Και η πρώτη δική μας χωρίς εκείνη να ανασαίνει ποιητικά μες στην Αθήνα.
Γεννήθηκε το 1939. Ήταν βαφτιστικιά του Νίκου Καζαντζάκη. Ζούσε χρόνια πολλά στη Νεάπολη Εξαρχείων. Πριν τρία χρόνια, πέρασα να την πάρω με ένα ταξί για να πάμε στον Amagi Radio για να κάνουμε μαζί συνέντευξη. Μες στο ταξί, γελούσαμε και χαζεύαμε έξω από τα παράθυρα. Βγάλαμε και μια σέλφι που έχω χάσει, όπως τόσα άλλα πολύτιμα.
Στον σταθμό ήρθε και η καλύτερή μου φίλη, που επίσης έχω χάσει και έχουμε να μιλήσουμε μήνες. Την αγαπούσε και αυτή την Ρουκ όπως κι εγώ. Κι όσα μαγικά μού είπε η κυρία Κατερίνα στην συνέντευξη χαράχτηκαν μέσα μου. Ίχνος διδακτισμού, κι όμως, ακουσίως, Τεράστια Δασκάλα. Διδαχές απλότητας, ομορφιάς, κουβέντες για τον έρωτα, τα χρόνια της νιότης, την ποίηση ως προέκταση της ίδιας της ζωής.
Δεν ανήκε σε καμία ποιητική κλίκα η Κατερίνα, δεν γούσταρε τους επαγγελματίες ποιητές και τα ποιητικά περιοδικά που τα διαβάζουν μεταξύ τους και αλληλοεπιβραβεύονται. Γι’ αυτό, δεχόταν να παρίσταται σε εκδηλώσεις, γιορτές, παρουσιάσεις, χωρίς να έχει κάποιο φίλτρο υψηλού κύρους ή γνωστών της προσώπων.
Ήταν φίλη και δική. Όλων μας. Όπως η ποίησή της, έτσι και αυτή μας ανήκε.
Επέλεξε να δοθεί στην ζωή (και στους ανθρώπους) και να πάρει από αυτήν τα απολύτως απαραίτητα συστατικά για να μπορέσει να την αναπλάσει σε τέχνη. Και δεν είμαι απολύτως βέβαιη ότι είχε συναίσθηση πως η ίδια έκανε τέχνη. Ταξίδια στο χαρτί έκανε με το απαράμιλλο ταλέντο και την γλύκα της ψυχής της.
Χαμογελαστή με εκείνο το πλατύ χαμόγελο, φωτεινή με εκείνη την σπίθα στο βλέμμα, προσηνής, στ΄ αλήθεια υπέροχη, στ΄ αλήθεια μεγάλη, δίχως τους τρόπους των «μεγάλων». Το ραδιοφωνικό δίωρο κύλησε σα νερό, μπήκαμε πάλι στο ταξί και κατεβήκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού της.
Εκεί, λοιπόν, σε μια από τις ανηφοριές της Νεάπολης, την αγκάλιασα και της είπα ευχαριστώ. «Εγώ ευχαριστώ, εγώ, εγώ!», μου είπε. Την κοίταζα καθώς προχωρούσε αργά μες στην είσοδο της πολυκατοικίας. Γυρτή, σκυφτή, κουρασμένη. Μα ζωντανή!
Φθινόπωρο του 2019 και είχαμε πει με την Χρύσα την Λύκου από το Provocateur να πάμε να της κάνουμε διπλή συνέντευξη. Εγώ θα παρέδιδα ένα μικρό κείμενο στο περιοδικάκι του πολυχώρου Αίτιον, η Χρύσα θα έκανε με την συνεργάτιδά της ένα ακόμα από τα εκπληκτικά βίντεό της. Έβρεχε, έβρεχε πολύ εκείνη την ημέρα. Θα ερχόταν μαζί μας και ο κολλητός μου, ο δημοσιογράφος Γιάννης Κολλιάκος, που την λάτρευε και λίγο έτσι θα την έβλεπε από κοντά, θα της έδινε ίσως ένα φιλί.
Είχα ένα περίεργο προαίσθημα και αποφασίζω, λίγο πριν ξεκινήσουμε όλοι εμείς για να βρεθούμε στο νέο της πια σπίτι, στην πλατεία Αμερικής, να την πάρω ένα τηλέφωνο. «Δεν μπορώ να σας δεχτώ, τελικά, αγάπη μου», μου είπε κατά λέξη. «Συγχώρεσέ με, μου είναι αδύνατον». Πάγωσα. «Δεν πειράζει, κυρία Κατερίνα, άλλη φορά. Δεν πειράζει.»
«Πάρτε με πάλι σύντομα, σας περιμένω, αλλά όχι σήμερα, σήμερα δεν…»
Μισή ώρα αφού έκλεισα το τηλέφωνο και ειδοποίησα την Χρύσα και τον Γιάννη να μην ετοιμάζονται, ανακοινώθηκε ο θάνατος του Γιάννη Σπανού. Και τότε, πάγωσα δύο φορές.
Τηλέφωνο δεν την πήρα ποτέ από τότε. Σκέφτηκα, να περάσουν οι γιορτές. Σκέφτηκα, να σταματήσουν τα κρύα. Σκέφτηκα, την έχουμε παρακουράσει κι εμείς με την αγάπη και τον θαυμασμό μας. Ηρεμία θέλει η γυναίκα, πόσες συνεντεύξεις να δώσει; Όπως είχε πει και η ίδια, ευτυχία θεωρούσε το να έχει ηρεμία, ησυχία ,σκέψεις, σημειώσεις και ξεκούραση πριν την τελική ξεκούραση.
Και χθες το μεσημέρι, διαβάζω ότι η Κατερίνα απογειώθηκε στην σφαίρα της τελικής ξεκούρασης, στην προσωπική της χώρα, την Λυπιού, και ότι δεν αναμένεται επιστροφή της στην γη. Ο Γιάννης μού έστειλε αμέσως μήνυμα. Δύο τρεις φίλοι με ρώτησαν ποια είναι η Ρουκ. Τι να τους έλεγα; Αυτή που, αν και αιώνια έφηβη, νοσταλγούσε την νιότη με θάρρος; Αυτή που έγραφε όπως άλλος κανείς σε αυτήν την χώρα;
Θα τους απαντήσω, καλύτερα, με αυτό της το ποίημα.
«Ό, τι δικό σου παραληρεί / στα σύδεντρα, στις χλοερές αυτοκρατορίες / των ονείρων / στις περίλαμπρες σιωπές του κισσού / στης φτέρης τις βουβές συγκοπές / στις κρασάτες λιγοθυμιές των φθινοπωρινών φύλλων./ Το νόημά σου αναβλύζει:/ ότι καμιά ζωή / δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο / καμιά πράξη πιο τελειωτική / από την ποίηση». (Στο δάσος, 1982)
* Η Λυπιού είναι μια χώρα που ανακάλυψε δια της ποίησής της η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Αναζήτησε το ομώνυμο ποίημα, αν σε ενδιαφέρει να δεις πού θα βρίσκεται η ποιήτρια από εδώ και στο εξής.