Τέλη Δεκέμβρη και καύσωνας. Πόσα πράγματα ακόμη μπορούνε να πάνε λάθος με τα φετινά Χριστούγεννα;
Αυτό βέβαια βοηθάει λίγο στο να μην μπαίνουμε στο ‘πνεύμα’ άρα να μη μας φαίνεται και τόσο περίεργο που μένουμε κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια, χωρίς δώρα και χωρίς συνδαιτυμόνες. Από την άλλη, τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής δεν είναι και πολύ ευοίωνα. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Μιας και ο ήλιος με τυφλώνει, κλείνω τα μάτια μου. Τα ανοίγω και βρίσκομαι στη Σπύρου Μερκούρη. Μία ηλικιωμένη κυρία με σκουφί άγιου βασίλη, ταΐζει τις γάτες στο άλσος Παγκρατίου και τα περιστέρια λίγο παραπέρα κοιτάνε με ζήλεια. Τρία παρατεταγμένα περουβιανά πιπερόδεντρα δημιουργούνε την τέλεια κρεμαστή παρήχηση.
Αρκετοί φίλοι μου μένουν εδώ γύρω που έχω να τους δω, πόσο καιρό αλήθεια; Ξανά κλείνω τα μάτια μου για να συγκρατήσω τη συγκίνηση. Είναι νωρίς ακόμη. Φτάνω στην πλατεία Βαρνάβα, μία πλατεία που άλλοτε πνιγόταν από φωνές και πόδια. Τώρα, στοιβαγμένα τραπεζοκαθίσματα και ένα κομπρεσέρ τρυπάει το πεζοδρόμιο και την ησυχία.
Μπαίνω γοργά σε έναν από τους αγαπημένους μου δρόμους στην Αθήνα, την Εμπεδοκλέους. Και αναφέρομαι στο κομματάκι αυτό που ξεκινάει από την πλατεία και καταλήγει στην πίσω πλευρά του Καλλιμάρμαρου.
Τριώροφα σπίτια, παγκάκια, πεζούλια, παρτέρια σε όλο το μήκος γεμάτα λουλούδια και φοίνικες, Αυτό που επισφραγίζει την παράξενη γοητεία του όμως είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του είναι πεζοδρόμιο αλλά υπάρχει και μία πολύ λεπτή λωρίδα δρόμου στη μία πλευρά η οποία οριοθετείται από στρουμπουλές μαρμάρινες μπάλες. Ένας ερμαφρόδιτος δρόμος.
Πέφτω στην πλάτη του Καλλιμάρμαρου. Θέλω να πάρω φόρα, να πηδήξω τον τοίχο της Αρχιμήδους και με ένα τρελό σπρίντ να διασχίσω το στάδιο και να βουτήξω στην Βασιλέως Κωνσταντίνου. Αποφασίζω να κάνω απλά τον γύρο, όχι αυτό του θριάμβου, αλλά του δειλού. Έτσι, μπαίνω στην Άγρας.
Μετά από λίγα μέτρα πεζόδρομου, αρχίζει το λαβυρινθώδες σύμπλεγμα: σκαλάκια, που σε βγάζουν σε άλλα σκαλάκια, που κι αυτά με τη σειρά τους ενώνονται με άλλα σκαλάκια. Σκαλάκια που καταλήγουν σε εισόδους σπιτιών και σε μπαλκόνια. Σχεδόν μπορώ να φτάσω την μπουγάδα, να την ντυθώ και να γίνω μια άλλη. Κλέβω απλά ένα μανταλάκι και το κρεμάω στη τσάντα μου. Τα λάφυρα του δρόμου.
Ο θόρυβος της πόλης όλο και πλησιάζει. Στρίβω στην Ευφορίωνος κι εκεί να δουν σκαλιά τα μάτια σου! Μπροστά μου το Παναθηναϊκό Στάδιο. Αφήνω το βλέμμα μου να ταξιδέψει για λίγο πάνω στις μαρμάρινες γραμμές.
Οι δρόμοι του Μετς όμως με καλούν για να αναπολήσω τα περασμένα νυχτερινά σεργιανίσματα. Το μπαράκι της Μουσούρου είναι ακόμη εδώ, χωρίς εμάς όμως. Χωρίς τις κουβέντες μας, τις αγκαλιές μας, τα αχ και βαχ μας, τις χειρονομίες ικανοποίησης και φροντίδας, και χωρίς τις αφρισμένες μέχρι το χείλος της καταστροφής μας μπύρες.
Παίρνω τηλέφωνο μία από εκείνες τις φίλες που μένει εδώ κοντά. Κράτα με να σε κρατώ όπως πρώτα, όπως κρατιέται το δέντρο με σκοινί από την πόρτα. «Σε πέντε είμαι εκεί» λέει, κι εγώ χαμογελάω με ανακούφιση.
*Το Schinus Molle ή αλλιώς Περουβιανό Πιπερόδεντρο, είναι ένα αειθαλές δέντρο το οποίο φτάνει μέχρι και τα 15μ. ύψος. Τα κλαδιά του έχουν την τάση να κρέμονται και γι’ αυτό εξωτερικά μοιάζει με θόλο. Έχει μικρούς ροζ στρόγγυλους καρπούς που χρησιμοποιούνται στην μαγειρική αλλά και στην παρασκευή cocktails. Πωλείται ως ‘ροζ πιπέρι’, παρόλα αυτά δεν έχει καμία σχέση με το αληθινό πιπέρι που το δέντρο του ονομάζεται Piper Nigrum. Γι’ αυτό αν θες να αγοράσεις ένα, θα το βρεις και με την ονομασία ‘ψευδοπιπεριά’.