Η πλατεία Ομονοίας είναι αναμφιβόλως τοπόσημο για την πόλη της Αθήνας.
Έχει περπατηθεί από άπειρα πόδια, έχει δει από κοντά όλες τις εξελίξεις της νεότερης Ελλάδας, έχει γίνει η ίδια τόπος πολιτικών αντιπαραθέσεων και κοινωνικών αναταραχών. Πότε παραφορτωμένη, πότε γυμνή, πότε λαϊκή και πότε λουσάτη, είναι η πλατεία που η σκηνογραφία της έχει αλλάξει περισσότερες φορές από κάθε άλλη.
Η επίσημη ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1834. Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Σταμάτιο Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ. Βασίστηκε στην ιδέα της σύνθεσης της νέας πόλης με το παρελθόν της. Η Αθήνα αυτή του πρώτου σχεδίου, ήταν μια νεοκλασική πόλη με φαρδείς δρόμους, κήπους, μνημειακά κτίρια, μεγάλες πλατείες και ελεύθερο χώρο για διενέργεια ανασκαφών. Τα δε ανάκτορά της, καθώς και τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια, τοποθετούνταν στη σημερινή πλατεία Ομονοίας. Συγκεκριμένα, σχεδιάστηκε μία μεγάλη τετράγωνη πλατεία, η πλατεία Ανακτόρων. Το σχέδιο αυτό έμεινε σε ισχύ μόνο για περίπου έναν χρόνο. Αίτια της αναθεώρησής του υπήρξαν οι αντιδράσεις των ιδιοκτητών στις απαλλοτριώσεις και η αδυναμία της κυβέρνησης να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις του σχεδίου. Η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να ακυρώσει το σχέδιο και ανέθεσε την αναθεώρησή του στον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέοντα Κλέντσε, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα το 1834.
Το σχέδιο του Κλέντσε, όμως, τοποθετούσε τα ανάκτορα στην περιοχή του Κεραμεικού (για την πλατεία Ομονοίας προόριζε τη Μητρόπολη) κι έτσι η πλατεία έγινε μικρότερη, με κυκλικό σχήμα και μετονομάστηκε σε πλατεία Άθωνος. Ούτε αυτό το σχέδιο όμως υλοποιήθηκε. Το 1850 πήρε τετράγωνο σχήμα και, τελικά, άρχισε να διαμορφώνεται το 1859. Τα αμπέλια και οι συκιές που ήταν φυτεμένα ξεριζώθηκαν και στη θέση τους μπήκαν βελανιδιές και πεύκα.
Η πλατεία έγινε θέατρο συγκρούσεων οθωνικών και αντιοθωνικών, ενώ εκεί γιορτάστηκε και η έξωση του Όθωνα του 1862. Στη διάρκεια, μάλιστα, αυτού του εορτασμού, μετονομάστηκε σε «Ομονοίας» σε ένδειξη συμφιλίωσης των δύο άλλοτε αντικρουόμενων πλευρών.
Η πλατεία έγινε χώρος περιπάτου, συνάντησης αλλά και ψυχαγωγίας, με καφενεία, υπόγεια καφωδεία, ζαχαροπλαστεία, ξενοδοχεία και θέατρα. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η πλατεία αποτελούσε το πλέον ζωντανό σημείο της πρωτεύουσας. Την πυκνότερη και πιο κοσμική κίνηση είχε η βόρεια πλευρά της, προς την οδό Γ’ Σεπτεμβρίου. Εκεί υπήρχαν και αρκετά πολυτελή καφενεία.
Το 1895 η σιδηροδρομική γραμμή Πειραιώς-Αθηνών έφτασε ως την περιοχή της Ομόνοιας. Το 1900 η πλατεία έγινε αφετηρία των γραμμών του ιππήλατου τροχιόδρομου και από το 1908 του ηλεκτροκίνητου.
Το 1901 φυτεύτηκαν πολλά δέντρα (κατά βάση φοίνικες), η πλατεία πήρε όψη κήπου και περιφράχτηκε με σιδερένιο κιγκλίδωμα για την προστασία του πρασίνου. Το 1905 ασφαλτοστρώθηκε γύρω από τον κεντρικό δρόμο.
Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και ειδικά το 1916 έγινε και πάλι χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών με βίαιες συγκρούσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, πριν την έναρξη των εργασιών του υπόγειου σιδηρόδρομου, η πλατεία είχε λουλούδια και φοίνικες, φανοστάτες, ξύλινα παγκάκια και υπαίθρια ανθοπωλεία. Στα τέλη της δεκαετίας άρχισαν τα έργα του υπόγειου σταθμού του ηλεκτρικού.
Όταν τελείωσαν οι εργασίες (1930), η πλατεία ήταν κυκλική, είχε μαρμάρινα κιγκλιδώματα και δύο εισόδους για τον ηλεκτρικό. Είχε χάσει, όμως, το πράσινο που την χαρακτήριζε. Καθώς υπήρχε ανάγκη εξαερισμού του ηλεκτρικού, για λόγους αισθητικής (για να κρύψουν-καλύψουν τις «τρύπες» των εξαερισμών) προτάθηκε να μπουν δεκατέσσερεις στήλες-αεραγωγοί, πάνω στις οποίες θα στήνονταν αγάλματα των εννέα Μουσών, των τριών Χαρίτων, της Δήμητρας και της Εστίας. Τελικά, τοποθετήθηκαν το 1934 οκτώ τέτοιες κατασκευές: οι περίφημες Μούσες της Ομόνοιας. Μόνο οκτώ, γιατί η ένατη, για λόγους συμμετρίας, δεν χώρεσε στο υπέργειο κομμάτι της πλατείας! Ήταν οκτώ καθιστά αγάλματα στη βάση ψηλών τσιμεντένιων κιόνων, στην κορυφή των οποίων υπήρχαν καπνοδόχοι και στις βάσεις τους είχαν διαμορφωθεί περίπτερα. Η μορφή αυτή της πλατείας τροφοδότησε πλήθος ανεκδότων, σκωπτικών σχολίων και γελοιογραφιών. Ανάμεσα σε άλλα, η πλατεία χαρακτηρίστηκε ως «τούρτα». Θύμα σχολιασμού ήταν και η ένατη μούσα –αυτή που περίσσεψε– η Καλλιόπη, που ήταν τοποθετημένη στα υπόγεια του ηλεκτρικού, δίπλα στα δημόσια ουρητήρια: όταν ο κόσμος ρωτούσε πού είναι τα δημόσια ουρητήρια, η απάντηση ήταν «κάτω, στην Καλλιόπη». Εξού και η σύνδεση της λέξης Καλλιόπη, στην αργκό των φαντάρων, με την αγγαρεία στις τουαλέτες.
Οι Μούσες, τελικά, αποσύρθηκαν το 1937 κατά βάση επειδή θεωρήθηκαν αντιαισθητικές και από τη Δημοτική Αρχή. Ο τότε δήμαρχος Κ. Κοτζιάς, που είχε ήδη κατεδαφίσει το Δημοτικό Θέατρο, δεν δυσκολεύτηκε. Η πτώση της μίας μούσας και ο τραυματισμός περαστικών κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων εναντίον της δικτατορίας του Μεταξά ήταν η τέλεια αφορμή για την απόσυρσή τους.
Η πλατεία διαμορφώθηκε εκ νέου με πρασιές και μικρά κιόσκια ανθοπωλών. Υπαίθριοι καστανάδες και λούστροι έκαναν την εμφάνισή τους.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ομόνοια αποτελούσε χαρακτηριστική εικόνα της εξαθλιωμένης από την πείνα Αθήνας.
Την περίοδο από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 ο ηλεκτρικός δεν λειτουργούσε, καθώς ο χώρος του σταθμού είχε μετατραπεί σε αποθήκη τροφίμων και ο συρμός χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τη μεταφορά τους από τον Πειραιά στην Αθήνα.
Τα έργα ακόμη μίας ανάπλασης ολοκληρώθηκαν τον Μάρτιο του 1959. Η μορφή της πλατείας άλλαξε σημαντικά, όταν ξηλώθηκαν οι γραμμές του τραμ. Μετατράπηκε από χώρο περιπάτου και ψυχαγωγίας σε συγκοινωνιακό κόμβο. Περιορίστηκε η έκτασή της, τα ανθοπωλεία, τα παγκάκια και τα περίπτερα απομακρύνθηκαν, ενώ κατασκευάστηκε το γνωστό σιντριβάνι. Την ίδια εποχή, ο χώρος στρώθηκε με βότσαλο από το σιντριβάνι μέχρι τον δρόμο, προκαλώντας και πάλι τους Αθηναίους, οι οποίοι σκωπτικά την χαρακτήριζαν «δίσκο μνημοσύνου».
Τη δεκαετία του ’50 αποτέλεσε τον κατεξοχήν τόπο συνάντησης των επαρχιωτών που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα, με κλασικό τόπο ραντεβού το φαρμακείο του Μπακάκου, αλλά και των εργατών που έρχονταν εδώ από τα χαράματα σε αναζήτηση μεροκάματου.
Το 1988 στη θέση του σιντριβανιού στήθηκε το γλυπτό «Δρομέας» του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, το οποίο, το 1994, λόγω των εργασιών του μετρό, μεταφέρθηκε απέναντι από το Χίλτον, όπου παραμένει μέχρι σήμερα.
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η Ομόνοια διατηρούσε μια φυσιογνωμία μεσοαστική. Αυτό θα αλλάξει οριστικά μετά τον πόλεμο και η περιοχή θα αποκτήσει λαϊκό και εργατικό χαρακτήρα.
Το 1990 άρχισαν και πάλι οι ανασκαφές για τη γραμμή 2 του Μετρό, οπότε και καταστράφηκε το συντριβάνι της και το πράσινο έφυγε ανεπιστρεπτί. Το 2001, στη –για ακόμη μία φορά– νέα πλατεία, τοποθετείται το γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου, ο «Πεντάκυκλος». Το 2004, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, ξεκινάει ακόμη μία αναμόρφωση της πλατείας.
Τον Οκτώβριο του 2019 άλλη μία ανάπλαση έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν τον Μάιο του 2020. Το σιντριβάνι επέστρεψε, το πράσινο δεν γύρισε ποτέ, τα παγκάκια για να κάθεται ο κόσμος είναι ανύπαρκτα και η Καλλιόπη, όπου κι αν βρίσκεται, σίγουρα γελάει κι αυτή μαζί μας, κάνοντας τα πιο πετυχημένα καυστικά σχόλια…
Πηγή: ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Εκδ. ΕΣΤΙΑ