Υπάρχει το καλοκαίρι των διαφηµίσεων (µε τα πανέµορφα χρώµατα, κορµιά και κοκτέιλ). Το καλοκαίρι του Μαΐου (που καθόµαστε µε την πρώτη λιακάδα και χαζογελάµε µε το που θα πάµε διακοπές). Υπάρχει όµως και το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ! Στοιβαγµένο σε 12µιση ηµέρες του Αυγούστου, το τριήµερο της Παναγίας και ίσως ένα διήµερο τον Ιούλιο. Αγαπάω το πραγµατικό καλοκαίρι, όπως αγαπώ και τους πραγµατικούς ανθρώπους. Αυτό το πραγµατικό καλοκαίρι λοιπόν ενίοτε έχει δράµατα. Από αυτά που τα θυµάσαι και γελάς εξιστορώντας τα στους φίλους σου.
Αγαπηµένοι συνεργάτες και συντελεστές του “Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ” µιλούν για τα δικά τους δράµατα.
Ο Φώντας εκτός από τις “Παράξενες ιστορίες” µας µιλά για ένα πανηγύρι ενηλικίωσης, η Άντα κειµενογράφος µας για µία επεισοδιακή πανδηµία των χοίρων. Ο πολυτάλαντος Παντελής που µας αγαπάει από το πρώτο τεύχος παραδέχεται την ήττα του από µία αλανιάρα τσιπούρα, η Χριστίνα από το web µας επιµένει πως δεν µίλαγε συνεχώς στο τηλέφωνο και κάνει την επανάστασή της. Ο ευφάνταστος αρθρογράφος Κώστας εξοµολογείται τις θυσίες του για την… πατρίδα χωρίς να κοκκινίζει, και η άλλη µας αρθρογράφος Γεωργία µοιράζεται µαζί µας µία δραµατική επαγγελµατική εµπειρία. Τέλος η ∆έσποινα από το φωτοροµάντζο µας µιλά για τις πνευµατικοσωµατικοφυσικές κακουχίες και η Νικολέττα από τις πωλήσεις για την αποτυχία ενός χύµα ταξιδιού στον «συντηρητικό» Βόλο.
Καλό καλοκαίρι και µην ξεχνάτε πως και το δράµα χρειάζεται!
Τα “Γουρούνια”
ΠΟΙΟΣ;
ΑΝΤΑ Κ.
ΠΟΥ;
ΙΟΣ & ΑΜΟΡΓΟΣ
ΠΟΤΕ;
2009
Το πολύπαθο καλοκαίρι του 2009 θα προσπαθήσω να σας το διηγηθώ, αν και είναι πολύ δύσκολο! Με τις άλλες 5 φίλες µου από το σχολείο, κλείνουµε ένα ωραιότατο 12ηµερο διακοπών µε προορισµό την Ίο (5 µέρες) και την Αµοργό (7 ηµέρες µαζί µε άλλη µία παρέα 6 ατόµων). Ίος λοιπόν για αρχή και το νησί δεν σου επιτρέπει τίποτε άλλο παρά να ξυπνάς στις 15.00 και να ξενυχτάς ως τις 07.00. Τσιγάρα αλυσίδα (αν ανάψεις ένα στις Κυκλάδες εν µέσω Αυγουστιάτικων µελτεµίων πρέπει να διατηρήσεις τη φωτιά), cocktails και σφηνάκια, χοροί µέχρι πρωϊας.
Όλα καλά κι όλα ωραία µέχρι που ένα βράδυ άρχισε ο βήχας και ο πυρετός για την Αγγελική! Στο Κέντρο Υγείας Ίου µας βρήκε ένα πρωινό για να της πουν να πάρει αποχρεµπτικό για το βήχα (το γνωστό σε όλους µας Trebon). Αν και ήθελε να γυρίσει η κοπέλα στην Αθήνα, την πείσαµε να συνεχίσει τις διακοπές της ώστε να µην χαλάσει το αξιοζήλευτο πρόγραµµά µας. Πάµε στην Αµοργό λοιπόν να βρούµε τους υπόλοιπους. Κι εδώ αρχίζει το πάρτυ! Η µέρα µας και πάλι περιορίστηκε µεταξύ 16.00 το απόγευµα και 09.00 το πρωί, η ψηµένη ρακή ήταν µόνιµα µες στους οργανισµούς µας, τα τσιγάρα καλά κρατούσαν και πάει λέγοντας. Αρχίσαµε όµως ένας προς έναν να πέφτουµε στο πεδίο της µάχης. Συµπτώµατα; Πυρετός, βήχας, µπουκώµατα και ούτω καθεξής.
Εκτός από µένα που είχα απλά βήχα και το πρόγραµµα ξενυχτιού συνέχιζε ακάθεκτο. Στο Κέντρο Υγείας Αµοργού (ναι, και αυτό συνέβη) µας έδωσαν extra σιρόπια. Το υπόλοιπο των διακοπών συνέχισε κάπως έτσι και γυρίσαµε τη µέρα που είχαµε κανονίσει, µετά από 13 ώρες ταξίδι µε το πλοίο. Όλοι βέβαια είχαµε κανονίσει υπόλοιπο διακοπών. Όµως φίλοι µου, το καλοκαίρι του 2009 ήταν επίσης και το καλοκαίρι που είχε ξεσπάσει η πανδηµία της γρίπης των χοίρων. Μην αναρωτιέστε. Ναι, είχαµε τη γρίπη των χοίρων. Κάνοντας το τεστ στην Αθήνα ήµασταν θετικοί οι 10 από τους 12. Ενώ όλοι βέβαια την έβγαλαν καθαρή µε έναν πυρετό, εγώ έπαθα άτυπη πνευµονία και κατέληξα να παίρνω 2 αντιβιώσεις και εισπνοές µε κορτιζόνη για να αποφύγω τη νοσηλεία!
Πάντως, το καλοκαίρι του 2009 θα το θυµόµαστε όλες όχι µόνο για τους χοίρους, αλλά γιατί τα είχε όλα: σωστή παρέα, πολλά γέλια και πολλά κλάµατα, καβγάδες και αγκάλιες, ερωτικές περιπέτειες και δράµατα, µεταφυσικά φαινόµενα. Αλλά αυτά όµως αποτελούν µέρος µιας άλλης ιστορίας…
Α ρε Βούλη!
ΠΟΙΟΣ;
ΦΩΝΤΑΣ Λ.
ΠΟΥ;
ΜΥΣΤΡΑΣ
ΠΟΤΕ;
1955
Σπάρτη, 30 Αυγούστου του 1955. Το ετήσιο πανηγύρι του Μυστρά είναι σε εξέλιξη. Χιλιάδες άνθρωποι, αγρότες και «αστοί» από τη Λακωνία και τους γύρω νοµούς, κατακλύζουν για εφτά µέρες, κυρίως τις απογευµατινές και βραδινές ώρες, το γνωστό προάστιο στις παρυφές του Ταϋγέτου, συνδυάζοντας το «τερπνόν µετά του ωφελίµου». Πουλούν και αγοράζουν ζώα. Με το χρήµα που αποκτιέται –ή που περισσεύει- παίρνουν ρούχα, εφόδια για το σπίτι και κάθε λογής εργαλεία.
∆υό ξαδέλφια, ο υπογράφων, 13 µόλις χρονών, και ο ξάδελφός του, ο Βούλης, λίγο µεγαλύτερος, ξεκινούν, µε το χαρτζιλίκι της γιαγιάς στην τσέπη, από το κοντινό χωριό Αγιάννης, για να φτάσουν µέσα από τα χωράφια, για ένα ακόµα βράδι, ώς στο «σταυροδρόµι των θαυµάτων», εκεί, στην είσοδο του Μυστρά.
Οι λοταρίες, ο «γύρος του θανάτου», οι πρόχειρες ρουλέτες, η σκοποβολή, το «κανονάκι», οι κρίκοι µε τα µπουκάλια, η «ασώµατος κεφαλή» , το «δωµάτιο µε τους καθρέφτες», έχουν ανάψει τα φώτα και τους περιµένουν. Εκεί, που αρχίζει ο κάθετος στη δηµοσιά, µακρόστενος δρόµος µε τα υπαίθρια εµπορικά. Μέσα σ’ όλα, διάσπαρτα, είναι και αρκετά αυτοσχέδια ψητοπωλεία, που σερβίρουν ψητό γουρουνόπουλο, την περίφηµη «µπουζοπούλα».
Τα δυο ξαδέλφια, ο νεότερος, ο «πρωτευουσιάνος», που έχει κατεβεί για διακοπές και ο γηγενής, µε σκονισµένα πέδιλα και µε τα χαρακτηριστικά κοντά παντελόνια και οι δυο τους, θα συµπεριφερθούν απόψε και θα ενεργήσουν σαν άντρες. Γι αυτό έχουν άλλωστε αποκοπεί από την παρέα των υπόλοιπων ξαδελφιών, κοριτσιών και αγοριών. Θα παραγγείλουν και θα µοιραστούν µια ολόκληρη µερίδα «µπουζοπούλα» και θα πιούν από ένα κανονικό, µεσαίο ποτήρι µπίρα ο καθένας τους.
Βρίσκουν ένα µικρό, άδειο τραπέζι, που τους παραχωρεί καχύποπτα –και ίσως λίγο ενοχληµένα- το εποχιακό γκαρσόνι. Κάνουν την παραγγελία τους. «Θα πάρετε κάτι άλλο;». «Όχι».
Το πιάτο και τα δυο ποτήρια έρχονται και τοποθετούνται πάνω στο άσπρο τραπεζοµάντηλο. Οι δυο …παράταιροι πελάτες καταναλώνουν όσο πιο αργά γίνεται την παραγγελία τους και κοιτάζουν µε αγωνία γύρω τους. Κανένας όµως από τους πολλούς πλανόδιους φωτογράφους δεν λέει να εµφανιστεί.
Φθάνει πάλι το γκαρσόνι. Ζητάει να τον πληρώσουν.
Οι παρέες καταφθάνουν, η µια µετά την άλλη.
Παίρνει το πιάτο και τα ποτήρια.
Πάνω στο τραπέζι αποµένουν τώρα λίγα ψίχουλα.
Να, και ο φωτογράφος.
Έχει νόηµα να βγάλουν τώρα τη φωτογραφία;
Κλικ.
… Σήµερα, ο ένας στην Αθήνα, 75 χρονών, κοιτάζει την παλιά, µαυρόασπρη φωτογραφία και ολοκληρώνει αυτή την περιγραφή.
Ο άλλος, ο Στηβ Λάντις, διαβιεί, εδώ και εξήντα χρόνια, µετανάστης, πρώτα στον Καναδά και µετά στη Νέα Υόρκη…
‘Α, ρε Βούλη…
Κι ούτε ένα τηλεφώνημα
ΠΟΙΟΣ;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ρ.
ΠΟΥ;
ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
ΠΟΤΕ;
2009
Ακούγοντας «καλοκαιρινά δράµατα» ένα καλοκαίρι µου έρχεται στο µυαλό: 17 χρονών, µετά από ξέφρενο γλέντι στην Αντίπαρο µε τις φίλες µου, βρέθηκα στην Αστυπάλαια µε τη θεία µου την Νεφέλη και την καλύτερη της φίλη τη Ρόζα (αναρχοαυτόνοµες κουλτουριάρες νεοχίπισσες aka στο φάσµα των νεο-αριστερών, χωρίς µεγάλη διαφορά από τα δικά µου 17 χρόνια).
Παρέα κάναµε, τις ήξερα από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου, πήγαµε να ηρεµήσουµε λίγο στη µακρινή Αστυπάλαια. Λόγω νεότητας, οι φίλοι µου δεν µε άφηναν σε χλωρό κλαρί και κυρίως ένας φίλος που µόλις χώρισε και ήθελε τις συµβουλές µου. Το κινητό µου λοιπόν κουδούνιζε σα δαιµονισµένο και αυτό ενόχλησε τη Ρόζα. Ξέχασα να πω ότι η αριστερή Ρόζα δούλευε σε τηλεφωνικό κέντρο. Ο ήχος λοιπόν του τηλεφώνου ήταν για εκείνη ό,τι το κόκκινο πανί για έναν ταύρο.
Έτσι, εκεί που τρώγαµε σε µια ταβέρνα, ο φίλος τηλεφώνησε για άλλη µια φορά και η Ρόζα, ως γνήσια drama queen, έκανε την τρίχα τριχιά και έγινε έξαλλη: άρχισε να φωνάζει ότι πήγε διακοπές για να ξεχάσει τη δουλειά της, στην ταβέρνα γίναµε ρεζίλι, στο δωµάτιο ο καβγάς φούντωνε µε την Νεφέλη να προσπαθεί να µας χωρίσει και το σκύλο µας να γαβγίζει πότε στη µία και στην άλλη και εγώ απλά µάζεψα τα πράγµατά µου και έφυγα, µε στόχο να βρω τρόπο να φύγω ανεπιστρεπτί από το ακριτικό νησί (ακριτικό διότι ούτε καθηµερινά δροµολόγια πλοίων είχε, ούτε και τακτικά λεωφορεία για το λιµάνι).
Αφού έκατσα µόνη στην παραλία για πολλές ώρες (εγώ και οι εισπνοές µου αφού είχα ΚΑΙ βρογχίτιδα, κατάλοιπο της Αντιπάρου) µε βρήκε η θεία µου και µε έπεισε να επιστρέψω, καθώς δεν ήταν σωστό να χαλάσουµε τις διακοπές µας (είχε φάει και η Ρόζα την αντίστοιχη κατσάδα).
Έτσι, το κινητό µπήκε αθόρυβο, ο φίλος µου ξεπέρασε το χωρισµό του χωρίς τις πολύτιµες συµβουλές µου, µιλούσα στο µπάνιο ψιθυριστά σαν να ήµουν µέλος τροµοκρατικής οργάν…. Μισό λεπτό! Πρέπει να σας αφήσω! Χτυπάει το τηλέφωνο!
Η Εκδίκηση της τσιπούρας
ΠΟΙΟΣ;
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Α.
ΠΟΥ;
ΣΕΡΙΦΟΣ
ΠΟΤΕ;
ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΙΑ
Μόλις είχε τελειώσει ένας πολύ δύσκολος και κουραστικός χειµώνας. Ήταν προτού ακόµα µε κερδίσει οριστικά και αµετάκλητα η καλλιτεχνία, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα πριν. Σπούδαζα στο Πανεπιστήµιο τη µισή µέρα, παρέδιδα ιδιαίτερα µαθήµατα µαθηµατικών για τα προς το ζειν την υπόλοιπη µισή και τα βράδια γλέντια, ποτά και µουσικές µέχρι πρωίας. Ή µάλλον µέχρι τελικής πτώσεως. Νυχθηµερόν στο πόδι. Περίµενα πως και πως το καλοκαιράκι, να σβήσω το µοτέρ, να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορµί µου. Είχα ανάγκη όσο ποτέ από διακοπές. Το παπάκι, το κορίτσι µου κι εγώ.
Είχα προγραµµατίσει από µέσα Ιουλίου, στην αρχή Σέριφο για λίγες µέρες. Μετά Πάρο µε µεγάλη παρέα τον Αύγουστο και αρχές Σεπτέµβρη ανανεωµένος και χαλαρός τα κεφάλια µέσα για τον επόµενο δύσκολο χειµώνα. ∆εν ζήταγα πολλά. ∆εν ήθελα χλιδές, ολονύκτια διασκέδαση και πεντάστερα. Ένα µικρό καθαρό δωµάτιο πάνω στο κύµα, µια καλή ψαροταβέρνα ακριβώς δίπλα, λίγο κόσµο, µιά παχιά σκιά και ησυχία. Βουτιές µε το κεφάλι όλη µέρα. Την κιθάρα µου κι ένα καρπούζι. Σαν τον αστερία ανάσκελα στην άµµο. Να γεµίσω µπαταρίες. Να χορτάσω το κορίτσι µου. Να ξεκουραστώ. Αυτά τα σχέδια είχα.
Για τη Σέριφο είχα ακούσει τα καλύτερα. Ήταν ήδη κάτι φίλοι εκεί. Στο τηλέφωνο περιέγραφαν έναν επίγειο παράδεισο. Ξεκινήσαµε λοιπόν όλο φορά για τον Πειραιά να πάρουµε το πλοίο της γραµµής. Η Αθήνα έβραζε. Καύσωνας και άπνοια. Μπήκαµε στο βαπόρι. Τσιγάρο στην κουπαστή. Το λιµάνι φεύγει! Σε λίγες ώρες δέσαµε στη Σέριφο. Όλα τέλεια. Ιδανικά. Για την ακρίβεια το απόλυτο καλοκαιρινό µου δράµα µόλις ξεκινούσε. Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής µου ήταν εκεί. Και µε περίµενε µ’ ένα πλατύ χαµόγελο στην αποβάθρα.
Η ωραία Σέριφος τελικά θα µε άντεχε µόνο πέντε ώρες. Πρόλαβα να ρίξω µια βουτιά, να φάω µία µεγάλη ψητή αλανιάρα τσιπούρα µε σαλάτα και αµέσως µετά να ανεβάσω ανεξήγητα σαράντα πυρετό. Άρον άρον στο επόµενο βαπόρι για πίσω, τρέµοντας από ρίγη, χύµα στο κατάστρωµα γιατί δεν έπεφτε καρφίτσα. Μια βδοµάδα έτρεχα στους γιατρούς και είχα κυριολεκτικά λιώσει, ώσπου ένας (γνωστός γνωστού) νεαρός γιατρός στο Σισµανόγλειο, διέγνωσε επιτέλους οξεία θυρεοειδίτιδα. Ξεκίνησα θεραπεία µες το κατακαλόκαιρο. Κορτιζόνη και αντιβίωση αντί για µπυρίτσες και ουζάκια. Έκανα πάνω από µήνα να συνέλθω και να σταθώ γερά στα πόδια µου. Το καλοκαίρι είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Στη Σέριφο δεν έχω ξαναπάει από τότε. Το καλοκαίρι εκείνο είναι καταγεγραµµένο στο µυαλό µου σαν «η εκδίκηση της τσιπούρας». Υγιαίνετε!
Για την Πατρίδα
ΠΟΙΟΣ;
ΚΩΣΤΑΣ Ζ.
ΠΟΥ;
ΑΘΗΝΑ
ΠΟΤΕ;
2004
Το sex µαζί της ήταν βαρετό. Ξέρω, είναι ταµπού µια τέτοια δήλωση. Κατηγορείσαι ως γουρούνι µόνο που σκέφτεσαι έτσι. Όµως εγώ µε τον εαυτό µου το ήξερα. ∆εν το έλεγα παραπέρα αλλά µέσα µου το ήξερα. Και ήθελα να χωρίσω. Όταν είσαι 25 δε σε απασχολεί να ψαχτείς και να το βρεις, θες απλά να πας παρακάτω.
Και τη µέρα που θα της έλεγα «τέλος» κάναµε sex για µια τελευταία φορά. Έτσι νόµιζα αλλά µόλις άνοιξα την τηλεόραση η Ελλάδα είχε πετύχει µια υπέροχη νίκη, 2-1 την Πορτογαλία. Πωρώθηκα και πήρα τηλέφωνο τους κολλητούς µου, ο χωρισµός αναβλήθηκε. Περάσαµε εκείνο το βράδυ συζητώντας ως το πρωί για την «απίθανη πιθανότητα» να πάρουµε εµείς το Euro του 2004. Όµως παρά τον ενθουσιασµό η γενική ετυµηγορία ήταν κοινή : «µπα… φίλε, δε γίνονται θαύµατα…»
Με κείνη χαθήκαµε για λίγες µέρες. Νοµίζω πως κατάλαβε πως θέλω να τη χωρίσω και δεν ήθελε να ξέρει γιατί. Βολικό. Ούτε εγώ ήθελα να πω τη φράση-ταµπού: «κακό sex». Έλα όµως που µου χτύπησε την πόρτα ενώ παίζαµε µε τη Γαλλία. Ήταν ορεξάτη κι εγώ ενέδωσα. Και η Ελλάδα νίκησε και πάλι.
Όταν µίλησα για τις δυο αυτές συµπτώσεις στα παιδιά µου πρότειναν να δοκιµάσω να ξανακοιµηθώ µαζί της όταν θα παίζαµε µε την Τσεχία. Είδα στα µάτια τους να αχνοφέγγει η ελπίδα ενός απρόσµενου θαύµατος. Σε όλη τη χώρα βασικά έπνεε ένας άνεµος προσδοκίας, ένα «λες να;»
«∆εν τη πολύ-παλεύω ρε µάγκες…»
∆εν άκουγαν τίποτα.
«∆εν έχουµε καθόλου χηµεία».
«Άµα είχαν το χαρακτήρα σου οι ήρωες του `21 θα ήµασταν ακόµα σκλάβοι» είπε ο ένας.
Η µέρα της συντριβής της Τσεχίας υπήρξε πολύ δύσκολη για µένα γιατί δεν είχα καθόλου όρεξη αν και η νίκη της Εθνικής µπορώ να πω πως µε αποζηµίωσε.
Πήγα και βρήκα τα παιδιά και τρελάθηκα από τον ενθουσιασµό τους. Τους ζήλευα που αυτοί έβλεπαν τους αγώνες ενώ εγώ έπρεπε να κάνω έρωτα µε το πιο ξενέρωτο κορίτσι του κόσµου. Όµως ήταν τέτοια η γενική χαρά που τα ξέχασα όλα˙ αισθάνθηκα να πετάω.
«Τι γίνεται µε την άλλη;» ρώτησαν.
«Εντάξει, τη σούταρα» είπα πληµµυρισµένος χαρά. «Λέτε να το πάρουµε ρε παίδες;»
«Ρε τρελός είσαι;» φώναξαν όλοι µαζί. Μετά ο καθένας είπε κάτι διαφορετικό :
«∆ε ξέρω τι θα κάνεις αλλά θα ξαναπηδηχτείτε στον τελικό!»
«Στείλ` της µήνυµα τώρα. Όσο είναι ζεστή».
«∆ες ρε ένα µαλάκα! Τώρα που πήγαιναν όλα καλά!»
«Ρε, πάτε καλά;» ούρλιαξα. Όµως δεν άκουγαν τίποτα. Άρπαξαν το κινητό µου και πληκτρολόγησαν ένα µήνυµα γεµάτο συγνώµες. Της έδωσαν ραντεβού στο σπίτι µου στις 4 του Ιούλη.
Φίλοι να σου πετύχουν!
Κέρκυρα 2018, Κωδική εξιστόρηση δράματος
ΠΟΙΟΣ;
ΓΕΩΡΓΙΑ Δ.
ΠΟΥ;
ΚΕΡΚΥΡΑ
ΠΟΤΕ;
2018
Σκρολ ντάουν στις αγγελίες γνωστού ιστότοπου-εύρεση της κατάλληλης αγγελίας-επιτυχηµένη συνέντευξη-απόβαση στην Κέρκυρα-δυστυχοευτυχής συγκατοίκηση µε υποχόνδριο και πληγωµένο από τον έρωτα απαισίας γυναίκας εργοδότη-απαισίας, λέγω, εννοώντας από πάσα άποψη κι αν θες µη µε πιστεύεις-ο εργοδότης ευχαριστηµένος από την απόδοσή µου στη δουλειά, η οποία είχε να κάνει µε σκάφη-όχι, µπράβο µου-αλλά πλήρως δυσαρεστηµένος από τη συγκατοίκηση, υποχόνδριος* ο τύπος γαρ-ένας άνθρωπος στ’ αλήθεια ξεχωριστός που στις καλές του στιγµές ήταν πολύ καλός, αλλά στις κακές* του ακόµα καλύτερος. ΣΤΟΠ
Η φωτογραφία που δηµοσιεύω είναι από τα 60α του γενέθλια, τα οποία τα γιόρτασε µόνος του σε ένα µπαρ στην Πόλη που το έχουν δύο άνθρωποι που δεν του είναι εντελώς αντιπαθητικοί, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη γη-η γράφουσα και υπάλληλός του εκείνη την περίοδο αποφάσισε να οµορφύνει το κλίµα µε µια τουρτούλα έκπληξη-ίσως αυτό, όπως και άλλες κινήσεις φιλίας και κατανόησης, αλλά και απόπειρας για ένα πιο καλοκαιρένιο καλοκαίρι, ας πούµε, µε λιγότερους θρήνους, φωνές και γκρίνια, να παρεξηγήθηκαν ή να θεωρήθηκαν δεδοµένα. ΣΤΟΠ
Τσακωνόµασταν συνέχεια-φλυαρούσε συνέχεια περί του άδοξα ληγµένου έρωτα µε τη µέγαιρα-την οποία έβλεπα δύο φορές την εβδοµάδα, συνεργάτιδα καθώς ήταν κι αυτή στη δουλειά του νησιού µε τα σκάφη-καθ’ όλα συµπαθής εκ πρώτης όψεως-µα φρικτά επικίνδυνη και απρόβλεπτη-εµφανώς διαταραγµένη και νευρωσική-στην Κέρκυρα είµαι, έλεγα, ή µε βάλαν χωρίς να µε ρωτήσουν σε γυρίσµατα ταινίας του Αλµοδόβαρ-κι αν ναι, πού είναι ο Αλµοδόβαρ να παραιτηθώ, αφού του κάνω καµιά συνέντευξη πρώτα-Αλµοδόβαρ πουθενά-αλήθεια και µόνο αλήθεια-καυτό καλοκαίρι, γεµάτο παράνοια και περιττή φόρτιση εξ ου και τέλη Ιούνη τα µάζεψα κι έφυγα-µόλις γύρισα Αθήνα µε βρήκε η πρώην γυναίκα του στο facebook, την οποία ο τρελοεργοδότης µου είχε γνωρίσει ως φίλη και σύζυγο πλέον συνεργάτη του από τη δουλειά µε έδρα τη Κεφαλονιά-η γυναίκα αυτή έδειξε τη συµπόνια της σε µένα και µου δήλωσε ότι καλά έκανα κι έφυγα και να µη λυπάµαι κι ότι όλοι οι φίλοι του ανέκαθεν έλεγαν µπρος και πίσω του «καλό παιδί ο Σ., αλλά µαλάκας».
ΣΤΟΠ (λεφτά δε µάζεψα, αλλά εµπειρίες να εξιστορώ, καλή ώρα, µε το κιλό)
*έπλενα τα πιάτα και τα ξαναέπλενε άλλες δύο φορές, µαγείρευα µισή κούπα ρύζι και απαιτούσε να έχουµε τον απορροφητήρα για να µη γίνουν υδρατµοί οι οποίο µπορεί και να µεταφερθούν ως εξαιρετικά επικίνδυνη υγρασία στα ντουλάπια µε τα συσκευασµένα τρόφιµα και τα πιατικά από πάνω
**κακές στιγµές του εργοδότη µου: ουρλιαχτά χωρίς λόγο και αιτία, υπερβολικό άγχος το οποίο φρόντιζε να µεταδίδει παντού µε απόλυτη επιτυχία, κλάµατα και λυγµοί µες στη µέση της νύχτας, συνεχής βρώση/πόση φιστικιών και µπίρας συνοδευόµενη από µια αποστροφή για κανονικό φαγητό συνήθως, στιγµές σεξοµανίας που εκδηλώνονταν απέναντι σε γυναίκες οιασδήποτε ηλικίας (18µιση χρονών ας πούµε) και σουλουπιού και εθνικότητας και, και, και.
Δράμα; Όπως το πάρει κανείς…
ΠΟΙΟΣ;
ΔΕΣΠΟΙΝΑ Π.
ΠΟΥ;
ΧΙΟΣ
ΠΟΤΕ;
2015
Ξεκινούν οι πολύτιµες διακοπές του Αυγούστου. Εγώ και ο αγαπητικός µου πάµε στη Χίο πριν από τρία καλοκαίρια. Όµως τα πράγµατα δεν έρχονται όπως τα περιµέναµε. ∆εύτερη κιόλας µέρα διακοπών και εγώ αρχίζω και τρώω φρίκες µόνη µου και ξενερώνω µε τη σχέση µου. Εκνευρίζοµαι, πειράζοµαι, δαγκώνοµαι, γενικά ζω ένα δράµα ΜΟΝΗ ΜΟΥ. Ο άνθρωπος δεν µου φταίει σε τίποτα, αλλά η πολυαγαπηµένη µου ψυχολογία αποφάσισε να µην είναι στα καλά της. Πάνω που πήγαν να φτιάξουν τα πράγµατα µεταξύ µας την 6η ηµέρα διακοπών πιάνει φωτιά το µισό νησί. Παντού καµένα, φωτιές, πυρκαγιές, ένα απίστευτα θλιβερό τοπίο. Για να το διακωµωδήσουµε όµως και λίγο, αν λέγαµε ένα τραγούδι εκείνες τις ηµέρες θα ήταν: ΦΩΤΙΑ ΜΕ ΦΩΤΙΑ, ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ, ΦΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡ∆ΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΧΗΜΕΙΑ ΖΗΜΕΙΑ.
Οφείλω να πω εδώ ότι µένουµε ελεύθερο κάµπινγκ και για να φτάσουµε στην παραλία κατεβαίνουµε κάποιου είδους γκρεµάκο (από το γκρεµός). Ταυτόχρονα µε τις φωτιές, είµαστε σε µια παραλία και κάνουµε µπάνιο στα ντους (ξέρετε για να φύγει το αλάτι) και εκεί που πάµε να φύγουµε πέφτω εγώ πάνω σε µία πέτρα, στο ίσωµα φυσικά, καθώς είµαι ο ορισµός της ατσουµπαλιάς και σπάω το µικρό δαχτυλάκι του ποδιού µου. ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΑ! Σε αυτό δε µπορείς να κάνεις τίποτα, απλά περιµένεις να περάσει µόνο του. Είναι αυτό που λένε τρίτωσε!
Και έτσι λοιπόν πέρασα εκείνο το καλοκαίρι… Με µείον ένα δάχτυλο, µε µείον ένα αγόρι (που δε φέρθηκα σωστά και καλά να πάθει το δαχτυλάκι µου!) και µείον πολλά δέντρα σε ένα απίστευτο και πανέµορφο νησί.
Homeless in Volos
ΠΟΙΟΣ;
ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ Β.
ΠΟΥ;
ΒΟΛΟΣ
ΠΟΤΕ;
2017
Ήτανε που λέτε στο ξεκίνηµα του καλοκαιριού κάτι ανάµεσα σε Άνοιξη και καλοκαίρι, το ζακετάκι σου το ήθελες… τελοσπάντων! Μου είπε «βρες ένα σηµείο στο χάρτη που θες και φύγαµε» κι εγώ τα άφησα όλα και πήγαµε στα λεωφορεία. Είπα «Βόλος», κοιτιόµασταν και γελούσαµε νευρικά (είπαµε να κάνουµε τη µ…κία µας) τίποτα δεν κρατούσαµε, µόνο δύο φραπέδες.
Η γκρίνια (του) ξεκίνησε από το λεωφορείο «φτάνουµε, είναι µακριά ακόµα;» Φτάσαµε, και πεϊνιρλί φάγαµε και σε punk συναυλία πήγαµε και µπιρόνια στο δρόµο µοιραστήκαµε… Κάποια στιγµή ήταν ώρα να τα φτύσουµε. Αρχίσαµε να ψάχνουµε κατάλυµα, κανένα ξενοδοχείο δε µας δεχότανε. Μας λέγαν είναι γεµάτοι κι ότι λυπούνται τάχα µου, µπορεί να βρούµε στη Λάρισα… Κι ένας καλός σαµαρείτης µας είπε να κοιµηθούµε στον καναπέ του ξενοδοχείου.
«∆ε µας θέλουνε επειδή φοράω αρβύλες κι εσύ έχεις µακρύ µαλλί και σκουλαρίκια. Μας θεωρούν αναξιόπιστους! Οι παλιό!@#%#^%&%$*((*)», «Κι εσύ που το ξέρεις ότι σίγουρα λένε ψέµατα;» δεν άκουγα τίποτα, άρχισα να ειρωνεύοµαι τους υπαλλήλους (γιατί ΓΝΩΡΙΖΑ ότι ψεύδονται). Το προσπεράσαµε, προχωρηµένη ώρα κάναµε βόλτα στο λιµάνι, ήπιαµε κι άλλες µπίρες, µετρήσαµε τα άστρα, συζητήσαµε για την αρχιτεκτονική των σπιτιών περπατώντας µέσα σε γειτονιές.
Μέσα µου σκεφτόµουν κάτι µακρινά ξαδέρφια του παππού µου στο Βόλο κι αν θα µπορούσα να τους πάρω τηλέφωνο, µια συµφοιτήτρια της αδερφής µου που έχει γονείς εκεί, αν χτυπούσαµε µια πόρτα και ζητούσαµε έλεος… Όπως καθόµασταν και κοιτούσαµε τη θάλασσα µου ξεφεύγει ένα «µου λείπει το κρεβατάκι µου» αρχίζει να µε λέει κακοµαθηµένη, που έχω λυσσάξει στη γκρίνια και µπλαµπλαµπλα. Άρχισε ΚΑΙ να βρέχει, κάπου στις 5 το ξηµέρωµα στήσαµε ένα αυτοσχέδιο τσαντίρι από ζακέτες έξω από ένα pet shop (ζήλευα τα χάµστερ που κοιµόντουσαν στο κλουβί τους), κάτω από τις ζακέτες µπορούσες να ακούσεις το ασταµάτητο µουρµουρητό µου.
Πήραµε καφέ κι άλλο καφέ και ήθελε να φύγουµε µε τρένο για πιο ροµαντικά, εγώ απλά ήθελα να κοιµηθώ ή να τον χτυπήσω… κι εκείνος ήθελε να χτυπήσει εµένα.
Αντ’ αυτού κοιµηθήκαµε σαν σίγµα τελικό ο ένας πάνω στον άλλον ροχαλίζοντας στο λεωφορείο της επιστροφής.
Με το που φτάσαµε αρχίσαµε να τρωγόµαστε για κάτι καινούριο.
Discussion about this post