“- Αναστηθείτε οι νεκροί! Πάρτε τη θέση σας στη ζωή.”
(“Αρματωμένοι”, Λούκης Ακρίτας, 1947)
Φέτος, στις 7 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται ακριβώς 55 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Λουκή Ακρίτα. Ο Ακρίτας πέτυχε να ξεχωρίσει στην πολιτική και στα γράμματα εν Αθήναις, όπου είχε καταφύγει «προς αναζήτησιν καλύτερης τύχης» στην «κακοτράχαλη» περίοδο του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε ανάμεσα στους γλυκερούς πορτοκαλανθούς της Μόρφου τον Αύγουστο του 1908, ήταν το τέταρτο παιδί μιας εννεαμελούς οικογένειας ενώ αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και, εν συνεχεία, από το Διδασκαλείο Λευκωσίας. Δίδαξε σε σχολεία της γενέτειράς του αλλά και στην (κατεχόμενη πλέον) κοινότητα της Σύγκρασης (Επαρχία Αμμοχώστου) καθώς και στο ημιορεινό χωριό Κελλάκι, βορειοανατολικά της Λεμεσού. Δραπετεύοντας από τη σκληρή πραγματικότητα της κυπριακής υπαίθρου, έφθασε στην πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας το 1930 κι είχε για μόνο του όπλο την έφεση στο γράψιμο.
Στην Αθήνα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως ανταποκριτής κυπριακών εφημερίδων, ενώ εξέδωσε και τα πρώτα του βιβλία [“Νέος με καλάς συστάσεις” (1935) και “Ο κάμπος” (1936)]. Στον πόλεμο του 1940-1941, ως στρατιώτης στο μέτωπο της Κλεισούρας έγραφε πολεμικές ανταποκρίσεις για την εφημερίδα «Εστία», με ευαισθησία, ήπιους τόνους και βαθειά, ανυπόκριτη αγάπη στον άνθρωπο και στην πατρίδα.
Τα εν λόγω κείμενα αποτέλεσαν την “πρώτη ύλη” για το μυθιστόρημα “Αρματωμένοι” που εκδόθηκε το 1947. Ήταν ο μοναδικός «πολεμικός ανταποκριτής» που είχε την τόλμη να δημοσιεύσει δυο χρονογραφήματα για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον Μάιο του 1941, ένα μήνα ύστερα από τη γερμανική εισβολή, αφιερωμένα στους νεκρούς συμπολεμιστές του, «σ’ αυτά τα εκλεκτά παιδιά, που δεν θα γυρίσουν πίσω».
Ο Λουκής Ακρίτας (1908 – 1965) από τη Μόρφου της Κύπρου.
Στην Κατοχή συμμετείχε στην Αντίσταση, ενώ ήταν μέλος της «Τριμελούς Επιτροπής Απελευθερώσεως» που εκ μέρους της εξόριστης κυβέρνησης διαπραγματεύτηκε με τους κατακτητές την αποχώρησή τους και υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944. Μετά το τέλος του Εμφυλίου επέστρεψε στην πολιτική με την ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα και στις εκλογές του Μαρτίου 1951 εκλέχθηκε πρώτος σε σταυρούς βουλευτής Αθηνών.
Την ίδια χρονιά, ως μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην 6η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στο Παρίσι, έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της Κύπρου στον διεθνή οργανισμό. Εκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές του 1963 και 1964 με την «Ένωση Κέντρου» και διετέλεσε, από τον Φεβρουάριο του 1964 μέχρι τον θάνατό του, υφυπουργός Παιδείας, έχοντας αναλάβει το κύριο βάρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο πρόωρος θάνατός του, σε κρίσιμους καιρούς για την Ελλάδα και την Κύπρο, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στον πολιτικό και πνευματικό κόσμο αλλά και στους απλούς ανθρώπους.
Έγραφε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, σε αθηναϊκή εφημερίδα [“Ο Στοχαστής και ο αγωνιστής Λουκής Ακρίτας. Ο πρόωρος νεκρός”, Ελευθερία, 10 Φεβρουαρίου 1965]: «Τον θυμούμαι νεώτατο, πρωτόπειρο δημοσιογράφο, ένα συμπαθητικό έφηβο από τη μακρινή δουλωμένη Ελλάδα, που ακόμη αγωνίζεται για τιμή και για λευτεριά, με μια θερμή ψυχή, μ’ ένα ακοίμητο νου, με πολλή κακοπάθεια, μ’ ένα πλήθος όνειρα και με μερικά χειρόγραφα, για μόνη αποσκευή του. (…) Είμαι βέβαιος, πως ο Ακρίτας δεν ελησμόνησε ποτέ τον «Νέον με τας καλάς συστάσεις», την προσωπική ιστορία του. Ο ταλαιπωρημένος νέος του τόπου του υπήρξε το πολικό του αστέρι, όταν με συνείδηση ακραίας ευθύνης αποφάσισε να διαθέση τον καλύτερο εαυτό του για την αναμόρφωση της νεοελληνικής παιδείας» [βλ. “Ψηφίδες Ιστορίας”, Πέτρος Παπαπολυβίου, Εκδόσεις ΡΙΖΕΣ, Λευκωσία, 2017].
Τέλος, είναι κρίμα που ακόμα και σήμερα, με την αξιακή – πολιτισμική κρίση να βαθαίνει, παραμένουν δυσεύρετα τα έργα του τόσο επίκαιρου και αναγκαίου (!) Λουκή Ακρίτα. Ας ευχηθούμε μέσα στο “αίσιον και ευτυχές” 2020 να εμφανιστούν πάλι στα ράφια αλλά και στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων οι “Αρματωμένοι”, “Ο Κάμπος”, “Ο Νέος με τας καλάς συστάσεις”…
Ο Λουκής Ακρίτας με την σύζυγόν του Σύλβα και την κορούλα τους Έλενα σε στιγμές ατόφιας οικογενειακής ευτυχίας.
Ο Λουκής Ακρίτας ως Υφυπουργός Παιδείας, μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου (Πρωθυπουργό & Υπουργό Παιδείας) και τον Ευάγγελο Παπανούτσο (Γενικό Γραμματέα Υπουργείου Παιδείας) την περίοδο υλοποίησης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία δεν έμελλε να ολοκληρωθεί…
Στο νατουραλιστικό – κοινωνικό μυθιστόρημα “Ο κάμπος” (1936), εμπνευσμένο από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, προβάλλεται ρεαλιστικά η αγροτική ζωή στην Κύπρο. Οι δύκολες οικονομικές συνθήκες που αυξάνουν την ανασφάλεια των ανθρώπων, η αγωνία τους κυρίως για την παραγωγή λόγω και των ιδιαίτερων καιρικών φαινομένων που επικρατούν στο νησί (όπως, για παράδειγμα, η παρατεταμένη ξηρασία) συνθέτουν μια πειστική εικόνα του κοινωνικού περίγυρου στην ύπαιθρο.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που ακολουθεί:
”…Κοίταζαν τα σύγνεφα κι έστεκαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Τούφες από μπαμπάκι κουβαριαζόντανε, χίλιες φιγούρες ξετρέχονταν, ένα κυνηγητό που άρεσκε πολύ στα παιδιά κι έπνιγε τους μεγάλους. Και ξανά ο ουρανός φρέσκος, τίποτα να μη τον σκιάζει. Και να ‘ναι πάντα πλατύς και μεγάλος. Η ζέστη ήτανε πιο υγρή, μούσκευε τα κορμιά και ζάλιζε. Αδυνάτιζε ακόμα τους χωριάτες που σκέπαζαν το κεφάλι τους με πανί άσπρο, βουτηγμένο σε νερό ή σε οινόπνευμα.
Πέρα, κατά το βουνό, ο ουρανός ήτανε εδώ και λίγες μέρες μαυρισμένος και έτσι που στεκότανε αντίκρυ ο ήλιος έδειχνε τη μπόρα που ξέσπαγε κάπου μακριά. Κάποτες μια ξαφνική λάμψη έσκιζε τη μαυρίλα.
Μια Κυριακή, λίγες μέρες προτού βγει ο Οκτώβρης, κατά το μεσημέρι, όλοι οι χωριάτες ήτανε μαζεμένοι στο καφενείο. Οι γυναίκες, παρέες-παρέες, κουβέντιαζαν στα σοκάκια.
Ένα μαύρο σύγνεφο φάνηκε να ‘ρχεται απ’ την Καραμανιά. Έτσι σαν ένα τρίχινο σακί, γιομάτο άχερο. Ξεχώρισε απ’ τη μαυρίλα και τράβηξε κατά δώθε. Σιγά-σιγά μάκραινε και ζυγιαζότανε καμπόσο στο βουνό. Ύστερα ένας αγέρας φύσηξε και το σύγνεφο μοιράστηκε. Κουλουριάστηκε, κυλίστηκε κάπου
δέκα λεπτά και πύκνωσε το λεπτό αράχνιασμα που απλώνονταν μεσούρανα. Η μαυρίλα σκόρπιζε και θάμπιζε παντού ο ουρανός. Σε μια στιγμή χοντρές σταλαματιές έπεσαν στη γης κι η σκόνη σηκώθηκε μαυρισμένη.
Οι γυναίκες πεταγόντουσαν στα σοκάκια. Έβγαζαν μια φωνή παράξενη και πήγαιναν όλες μαζί, έτσι όπως τα πρόβατα. Κι οι γερόντισσες πίσω απ’ τα παραθύρια, έκλαιγαν.
Σιγά-σιγά η βροχή δυνάμωνε. Τα σύγνεφα ξάπλωσαν μέχρι τα ουρανοθέμελα κι όσο έφτανε το μάτι σου το νερό έπεφτε στον κάμπο. Μια σκόνη ανεμίζονταν στις αρχές, σε λίγο πνίγηκε, ενώ τα χωράφια απλώνονταν πιο σκούρα. Μια βουή ερχότανε απ’ τον κάμπο, που όλο και δυνάμωνε με τον αγέρα κι έσμιγε με τις κραυγές των ανθρώπων. Πόσο αλλιώτικος τους φαινότανε ο κάμπος, τώρα που δεχότανε στις σκισμάδες του το νερό.
Όσο δυναμώνει η βροχή, τόσο βουίζει όξω ο κάμπος και τόσο οι χωριάτες χοροπηδάνε και οι γερόντισσες κλαίνε, ακουμπισμένες στα παραθύρια τους.
Κράτησε τούτο το πανηγύρι πάνω από δυο ώρες. Ύστερα σκίστηκαν τα σύγνεφα, κάπου πρόβαλε ο ουρανός, σιγά-σιγά το γαλάζιο ξάπλωνε μέχρι που φωτίστηκε όλος ο κάμπος και πέρα μακριά τα βουνά. Κι έτσι, όπως οι σαλιάγκοι βγαίνουν απ’ τα θάμνα, ύστερα απ’ την πρωινή δροσιά, το ίδιο κι οι χωριάτες χυθήκανε στα χωράφια. […]
Ο καθένας κολυμπούσε ξεπίτηδες στις λάσπες κι ανάσανε σηκώνοντας τις μπότες του. Έσκυψαν να ιδούνε μέχρι πού ποτίστηκαν τα χώματα. Το νερό έφτασε πάνω από δεκαπέντε δάχτυλα, ακριβώς ίσαμε το υνί. Περίφημος ο όργος.
Δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, πως φέτος θα ‘ναι καλοχρονιά. Θα ξαναγιομίσει ζωντανά κι ανθρώπους ο κάμπος κι η μυρουδιά θα φουσκώνει τους ανθρώπους του και θα καθαρίσει το πετσί απ’ την αρρώστια του μεταλλείου. Κι αν πεινάνε κι εδώ, όπως παντού, είναι γιατί πλαστήκανε φτωχοί και πρέπει τ’ αφεντικά να ορίζουνε τον κάμπο, ίσαμε που ν’ αλλάξουνε τα πράματα. Κι ο καθένας χωριάτης να ορίζει μαζί με τους άλλους τον κάμπο, που να μην είναι ωστόσο δικός τους. Γιατί αλλιώς θα τους πνίξει και θα τους κάνει αφεντικά…”
[πηγή: Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, τ. Β΄ για το Λύκειο, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 2012, σ. 145-149]