Το είχε γράψει και ο Σαίξπηρ στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»: όλοι γεννιόμαστε για να πεθάνουμε.
Σε ένα αστικό κέντρο όπου οι σειρήνες των ασθενοφόρων και των περιπολικών σφυρίζουν αδιάκοπα, κάποιοι από εμάς κοιμόμαστε κατάχαμα στους υγρούς δρόμους και άλλοι απολαμβάνουμε ένα ποδόλουτρο με αιθέρια έλαια, ενώ ο μπάτλερ μας σερβίρει λίγο ακόμα σαμπάνια.Οι περισσότερες-οι όμως από εμάς ζούμε σε ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών, δουλεύουμε για 600 ευρώ, πέφτουμε πτώματα το βράδυ στο κρεβάτι κι όλη μας την ημέρα προσπαθούμε να την μπολιάσουμε με χιούμορ και με θετική ενέργεια για να τα βγάλουμε πέρα. Παίρνουμε, ορισμένοι, χάπια για την ψυχή μας, άλλοι παλεύουμε με άγριες δίαιτες, ενώ μερικοί ανασαίνουμε και το οξυγόνο φθάνει απλώς μέχρι την μέση του στήθους.
Λίγα μας ενώνουν στην πράξη. Τα ονόματα και τα πρόσωπα των ανθρώπων που ξυπνάνε δίπλα μας το πρωί, η γειτονιά από την οποία πηγαινοερχόμαστε σαν παλαβοί με τα λεωφορεία, η σπεσιαλιτέ της μάνας μας, οι ανάγκες της οικογένειάς μας, οι δικές μας ιδιαιτερότητες όλα διαφέρουν. Πονάνε τα πόδια, τα στομάχια μας, γκρινιάζουμε, πεινάμε, θέλουμε αυτό, προσπαθούμε να πετύχουμε το άλλο. Είμαστε ένα μιξ γκριλ προλεταριάτου με μανικιούρ και ηλεκτρονικό τσιγάρο, είμαστε στα μυαλά των κυβερνώντων μεσαία τάξη, στα δικά μας φτωχοί που τέλη του μήνα μετράμε τα ψιλά μας και που δεν μπορούμε να ζήσουμε ακριβώς με τον τρόπο που ονειρευόμαστε ή θεωρούμε πως μας αξίζει γιατί όσο μίνιμαλ και βήγκαν και να είμαστε, η ΔΕΗ ήρθε πάλι στον θεό και «τι θα κάνω πάλι, γαμώτο;»
Ο ματωμένος μήνας Δεκέμβρης, όμως.
Και στις έξι Δεκεμβρίου θυμόμαστε όλοι και όλες τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, τον δολοφονηθέντα από σφαίρα αστυνομικού στα Εξάρχεια το 2008. Η μαύρη επέτειος που πολλοί θα ήθελαν να ξεχνούσαμε, αλλά εμείς δεν μπορούμε. Σκεφτόμαστε το παιδί μας και τον αδερφό στην θέση του, δεν καταλαβαίνουμε τόσο πολύ το εξεγερσιακό του θέματος, όχι, δεν βγαίνουμε όλοι στους δρόμους.
Τα παιδιά που σήμερα είμαστε 26 έως 36, δηλαδή οι νέοι του 2008, οι μαθητές, οι φοιτητές, έχουμε, πράγματι, να θυμόμαστε τους εαυτούς μας στον πυρήνα μιας αστικής επανάστασης, ενός αυθόρμητου αντάρτικου, μιας μάζωξης ψυχών και καρδιών και συσσωρευμένης οργής που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά της. Φέτος, 6/12/2019, έπεσε τόσο πολύ ξύλο, η βία ήταν σε τέτοιο βαθμό, που δεν συνέβησαν σημαντικές φθορές και σπασίματα στην πόλη.
Να ξεκαθαρίσω κάτι: είμαι απολύτως ενάντια στην πρόκληση φθορών και στην καταστροφή ξένης περιουσίας. Και είμαι απολύτως ενάντια γιατί πιστεύω πάρα πολύ στην δημοκρατία, ακόμα και στα χάλια στα οποία βρίσκεται σήμερα. Δεν θέλω ποτέ στην ζωή μου να βρω την πόρτα του σπιτιού ή του μαγαζιού μου ή του γραφείου της εφημερίδας όπου εργάζομαι σπασμένη. Σπασμένη είτε από χέρι ληστή είτε από χέρι «αναρχικιάς».
Να ξεκαθαρίσω και κάτι άλλο: προτιμώ να δω όλη την Αθήνα σπασμένη και διαλυμένη και μες στα συντρίμμια, αν είναι να αλλάξει μετά βεβαιότητας κάτι στην συνέχεια, παρά να ζω επίπλαστη ειρήνη και να συνεχίζουν ορισμένοι να δρουν με θράσος ενάντια στην ελευθερία μου, ενάντια στην προσδοκία μου για ευτυχία.
Πιστεύω ότι κάθε έξι Δεκέμβρη, οι αστυνομικοί πρέπει να μαζεύονται ταπεινά στα γραφεία τους και να κάνουν-κάθε τμήμα- μια μικρή επέτειο μνήμης και συγγνώμης: ένας από αυτούς σκότωσε ένα παιδί.
Επειδή ένας αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί, δεν καταργούμε την αστυνομία. Πρόσφατα, αστυνομικοί συνέλαβαν τύπο που έκανε ρατσιστικές επιθέσεις στην Δυτική Αττική και έναν άλλον τύπο, επίσης, που βίαζε κατ’ εξακολούθηση έναν αυτιστικό νεαρό στην δουλειά τους.
Επειδή ένα παιδί σκοτώθηκε από έναν αστυνομικό (αποτρόπαια φράση, πονάνε τα δάχτυλα και τα μέσα μου που την γράφω) αυτό το παιδί δεν είναι ήρωας, ούτε σύμβολο. Ο αστυνομικός είναι εγκληματίας με διπλό τρόπο και τρίδιπλο από ό, τι θα ήταν ένας ιδιώτης δολοφόνος-τέτοιοι, ένα σωρό- και το παιδί είναι ένα θύμα που δημιουργεί οδύνη σε ένα ολόκληρο κοινωνικό σύνολο. Πόνο και θυμό. Μαζί.
Αυτά τα πράγματα δεν γίνεται να συμβαίνουν σε μια οργανωμένη δημοκρατία! Όλοι αυτοί κι όλοι εμείς που κατεβαίνουμε στην πορεία για τον Γρηγορόπουλο δεν είμαστε το ίδιο. Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε καλυμμένα πρόσωπα, ούτε κρατάμε λοστούς. Περπατάμε όλοι μαζί με ένα είδος κατάνυξης και λαϊκής θλίψης. Και θα συνεχίσουμε να περπατάμε, καθώς αυτό το συμβάν περνάει με πολιτικό και κινηματικό αντίκτυπο από γενιά σε γενιά.
Το παιδί δεν θα αναστηθεί. Το παιδί «ζει» μες στα Εξάρχεια, μες στις καρδιές των συγγενών και των φίλων του, το παιδί «στοιχειώνει» τα στοιχεία εκείνα του κράτους και του λαού που θεωρούν πως ήταν «ένα ατυχές συμβάν».
Και καλά κάνει και τα στοιχειώνει. Σε κάποιες περιπτώσεις, το volume, όμως, πρέπει να είναι «λίγο κάτω». Καμιά φορά, ένα σιωπηλό στόμα και ένα γεμάτο ένταση βλέμμα λένε πολλά.
Είναι δικαίωμά μου να μην επιθυμώ πια να εντάσσομαι σε μια πορεία που εξελίσσεται σε παρτάκι άλλου τύπου επιδιώξεων μες στην πόλη μου, με τις οποίες είμαι ενάντια, και να κάθομαι λυπημένη σπίτι μου. Είναι δικαίωμά σου να νομίζεις ότι παραδόθηκα, ότι έγινα σαν «τους άλλους» και ότι έτσι δεν θα αλλάξει τίποτα. Ίσως σε ρωτήσω «τι άλλαξε με τον δικό σου τρόπο;» και ίσως η εξέλιξη της συζήτησης μας κάνει φίλους ή εχθρούς.
Και μετά τα Χριστούγεννα. Κι ο μοντέρνος στολισμός της Αθήνας.
Παράλληλα με τα περί Γρηγορόπουλου-δάκρυα και δακρυγόνα- σταθήκαμε απρόσμενα πολύ στο θέμα του στολισμού της Αθήνας. Δύσκαμπτοι Έλληνες, κολλημένοι, συνήθως, σε αυτά που ξέρουμε, αυτά που εμπιστευόμαστε, με την κριτική για δουλειά που έχει κάνει κάποιος άλλος να μας είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, ώρες ώρες.
Σε κάποιους-όχι σε μένα, εξηγούμαι-άρεσε ο στολισμός, θεώρησαν ότι έφερε έναν αέρα εκσυγχρονισμού στην πόλη. Αλλά πού να βγουν να το πουν; Όλοι οι υπόλοιποι, με το volume ιδιαζόντως ανεβασμένο, θα έπεφταν να τους φάνε. Φυσικά, σε όλο αυτό υπάρχει και μπόλικο χιούμορ. Τύπου «να’ ταν αυτά τα προβλήματά μας».
Παράλληλα, ο Ερντογάν σοκάρει με τον επεκτατισμό του ακόμα και τον πλέον αδιάφορο περί συνόρων και πατρίδων Έλληνα. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.
Αισθανόμαστε πως δεν γνωρίζουμε τι αποφασίζουν για εμάς, για αυτά που αγαπάμε, για αυτά που επιθυμούμε άνευ πολιτικού ή κομματικού προσήμου. Πολίτες χαωμένοι και μισοενημερωμένοι, παρά την ύπαρξη κυριολεκτικά εκατοντάδων ενημερωτικών σελίδων.
Αμ, το άλλο; Με το κοινωνικό μέρισμα; Έχουμε μπερδευτεί αν το δικαιούμαστε, ποιοι το δικαιούμαστε και πότε θα το πάρουμε. Ο πέλεκυς των εορτών στέκει απειλητικός σε κάποιων τα κεφάλια. «Θα καταφέρω να πάρω το δώρο του παιδιού; Τι θα φορέσω που μας κάλεσαν οι από πάνω για φαγητό;» και ακόμα χειρότερα «Θα έχω ζεστό το σπίτι μου εκείνες τις μέρες; Θα καταφέρω να νιώσω λίγο γιορτές κι εγώ;»
Έχουμε τα παράπονά μας. Ίσως για τα πιο βασικά, τα πιο θεμελιώδη παράπονα να πρέπει να ανεβάζουμε λίγο το volume. Αν όμως το έχουμε μονίμως ανεβασμένο δεν καταλαβαίνουμε ούτε εμείς οι ίδιοι ποια είναι τα σοβαρά, ποια είναι αυτά που μπορούν και που πρέπει να αλλάξουν, ποια είναι εκείνα που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να (μας) συμβούν.
(Επι)κοινωνία ώρα μηδέν;
Άραγε τα λέμε μεταξύ μας; Όπως τα νιώθουμε; Ή το καθεστώς της πολίτικαλ κορεκτίλας στα πάντα μας έχει, κατά βάθος, φιμώσει;
Η πιο θλιβερή μας εθνική συνήθεια, με ρίζες που φύονται στο πρόσφατο παρελθόν, είναι η πόλωση, ο διχασμός. «Αν είσαι κατά της πορείας της 6ης Δεκέμβρη είσαι φασιστόμουτρο και νοικοκυραίος», «Αν σου αρέσει ο στολισμός της Αθήνας by Ωνάση είσαι δήθεν και το παίζεις», «Αν διεκδικείς τα δικαιώματά σου, είσαι υστερική και κακομαθημένη», «Αν σε ενοχλεί το Καστελόριζο που σχεδιάζει ο Ερντογάν είσαι εθνίκι κατά βάθος» και ούτω καθεξής.
Τι διάολο; Η νηφαλιότητα στην σκέψη και την έκφρασή της θεωρείται λουζεριά και μετριοπάθεια; Δεν θα έπρεπε. Και αυτό το λέω με το volume στην διαπασών!
Η λογική είναι η δύναμη εκείνη που αγκαλιάζει και προστατεύει τα πιο ακριβά μας συναισθήματα, ως αντρών, ως γυναικών, ως πολιτών, ως κράτους, ως αρχών, ως μπάτσων, ως αγωνιστών, ως (συν)ανθρώπων.
Είμαι λίγο μπερδεμένη-ξέρω ότι μπέρδεψα κι εσάς. Είναι κι ο μήνας Δεκέμβρης λίγο τέτοιος, δεν είναι; Ώρες ώρες, αποφασίζω να κάνω ένα βήμα πίσω, αντί για τα δεκαπέντε εμπρός που συχνά επιλέγω για να διεκδικήσω αυτό που θέλω. Θέλω το 2020 να μπει με λίγο κατεβασμένο το volume του, όχι γιατί ηττήθηκα ή παραιτήθηκα, αλλά γιατί πιστεύω, πλέον, στην ηρεμία ως ιδανική συνθήκη δημιουργίας.
Και σε μια εποχή από πολλές απόψεις ρημαγμένη, η δημιουργία σώζει και απαλύνει. Η δημιουργία! Όχι η φθορά…