιου και κάθετου μπετόν αρχίζουν να ξεπροβάλλουν ένας-ένας μικροί χώροι πρασίνου. Αυτό που νιώθω, μου θυμίζει εκείνη την αίσθηση λαχτάρας που είχα όταν πλησίαζα τις ξύλινες κατασκευές στο κοτέτσι του παππού μου και τελικά έβρισκα ανάμεσα στα άχυρα τις μικρές οβάλ εκπλήξεις, τα αυγά.
«Μικρό πάρκο Μιχαήλ Μελά και Έλενας Βενιζέλου». «Μικρή πλατεία Πιτανής και Γεροστάθη». «Κήπος θείας Λένας». «Πάρκο Φιλήμονος». Περνάω από μέσα τους και κάθε φορά που βγαίνω νιώθω λίγο πιο κοντά στον στόχο μου. Αλλά η μάσκα δεν λέει να κατέβει ακόμη. Απομακρύνω τα γυαλιά μου σχεδόν κάθε δεκαπέντε δευτερόλεπτα για να ξεϊδρώσουν.
Με τη διακοσιοστή επανατοποθέτησή τους βλέπω καθαρά μία μικρή ζούγκλα. Το «Πάρκο Μελίνας Μερκούρη» είναι τόσο μινιόν αλλά η βλάστηση τόσο πυκνή, που δεν μπορείς καλά-καλά να διακρίνεις τον περίγυρο. Βρεγμένο χώμα και τιτιβίσματα. Ένας σπίνος κάθεται πάνω σε ένα παγκάκι, κάνει δυο τρία πηδήματα, δε βολεύεται και φεύγει προς τα δεξιά. Τον ακολουθώ τρέχοντας χωρίς να ξέρω γιατί ακριβώς, όπως η Αλίκη το κουνέλι.
Τελικά όντως με οδηγεί στην αστική χώρα των θαυμάτων. Το θεόρατο αδερφάκι όλων των προηγούμενων μικροσκοπικών δασών στέκεται απέναντί μου: το δάσος του Λυκαβηττού.
Βουτάω μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και χωρίς μάσκα. Ανηφορίζω. Τα χώματα και οι πέτρες είναι αναμφίβολα πιο βολικά στο περπάτημα απ’ ότι τα πεζοδρόμια. Έχω γίνει τόσο ψηλή όσο οι παρακείμενες πολυκατοικίες.
Σε λίγο θα τις ξεπεράσω. Μπαίνω πιο βαθιά για να συγκριθώ πλέον μόνο με τα δέντρα. Αυτά βέβαια δε θα τα φτάσω ποτέ. Αλλά ποσώς μ’ ενδιαφέρει. Πεύκα, κυπαρίσσια, ελιές. Οι κορμοί τους κρατάνε τις απαραίτητες αποστάσεις αλλά να που οι κορυφές τους καταλήγουν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Απορώ γιατί οι άνθρωποι στολίζουμε δέντρα τα Χριστούγεννα αφού είναι από μόνα τους ένα στολίδι.
Στα χαμηλά, ξεφυτρώνουν παντού αλόες, κιτρινόξυλα και διάφορα άλλα θαμνοειδή που χύνονται πάνω σε άλλα θαμνοειδή και φτιάχνουν ένα οριζόντιο γαϊτανάκι στις αποχρώσεις του πράσινου. Τα κυκλάμινα –ίσως οι πιο κοντοί κάτοικοι εδώ– έχουν χάσει τα λουλούδια τους και τα φύλλα τους διακοσμούν το έδαφος δημιουργώντας ένα φυσικό μωσαϊκό από λεπτεπίλεπτες καρδιές.
Ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε ένα ξέφωτο γεμάτο φραγκοσυκιές με μωβοφούξια καρπούς. Από τη μια πλευρά η απέραντη πόλη. Διακρίνω το Καλλιμάρμαρο, την Ακρόπολη και στο βάθος θάλασσα. Από την άλλη, σχεδόν με σκεπάζει ο βράχος του Λυκαβηττού. Από δω και πέρα ξεκινάει το ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι που βγάζει μέχρι την κορυφή του βράχου.
Πόλη και βράχος άλλοτε στα δεξιά και άλλοτε στα αριστερά μου. Οι φραγκοσυκιές με συνοδεύουν καθ’ όλη την ανάβαση και κάπως για λίγο νιώθω ότι περπατάω στις καυτές ασφάλτους των φιδωτών δρόμων των Κυκλάδων όπου κι εκεί οι φραγκοσυκιές έχουν την τιμητική τους. Αφήνω όμως πίσω μου τα καλοκαίρια. Φτάνω στην κορυφή και αγναντεύω την πανέμορφη ασχήμια αυτής της πόλης. Πολλές σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου αλλά μία κυριαρχεί: Πότε θα ξανακάνουμε αυτούς τους δρόμους δικούς μας; Κατεβάζω για τελευταία φορά τα γυαλιά και σκουπίζω τα δάκρυά μου.
*Ο Λυκαβηττός είναι ο δεύτερος ψηλότερος λόφος στο λεκανοπέδιο της Αθήνας με ύψος 277 μ. από το επίπεδο της θάλασσας και 227 μ. από την πόλη. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Λυκαβηττός ήτανε ένας βράχος που κουβαλούσε η θεά Αθηνά στα χέρια της προκειμένου να οχυρώσει την πόλη μετά τη νίκη της έναντι του Ποσειδώνα για την κυριαρχία της Αθήνας. Ένα κοράκι όμως της έφερε κακά μαντάτα από ένα άλλο μέτωπο που είχε ανοιχτό, κι έτσι ο βράχος γλίστρησε από τα χέρια της και κατέληξε εκεί που στέκεται μέχρι και σήμερα.