Η μητέρα μου ήταν πουτάνα πολυτελείας. Εμένα με συνέλαβε κατά λάθος και με κράτησε. Και όταν το έμαθα την συγχώρεσα που δεν μου το είχε πει γιατί φοβότανε. Ζήσαμε οι δυο μας μέχρι που πέθανε. Το σπίτι μας είχε μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν την πόλη από ψηλά. Την νύχτα όλα τα φωτάκια των δρόμων, των κτιρίων, των εργοστασίων έκαναν παρέα στα μάτια μου. Τέτοιες ώρες πήγαινε συνήθως για “δουλειά” η μαμά κι ερχότανε και έμενε μαζί μου η θεία Ροζαλίν.
Ήταν κατάξανθη και ντυμένη πάντα με ένα αστραφτερό κόκκινο βραδινό φόρεμα, λες και το να κρατάει εμένα στο σπίτι ήτανε ένα επίσημο γεγονός. Αυτά όσο ήμουν σε ηλικία που δεν ήταν καλό να μένω μόνη. Η θεία Ροζαλίν ήταν απόμακρη και λιγομίλητη. Μου άρεσε να την κοιτάζω να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να στέλνει μηνύματα από το κινητό της στην βραδινή πόλη. Παραμύθια και άλλες σαχλαμάρες δεν μου διάβασε ποτέ.
Όταν έμπαινε η Ροζαλίν, η μαμά έφευγε χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια καλησπέρα. Μια Κυριακή μαλώσανε. Άκουσα από το δωμάτιό μου τον καυγά. Η μαμά της είπε να μην ξανάρθει κι εκείνη της είπε πως δεν έχει το δικαίωμα να της απαγορεύσει να με βλέπει. Η μαμά τότε της φώναξε πως αυτό θα ήταν καλό να το σκεφτεί πιο νωρίς. Ήμουνα δεκατεσσάρων και θα μπορούσα πια να μένω μόνη μου εξήγησε η μαμά μετά. Αν δεν γίνεται αλλιώς, είπα, εντάξει.
Η Ροζαλίν μου έλειψε πολύ. Μόλις έγινα δεκαοχτώ, την άλλη μέρα, η μαμά αρρώστησε. Και σε δύο εβδομάδες πέθανε. Σε ένα πολύ ακριβό νοσοκομείο. Μια Κυριακή πριν πεθάνει, ξαναείδαμε την θεία Ροζαλίν. Ήταν πάντα το ίδιο προσεγμένη και φορούσε μια μωβ, μακριά, βιολετί τουαλέτα. Οι νοσοκόμες την κοιτάζανε σαν να βλέπανε σταρ του Χόλλυγουντ με πένθος. Πλησίασε στο κρεβάτι της και η μαμά άνοιξε με κόπο τα χείλη και της είπε: “Την μικρή και τα μάτια σου. Να γλυτώσει!!!”
Είδα για πρώτη φορά την θεία Ροζαλίν να κλαίει. Μετά την κηδεία με ρώτησε αν θέλω να πουλήσω το σπίτι και να πάω να ζήσω μαζί της σε ένα προάστιο στην εξοχή. Της είπα πως το σπίτι δεν θέλω να το πουλήσω. Αλλά πως για λίγες εβδομάδες θα μπορούσα να δοκιμάσω να μείνω μαζί της. Πήρα δύο βαλίτσες και πήγα. Μόλις έφτασα έμαθα πως είχα γίνει δεκτή στο Κολλέγιο και πως από Σεπτέμβρη θα ξεκινούσα μαθήματα. Το γιορτάσαμε.
Όταν γύρισα στο κέντρο είχαν περάσει τρεις μήνες. Το εξοχικό της θείας είχε κάτι το εθιστικό.
Πηγαινοέρχονταν πολλοί άντρες με κοσμήματα και δώρα. Και εμένα μου έφερναν αλλά η θεία τους έλεγε να μην μου τα δώσουν. Σε έναν πολύ επίμονο με μακριά γενειάδα χρειάστηκε να βάλει τις φωνές. Δεν είχα ξανακούσει την Ροζαλίν να φωνάζει. Φώναζε καλύτερα από την μαμά. Πιο αυστηρά. Κι όλοι την ακούγανε. Μια γυναίκα έφερνε βόλτα τόσους άντρες με απίστευτα λιτό, σχεδόν μητρικό τρόπο. Την παρομοίαζα με εκείνην την γυναίκα του Οδυσσέα – Πηνελόπη νομίζω την λέγανε – που είχε σωρό τους μνηστήρες αλλά με κανέναν δεν είχε πλαγιάσει.
Στις αυλές τα δέντρα οργίαζαν και η πισίνα τις νύχτες έμενε πάντα φωτισμένη και πεντακάθαρη λες και της είχες ρίξει καθαρό οινόπνευμα.
Ρώτησα αν η μαμά είχε έρθει εδώ. Ποτέ, ήταν η απάντηση. Αγαπούσε τις Πόλεις. Κι εγώ, είπα. Φεύγοντας υποσχέθηκα πως θα γυρίσω. Πήρα μαζί μου το σημειωματάριο της Ροζαλίν που βρήκα σε μια αποθήκη ξεχασμένο. Και ένα φάκελο με γράμματα που η μαμά είχε στείλει στην Θεία πριν γεννηθώ εγώ όταν η μαμά ζούσε στην Ευρώπη.
Είναι ο καλύτερος τρόπος να τα διαβάσεις μόνη. Και μετά αποφασίζεις αν θες να ξανάρθεις. Αυτό το κόκκινο φουστάνι μόνο θέλω να σου δώσω. Πέρασε σε μένα από την μητέρα μου και δεν έφυγε από την μόδα ποτέ. Καλού κακού παρ’ το από τώρα. Όποια γυναίκα κι αν το φοράει αυτό, την προστατεύει.
Από τι, δεν ρώτησα.
Με τα κείμενα και το φουστάνι βρέθηκα βράδυ Κυριακής, αρχές Σεπτέμβρη, στο σπίτι μου, πρώτη φορά χωρίς την μαμά. Φόρεσα το κόκκινο φουστάνι ξυπόλυτη, έβαλα κι ένα κονιάκ σε ένα ποτήρι κι άνοιξα τα γράμματα και τις σημειώσεις. Την άλλη μέρα ξεκίναγα στο Κολέγιο. Αλλά με βρήκε το ξημέρωμα να μελετάω. Κατά τις 5 στάθηκα μπροστά στο παράθυρο και κοίταξα την πόλη από ψηλά να ξημερώνει.
Από γενιά σε γενιά οι γυναίκες της οικογένειας ήτανε κοκότες – έτσι το έγραφε η Ροζαλίν, κοκότες.
Η οποία Ροζαλίν δεν ήτανε θεία μου. Ήτανε γιαγιά μου. Στα δεκατέσσερά της είχε γεννήσει την μαμά μου. Η κόρη έγινε σύντομα ότι και η μάνα. Πουτάνα το λέω εγώ. Το βέβαιο είναι πως αυτές οι δύο γυναίκες χωρίσανε τα τσανάκια τους και τις “δουλειές” τους και το μόνο που τις ένωσε πάλι κάποια στιγμή ήτανε ένα μωρό – εγώ. Κορίτσι ξανά. Και κατά λάθος, ως συνήθως.
Θέλανε και οι δύο να σπάσει η αλυσίδα. Να μην συνεχίσω εγώ την “δουλειά”. Σε αυτό είχανε συμφωνήσει τουλάχιστον. Η γιαγιά ήτανε παραδοσιακή – δεχότανε στο σπίτι. Η μαμά στην Ευρώπη έμαθε να “δουλεύει” με εξωτερικά ραντεβού.
Κι εγώ τώρα έπινα το ποτό μου και λικνιζόμουνα στα κόκκινα, ξυπόλυτη, λες κι έδινα παράσταση. Σκέφτηκα πόσο πολύ η μαμά θα είχε χαρεί αν ήξερε πως σήμερα ξημερώνει η πρώτη μου μέρα στο Κολλέγιο.
Μετά σκέφτηκα πως η γιαγιά, – δεν την ξανάπα Ροζαλίν πια – θα ήθελε να γυρίσω στο εξοχικό, εκεί μαζί της και τους μνηστήρες. Δεν ήταν δα και μακριά, μια ώρα δρόμος με τον προαστιακό. Αυτήν την διαδρομή εκείνη την έκανε κάθε βράδυ όσο με πρόσεχε. Τέλος σκέφτηκα, πως δεν ανήκω εδώ. Έβαλα την άλλη μέρα το σπίτι για πούλημα. Σε μία εβδομάδα τα είχα καταφέρει. Στο Κολλέγιο δεν πήγα ποτέ.
Στη νέα μου πόλη, το νέο μου σπίτι κοίταζε πάλι την νύχτα από ψηλά. Από μερικά πράγματα δεν γλυτώνεις ποτέ. Αφού, ας πούμε, παντού στον κόσμο μπορείς να βρεις ένα εντυπωσιακό παράθυρο να σταθείς μπροστά του, με ένα κόκκινο φουστάνι και να περιμένεις, Κυριακή βράδυ, να ξημερώσει, αφήνοντας τα φωτάκια των δρόμων, των κτιρίων, των εργοστασίων να κάνουν παρέα στα μάτια σου.
Με την διαφορά πως εγώ δεν θα κοίμιζα ποτέ ένα μωρό στο βάθος του διαμερίσματός μου, κανένα εξωτερικό ραντεβού δεν είχα και ούτε μισός μνηστήρας δεν θα με αποσπούσε ποτέ από αυτό που κάποιοι ξέρουν να λένε για μένα. Πως είμαι δηλαδή ο Ορισμός της Μοναξιάς.
Από τι άραγε να με έχει προστατέψει το κόκκινο βραδινό ρούχο της προγιαγιάς, που κάθε Κυριακή, τα τελευταία χρόνια φοράω με τα παντοφλάκια μου, αυτό δεν νομίζω να το μάθω ποτέ. Αλλά και να το μάθω, δεν θα το πω σε κανέναν, κι ούτε θα μου ξεφύγει κατά λάθος.