Τον Στέφανο τον γνώρισα πριν κάτι χρόνια στα major της Σταδίου. Δεν παραγγέλνω βιβλία απ` το internet και επίσης δεν τα αγοράζω από αλυσίδες τύπου major. Βιβλία αγοράζω από όσο το δυνατόν μικρότερα βιβλιοπωλεία.
Εκείνη τη μέρα μπήκα στα major ακολουθώντας μια γκόμενα ονόματι Σούλα. Εννοείται πως δεν είναι ακριβώς το όνομα εκείνο που θα σε εμπνεύσει να διαβάσεις ή να στραφείς στη λογοτεχνία.
Την πλεύρισα στο ράφι με τους κλασσικούς και της θύμισα πως είμαι ο Κώστας που πριν κάτι μήνες είχαμε γνωριστεί στο γάμο του Τάκη και της Μίρκας. Προσποιήθηκα πως αυτή την εποχή ξαναδιαβάζω την ¨Ανάσταση¨ του Τολστόι, ένα βιβλίο που στην πραγματικότητα όλοι παρατάνε στη μέση. Της έπιασα εύκολα τη κουβέντα και πραγματικά πίστεψα πως τα πηγαίναμε περίφημα οι δυο μας όρθιοι και σοβαροί να συζητάμε για λογοτεχνία ώσπου ήρθε η κοπέλα της η Μυρτώ (?? στο γάμο του Τάκη και της Μίρκας δεν υπήρχε καμία Μυρτώ) και η Σούλα με χαιρέτησε ευγενικά και έφυγε μαζί της. Νομίζω πως φεύγοντας αγόρασαν ¨Τα σταφύλια της οργής¨ .
Κάθισα σ` ένα σκαμπό απογοητευμένος κι έμεινα να κοιτάζω τον κόσμο που υπήρχε γύρω μου, πωλητές και πελάτες. Ήταν τα καλά χρόνια των υψηλών, ακόμα, πωλήσεων. Κάπου παραπέρα ο Στέφανος προσπαθούσε να εξυπηρετήσει έναν φοιτητή γαλλικής φιλολογίας που έψαχνε τα διηγήματα του Γκυ Ντε Μωπασάν. Τράβηξε και κράτησε την προσοχή μου καθώς φαινόταν υπερβολικά αδέξιος.
Ήταν ολοφάνερο πως ο νεαρός αδημονούσε να του ξεφύγει και μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που απευθύνθηκε σ` αυτόν. Ο Στέφανος τον κοίταζε μέσα στα μάτια και του μιλούσε χωρίς σταματημό ενώ κρατούσε στο δεξί του χέρι δυο τόμους με γαλλικά διηγήματα. Κάποια στιγμή του γλίστρησαν κι έσκυψε να τους πιάσει με αποτέλεσμα να πέσουν και τα γυαλιά του. Όταν τα ξανάβαλε έψαξε μάταια γύρω του να δει τον φοιτητή. Για να επανατοποθετήσει τους τόμους χρησιμοποίησε μια μικρή σκάλα που βρισκόταν παραδίπλα. Όλη αυτή την ώρα εγώ τον κοίταζα με τρομερή περιέργεια και κάποια λύπη, φαινόταν εκτός τόπου και χρόνου. Τριαντάρης με χοντρά γυαλιά και αθώο πρόσωπο. Λίγα παραπάνω κιλά και λίγα παρακάτω μαλλιά.
Ο θόρυβος από την πτώση της σκάλας και του ίδιου του Στέφανου έκανε τους πάντες να τρομάξουν. Θα ήταν ίσα με δέκα τα βιβλία που έπεσαν πάνω του. Δεν άντεξα και απομακρύνθηκα στεναχωρημένος ενώ κόσμος μαζεύτηκε γύρω του. Κάποιοι γελούσαν.
Κανένα μισάωρο αργότερα τον είδα στον τελευταίο όροφο των major όπου ανέβηκα για να φάω ένα μπέργκερ και να απολαύσω τη θέα. Καταρρακωμένος. «Άλλη μια φορά με απέλυσαν» τον άκουσα να λέει στο κινητό. Είχε κάτσει πολύ κοντά μου κι έπινε το ένα εσπρεσάκι μετά το άλλο. Με φόβιζε ο τρόπος που κοιτούσε προς τα έξω, το μπαλκόνι ήταν πολύ κοντά στα τραπέζια μας.
Σηκώθηκε με βιάση σα να σκόπευε να τρέξει. «Φίλε όχι!» του είπα.
«Παρακαλώ;»
«Μη το κάνεις αυτό, θα βρεις άλλη δουλειά!»
«Να μη φάω μηλόπιτα;» ρώτησε απορημένος. Κατευθύνθηκε στο μπουφέ και γύρισε με δυο λαχταριστά κομμάτια μηλόπιτας απλωμένα σε μια εντυπωσιακή πιατέλα και πιτσιλισμένα με γραμμές σοκολάτας. Αφού πρώτα τα καταβρόχθισε γύρισε και με ρώτησε τι εννοούσα πριν. Έκανα δυο βήματα ως το τραπέζι του.
«Μπορώ να καθίσω;»
«Παρακαλώ».
Συστήθηκα και άρχισα να του μιλάω για τις δυσκολίες της ζωής. Του είπα πως ήμουν παρών πριν λίγο στο περιστατικό με τη σκάλα -δεν με είχε προσέξει- και πως άπειρα τέτοια μου είχαν συμβεί κι εμένα την πρώτη φορά που δούλεψα ,πως γενικά όλα μες` τη ζωή είναι και σίγουρα θα βρει κάτι άλλο να κάνει. «Όπου πάω με διώχνουν» ήταν η απάντησή του. «Προσπαθώ να ζήσω μόνος, προσπαθώ να τα καταφέρω. Νοίκια και υποχρεώσεις τρέχουν κι εγώ είμαι ανίκανος να τα προφτάσω». Τρελάθηκα, ήξερα πολύ καλά τι ζει.
Η φωνή του έσπασε και οι άκρες των ματιών του υγράνθηκαν. Πάλεψα λίγα δευτερόλεπτα με τον εαυτό μου-ούτε δέκα- κι αφού πήρα μια βαθιά ανάσα ,ξεστόμισα : «Έχω ένα μικρό café στη Νέα Φιλαδέλφεια. Θες να δοκιμάσεις να δουλέψεις για μένα;». Με κοίταξε γεμάτος ελπίδα. «Αλήθεια το λες;»
H αδερφή μου και ο κολλητός μου συμφωνούν σε δυο πράγματα. Το ένα είναι πως για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα φταίνε αποκλειστικά και μόνο οι Έλληνες –αν και το ερμηνεύουν διαφορετικά, ο Φωτεινή λέει πως φταίμε επειδή ψηφίζαμε πασόκ ενώ ο Στέλιος επειδή υπήρξαμε σπάταλοι και τεμπέληδες – και το άλλο πως εγώ προσωπικά δε θα προκόψω ποτέ. Εδώ οι ερμηνείες συμπίπτουν, παραείμαι καλός.
«Το παιδί δεν μπορεί ρε Κώστα ˙ δε κάνει για τη δουλειά!» άκουσα το Στέλιο να μου επαναλαμβάνει όσα έλεγε και προχθές. Η Φωτεινή μέσα από το bar κούνησε το κεφάλι με στενάχωρη συγκατάβαση.
Τα απογεύματα της Κυριακής οι δυο πιο κοντινοί μου άνθρωποι με βοηθούσαν να καθαρίσω το μαγαζί. Αύριο ξεκινούσε η τρίτη εβδομάδα εργασίας του Στέφανου στο μικρό μου café. «Που πήγαν τα ψηλά βενετσιάνικα ποτήρια;» ρώτησε η Φωτεινή. «Ο Στέφανος» της απάντησα και χαμήλωσα το βλέμμα για να μη δω τα μάτια του κολλητού μου. Εκείνος δε μου χαρίστηκε. «Έχει σπάσει τέσσερα σερβίτσια. Κάνει λάθος στις παραγγελίες και στα ρέστα. Ο καφές που φτιάχνει είναι ελεεινός».
Πήρα μια βαθιά ανάσα και τον υπερασπίστηκα. «Είναι καλό παιδί και έχει φιλότιμο. Θα στρώσει». Η Φωτεινή βγήκε απ` το bar, ήρθε κι έκατσε μαζί μας. «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να απολύεις εργαζόμενο» είπε ξεφυσώντας. «Όμως το μαγαζί πάει άσχημα κι ο Στέφανος δεν προσφέρει τίποτα».
«Θα περιμένω μέχρι να τα καταφέρει» απάντησα και άλλαξα συζήτηση.
Τη Δευτέρα το πρωί ο Στέφανος άργησε μιάμιση ώρα. Ζήτησε συγνώμη πολύ γλυκά και εξήγησε πως οι παλιές του αϋπνίες –για τις οποίες με είχε ενημερώσει – είχαν πρόσφατα επιστρέψει. «Πήγα στο γιατρό και θα ξαναρχίσω αγωγή» είπε σχεδόν με ικανοποίηση. «Είναι από το άγχος που έχω να τα καταφέρω» εξήγησε. «Όμως, χάρις σε σένα, θα το πετύχω. Αυτή τη φορά θα το δεις».
Η αγωγή άργησε να τον πιάσει τον Στέφανο. Συνέχισε να αργεί, συνέχισε να σπάει σερβίτσια και να κάνει λάθη. Ενάμιση μήνα μετά την πρόσληψή του δεν μπορούσα πια να τον δικαιολογώ. «Εντάξει, θα τον διώξω» υποσχέθηκα στο Στέλιο. Όμως το ίδιο βράδυ, ενώ έκανα ταμείο, τον πρόφτασα με την άκρη του ματιού μου να συγκρατεί τα δάκρυα του πριν καταφύγει στην κουζίνα. «Τι έχεις;» έτρεξα και τον ρώτησα.
Έπεσε συγκινημένος στην αγκαλιά μου. «Μου έχεις αλλάξει τη ζωή ρε Κώστα! Πρώτη φορά που νιώθω άξιος να παραμείνω σε μια δουλειά! Πρώτη φορά που συντηρώ επιτυχώς τον εαυτό μου!» Το άλλο πρωί τσακώθηκα με το Στέλιο και κάναμε να μιλήσουμε τέσσερις μέρες.
«Συγνώμη, αυτό το πράγμα θεωρείται καφές;» ρώτησε έξαλλη η ηλικιωμένη κυρία με το μικροσκοπικό σκυλάκι. «Να σας φτιάξω άλλον» απάντησε πρόθυμα ο Στέφανος. Το σκυλάκι εκτινάχτηκε από την αγκαλιά της και του δάγκωσε το πόδι. «Άργκ!» ξεφώνισε κωμικά ο Στέφανος κάνοντας τους πελάτες να ξεκαρδιστούν.
«Αυτό είναι κάτουρο, όχι καφές!» επέμεινε υστερικά η κυρία. Αποφάσισα να επέμβω. «Όπως σας είπε ο υπάλληλος θα σας φτιάξουμε άλλον. Και μαζέψτε τον σκύλο σας».
«Δε θέλω άλλον ˙ να φύγω θέλω! Πάμε ¨μπούμπη¨ !» Την είδα έκπληκτος να σηκώνεται και να φεύγει κρατώντας τον ¨μπούμπη¨ στην αγκαλιά της που -ορκίζομαι- χαμογελούσε χαιρέκακα. Ούτε καν πλήρωσε.
Αυτό ήταν. Πήρα το Στέφανο στην κουζίνα. Ζήτησε συγνώμη πριν ακόμα ξεκινήσω να μιλάω. «Για το τελευταίο περιστατικό δεν φταις εσύ» του είπα. «Η κυρία αυτή είναι ανάγωγη. Ανάγωγοι και αγενείς άνθρωποι πάντα θα υπάρχουν».
«Ναι , αλλά εγώ έφτιαξα τον καπουτσίνο. Και είχε δίκιο, ξέχασα την δεύτερη δόση καφέ» είπε αθώα. «Πάντα την ξεχνώ τη δεύτερη κουταλιά» πρόσθεσε.
Τεντώθηκαν τα μηλίγγια μου. Κατάπια την ατάκα «μετά από δυο μήνες δεν θα έπρεπε να την ξεχνάς!» γιατί θα έβγαινε με τρομερή φούρκα. Μισώ να μιλώ θυμωμένα, οι άνθρωποι πληγώνονται. «Στέφανε δεν μπορώ να σε κρατήσω άλλο στη δουλειά» είπα μαλακά. «Δε φταις εσύ, μια χαρά τα πας. Απλά δε βγαίνω».
Βγήκα από την κουζίνα και επέστρεψα πίσω από το bar. Μετά από δυο λεπτά επέστρεψε κι ο Στέφανος. Έμοιαζε πολύ σοβαρότερος και μέχρι να τελειώσει η βάρδια του δεν έκανε κανένα λάθος. Μου έκανε εντύπωση πόσο πολύ είχε αλλάξει το πρόσωπό του, χάθηκε μεμιάς εκείνη η χαρωπή παιδικότητα που είχε αν και δε θα τον έλεγες με τίποτα βλοσυρό. Ράγισε η καρδιά μου και σκέφτηκα να τον ξαναπροσλάβω αλλά μπήκε μέσα η αδερφή μου με το Στέλιο κι έκατσαν σ` ένα μπροστινό τραπέζι. Να δεις που αυτοί οι δυο θα καταλήξουν μαζί κάποια μέρα.
«Κώστα μπορώ να σου μιλήσω ένα λεπτάκι;» είπε πριν τα μαζέψει και φύγει. Συγκατένευσα έτοιμος να τα μπήξω. Πετούσα έναν άνθρωπο στο δρόμο. Έναν άνθρωπο που θα έπρεπε σύντομα να βρει λεφτά για το νοίκι του.
Με αγκάλιασε μπροστά σ` όλο τον κόσμο, μπροστά στην αδερφή μου που μας κοίταζε υποψιασμένη και με φίλησε με πάθος πρώτα στο δεξί και μετά στο αριστερό μάγουλο. «Φραγκοτόνγκος είναι το πατρικό μου. Το Πανζάχος είναι της μάνας μου. Είμαι του Φραγκοτόνγκου που έχει τα κανάλια. Κουράστηκα να ζω με τα λεφτά των γονιών μου, σε διευθυντικές θέσεις που στην ουσία μου παραχωρούνται και που οι αποφάσεις είναι ειλημμένες εκ των προτέρων. Πείσμωσα, θέλησα να ξεκινήσω απ` το μηδέν, να είμαι ¨ο nobody¨».
«Ο ποιος;»
«Δεν έχει σημασία» συνέχισε ο Στέφανος. «H πραγματικότητα απέδειξε πως είμαι παντελώς ανίκανος να τα βγάλω πέρα. Δεν έχω παρά να επιστρέψω στις δουλειές του πατέρα μου».
Και λέγοντας αυτά τα λόγια ο Στέφανος πήρε το καπελάκι του κι έφυγε.
Περισσότερα short stories του Κώστα Ζαχαράκη μπορείτε να διαβάσετε στο προσωπικό του ιστολόγιο shortstorieswriter.blogspot.com
Discussion about this post