Προ ημερών, βρέθηκα σε μια φωταγωγημένη και πεντακάθαρη πλατεία της δυτικής Αθήνας. Ήταν σαββαταπόβραδο του Δεκέμβρη και ο έναστρος, εορταστικός διάκοσμος προκαλούσε ζεστά χαμόγελα στους ανώνυμους περιπατητές αυτής της όμορφης πόλης.
Δίπλα σε κεντρικό περίπτερο της περιοχής, ήταν σταθμευμένο κάποιο μοναχικό ΤΑΧΙ (υβριδικής τεχνολογίας), του οποίου ο οδηγός τελείωνε, με αγαλλίαση, ένα γιαουρτλού κεμπάπ με απ΄ όλα… Αμέσως επιβιβάστηκα και ενημέρωσα, ότι προορισμός μας θα ήταν το ψητοπωλείο Σάββας, δίπλα στα everest∙ διασταύρωση Πατησίων και αγίου Μελετίου.
Μετά από λίγο, με δύο αδικαιολόγητα νευρικά παρσίματα του τιμονιού μπήκαμε στη Λεωφόρο Κύπρου στο Μπουρνάζι. Η κίνηση ήταν ομαλή και αραιή ενώ οι μέσες ταχύτητες των οχημάτων ήταν παραδόξως χαμηλές.
Μολαταύτα, στο επόμενο φανάρι το ΤΑΧΙ φρενάρισε πολύ απότομα και πήγαμε να «φιληθούμε» με το προπορευόμενο ανθρακί MAZDA 3, το οποίο έφερε -παρεμπιπτόντως- διακριτικό αυτοκολλητάκι της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πυγμαχίας… Δυστυχώς, δεν είχα κάνει λάθος. Πάνω στα γόνατα του ταξιτζή υπήρχε προσδεδεμένο ένα tablet, εν λειτουργία. Αυτός κάτι ψιθύριζε διακριτικά στη συσκευή bluetooth που είχε ανηρτημένη στο αυτί. Απ΄ ό,τι κατάλαβα εκ των συμφραζομένων, ο αθεόφοβος έπαιζε online στοίχημα, αναλύοντας ταυτόχρονα τις αποδόσεις με φίλους του στο τηλέφωνο.
Οι άτσαλες κι επικίνδυνες μανούβρες με τα ξαφνικά «σταμάτα-ξεκίνα» συνεχίστηκαν στην οδό Κωνσταντινουπόλεως και στη Δυρραχίου, ανάμεσα σε ισοπαλίες και ανατροπές, over, under, «κουβάδες» και «ταμεία».
Σιγανά και ταπεινά έσφιξα τη χειρολαβή ενώ με μια απαλή κίνηση φόρεσα τη ζώνη ασφαλείας ακούγοντας -με ανακούφιση- το χαρακτηριστικό «κλακ». Έτσι, σταμάτησε και το μονότονο «μπιπ», που προειδοποιούσε ότι ο αερόσακος από μόνος του δεν θα με κρατούσε μακριά από τον Αχέροντα σε περίπτωση σύγκρουσης…
Στο ύψος των αγιομελέτηδων (παλαιού και σύγχρονου) καβαλήσαμε λίγο πεζοδρόμιο δεχόμενοι βροχή από κορναρίσματα και φάσκελα. Σαν σε φιλμάκι, πέρασαν μπροστά μου όλες οι συνεντεύξεις του αγαπημένου μου Ιαβέρη, περί οδικής συμπεριφοράς, που παρακολουθούσα με (φόβο και) πάθος τα τελευταία χρόνια.
Στον επόμενο ερυθρό φωτεινό σηματοδότη σκέφτηκα -εν βρασμώ ψυχής- ακόμα και να «χειροδικήσω» αστραπιαία, με ένα συνδυασμό κινήσεων που θα ζήλευαν ο Ζορό, ο Τζακ Νόρις και ο Τσάκυ Τσαν. Εν συνεχεία, θα διέφευγα από την πόρτα του συνοδηγού και θα εξαφανιζόμουνα σαν άλλος Κώστας Κεντέρης στα σκοτεινά στενά των Σεπολίων.
Με αυτόν τον τρόπο θα έπαιρνε το μάθημά του o καμικάζι ταξιτζής και δεν θα κινδύνευε στο μέλλον κάποιος άλλος επιβάτης – συνάνθρωπός μου. Ευτυχώς όμως, πρυτάνευσε η λογική, η ψυχραιμία, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και ούτε καν μίλησα. Έχω μπλέξει με παράφρονα, σκέφτηκα.
Πλέον πλησιάζαμε προς τη Λεωφόρο Ιωνίας και τη σιδηροδρομική γραμμή της (πολύπαθης πρώην) “Προαστιακός ΑΕ”. Το μυαλό μου πήγε στα χειρότερα και το υποσυνείδητο ανέσυρε από τις μαθητικές μνήμες εκείνο το κεφάλαιο με τις Συμπληγάδες Πέτρες και τον Ιάσονα.
Η Αργοναυτική Εκστρατεία μου από το πατρογονικό Περιστέρι προς την Κυψέλη της κουλτούρας, κόντευε στο τέλος της. Μέτραγα εναγωνίως τις οδούς των φοιτητικών μας χρόνων πλησίον του ΗΣΑΠ «Αττική»: Αχαρνών, Λήθης, Φυλής, Αριστοτέλους, Καλύμνου. Στο βάθος τρεμόπαιζε η πινακίδα του Μπρόντγουαιη… Επιτέλους, Πατησίων.
Φτάσαμε! Πετάω ένα δεκάευρο, παίρνω (μάλλον) κάτι κέρματα ρέστα και σπεύδω σε μια από τις πιο διαχρονικές καφετέριες της Φωκίωνος Νέγρη για να ηρεμήσω, καταλαμβάνοντας θέση στην πτέρυγα των «μη καπνιζόντων».
Κρίμα, γιατί είχα πιστέψει ότι το επίπεδο στις επιβατικές μεταφορές των Αθηνών είχε ανέβει τα τελευταία χρόνια. Μακάρι ο σημερινός ταξιτζής να είναι ο τελευταίος επαγγελματίας οδηγός με τέτοια συμπεριφορά στο Κλεινόν Άστυ. Είθε τις άγιες τούτες μέρες να Φωτιστεί και αυτός, ώστε να πάψει να ταυτοχρονίζει την απαιτητικότατη εργασία του με το χόμπι του στοιχήματος.
Οι συγκαταβατικές ματιές δύο ογδοντάρηδων από διπλανό τραπέζι με έκαναν να καταλάβω ότι είχα αρχίσει να σκέπτομαι ελαφρώς μεγαλοφώνως και να μοιράζομαι -άκομψα- τα συναισθήματά μου με αγνώστους…
Φαίνεται ότι ο εσωτερικός τάραχος δεν είχε κοπάσει παρά το διπλό HAIG με πάγο, που μου σέρβιρε η καλλίκομος και λευκώλενος νεαρά, ονόματι Πηνελόπη.
Από την άλλη βέβαια, σκέφτηκα ότι αυτή είναι η μαγεία στην τόσο ολισθηρή καθημερινότητά μας. Αλληλεπιδράσεις σε μια μεγάλη παρέα «με αγίους, αλήτες και τρελούς». Υπόλογους και επικριτές. Εκεί όπου όλοι μας ανταλλάζουμε -καταιγιστικά- ρόλους και βιώματα ανάλογα με τη μέρα, την ώρα, τη διάθεση και το χρώμα τ΄ ουρανού…
Έξω, ήδη άρχιζε ένα πυκνό χιονόβροχο.
Δε βαριέσαι! Όμορφη Πόλη…
Πηγή: «Το Κοράλλι» (λογοτεχνικό περιοδικό), Μάιος 2019, Αθήνα