–Κυρία Ιωάννου, πώς έγινε;
Ο αστυνομικός την κοιτούσε περίεργα. Λες και ήταν ένοχη. Η κυρία Ιωάννα, με μάτια πρησμένα από το κλάμα, δεν μπορούσε να βάλει τις λέξεις στη σειρά. Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει.
–Κυρ-αστυνόμε μου, πρέπει να το πιάσω από την αρχή… Ξέρετε, παντρευτήκαμε το 1954. Τότε, οι περισσότεροι γάμοι ήταν προξενιά. Όχι έρωτες όπως τώρα που ξημέρωσε νέος αιώνας. Δεκαέξι ήμουνα, όταν μου είπαν θα παντρευτείς έναν κύριο καλό…
–Κυρία Ιωάννου, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την υπόθεσή μας; Ο άνθρωπος έτρωγε σουτζουκάκια και έμεινε στον τόπο. Μπορεί να ήταν από τη ζέστη, μπορεί να τον πρόδωσε η καρδιά του. Μέχρι όμως να βγει η ιατροδικαστική εξέταση, πρέπει να σας ανακρίνουμε, εφόσον πάντα υπάρχει η πιθανότητα δολοφονίας.
Τα ‘χασε η Άννα. Σαν κεραμίδα έπεσε πάνω στο κεφάλι της.
–Κυρ-αστυνόμε τι λέτε, γιατί να το κάνω αυτό; Ντάξει, δεν τον ήξερα, όταν τον παντρεύτηκα, μου συμπεριφέρθηκε όμως με τον καλύτερο τρόπο. Κακό λόγο από το στόμα του δεν άκουσα — θυμήθηκε βέβαια κάτι χαστούκια, όταν ερχόταν μεθυσμένος, αλλά δεν την έβριζε ποτέ. Μέχρι που νομίζω ότι με ερωτεύτηκε, γιατί έφτιαχνα πάντα τα πιο νόστιμα σουτζουκάκια που είχε φάει. Έτσι έλεγε.
Του τα μαγείρεψα μετά την πρώτη νύχτα του γάμου και μου είπε ότι θα με αγαπάει για πάντα, μόνο και μόνο γι’ αυτό — κι ας βρήκε στην πορεία τη Μαριγώ, τη γειτόνισσα, που την επισκεπτόταν συχνά πυκνά. Κάναμε παιδιά, τώρα όπου να ‘ναι θα τα σπουδάσουμε, έχουμε μαζέψει λεφτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας — αυτή τα φύλαγε στο στρώμα, γιατί πού και πού χαρτόπαιζε ο μακαρίτης.
Μέχρι σήμερα με παρακαλάει να του φτιάχνω σουτζουκάκια και τρώει όλη την κατσαρόλα. Μπορεί να ‘σκασε ο Μιχαλάκης μου από το πολύ φαΐ. Εγώ τίποτα δεν έκανα, σας τ’ ορκίζομαι!
Ο αστυνόμος την κοίταξε καλά-καλά. Πέταξε ένα «ντάξει» και περίμενε την ιατροδικαστική έκθεση. Πράγματι. Κανένα σημάδι πάλης, καμιά ουσία στον οργανισμό του. Η κυρία Ιωάννα έλεγε την αλήθεια. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και ο κύριος Ιωάννου πέθανε από το πολύ φαγητό. Αυτή η λαιμαργία τους τρώει στους ανθρώπους.
–Φτιάξε σουτζουκάκια σήμερα. Τα έχω πεθυμήσει.
–Προχθές δεν φάγαμε Μιχαλάκη;
–Μη λες πολλές κουβέντες. Θέλω σουτζουκάκια.
–Μα δεν κάνει σε αυτήν την ηλικία να τρως τόσο.
–Έχω στεναχώριες μωρή, τέλειωνε.
–Τι έκανες πάλι;
–Να βρήκα εκείνα τα λεφτά που ‘χες κρυμμένα στο στρώμα και τα ‘παιξα και τα ‘χασα.
Η Ιωάννα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Φτώχεια καταραμένη μια ζωή εξαιτίας του, κέρατα όλη την ώρα, ξύλο στα μεθύσια και τώρα τα παιδιά της θα μείνουν αμόρφωτα, πάλι εξαιτίας του; Θα τα καταδικάσει ΑΥΤΟΣ ο άχρηστος σε μια ζωή σαν τη δική της; Το αίμα της πάγωσε. Το βλέμμα της έμοιαζε με της Μέδουσας, εκείνου του μυθικού ελληνικού τέρατος.
Έφτιαξε μια κατσαρόλα σουτζουκάκια χωρίς να πει λέξη. Μπόλικη. Με κόκκινη σάλτσα. Καυτά-καυτά τα σέρβιρε με ρυζάκι. Κάθισε δίπλα του στο τραπέζι, όσο του ακουμπούσε το πιάτο μπροστά του, και τότε άρχισε να μιλάει…
«Μια ζωή με είχες να σου φτιάχνω σουτζουκάκια, να σου καθαρίζω και να σου πλένω. Μην σταματάς, τρώγε!». Ο Μιχαλάκης είχε φοβηθεί. Το βλέμμα της τόσο διάφανο που ένιωθε το αίμα του να μην ρέει πια στις φλέβες του. Συνέχιζε και έτρωγε όπως τον διέταζε. «Έπινες, έπαιζες –τρώγε!– γκόμενες είχες, την προίκα μου την έφαγες — τρώγε! Τα παιδιά μας ποτέ δεν τα αγάπησες — τρώγε πιο γρήγορα. Λαιμαργία, αυτό ήταν το θανάσιμο αμάρτημα. Όλα τα ήθελες δικά σου — τρώγε». Του έφερε όλη την κατσαρόλα. «Τρώγε λέω. Αν δεν τη φας όλη, θα σε ξεκάνω με το μαχαίρι του ψωμιού, τρώγε. Βούτα και τη σάλτσα. Τρώγε αγάπη μου πιο γρήγορα. Όλη θα την φας. Και τώρα, ούτε ιερό ούτε όσιο. Έκλεψες τα λεφτά μου…», «όχι, εγώ δούλευα δικά μου ήτανε…». «Σκάσε και τρώγε Μιχαλάκη. Όλο θα το φας. Και όσο θα τρως, θα σκεφτείς μια λύση, γιατί τα παιδιά μας θα σπουδάσουν, το κατάλαβες; Τρώγε!».
Έφαγε ασθμαίνοντας ο Μιχαλάκης και στην τελευταία μπουκιά, μα από την ταραχή, μα από το πολύ φαΐ, μα από την τρομάρα του, το κεφάλι του έπεσε φαρδύ πλατύ μέσα στην κατσαρόλα.
Η Ιωάννα χαμογέλασε, σήκωσε το ακουστικό, πήρε το 166 και μόλις άκουσε τη φωνή της κοπέλας, έκανε ότι την έπιασαν λυγμοί: «Βιαστείτε! Ο αντρούλης μου κάτι έπαθε!».
Συνταγή
Τα σουτζουκάκια της κυρίας Ιωάννας
Υλικά:
- Για τον κιμά
-700γρ κιμά (ανάμεικτο)
-3-4 φέτες μπαγιάτικο ψωμί, βουτηγμένες σε λίγο κρασί, κατά προτίμηση κόκκινο
-1 αυγό
-1 κουτ.σούπας ξύδι
-1 1/2 κουτ.γλυκού κύμινο
-3-4 σκελίδες σκόρδο
-Λίγη κανέλα για το πλάσιμο και για τη σάλτσα
-αλάτι, πιπέρι κατά βούληση - Για τη σάλτσα
-4-5 μεγάλες ώριμες ντομάτες, ξεφλουδισμένες και τριμμένες
-2 κρεμμύδια τριμμένα
-1 κουτ.γλυκού ζάχαρη
-2-3 κόκκους μπαχάρι
-λάδι, αλάτι (κατά βούληση)
-λίγο κύμινο (1/2 κουτ.γλυκού)
-λίγο κόκκινο κρασάκι ημίγλυκο
-ε, και λίγη κανέλα και λίγο σκόρδο
Διαδικασία:
Ζυμώνουμε τον κιμά (αφήνουμε το μείγμα να ξεκουραστεί μία ώρα) και πλάθουμε τα σουτζουκάκια, βουτώντας τα χέρια σε κρασί ή ξύδι, και τα τηγανίζουμε.
Θέλει σιγανή φωτιά και όχι πολύ τηγάνισμα! Στον φούρνο έχουμε βάλει σε ένα ταψί την ντομάτα, το κρεμμύδι, λίγο από το λάδι που τα τηγανίσαμε, λίγο κόκκινο κρασάκι, λίγο κύμινο, το σκόρδο, την κανέλα, αλατοπίπερο, τη ζάχαρη και το μπαχάρι να βράσει.
Τα σουτζουκάκια τα βάζουμε στο ταψί της σάλτσας που ήδη είναι καυτή και έτσι δεν σκάνε. Φροντίζουμε κάθε τόσο να ανοίγουμε τον φούρνο και να τα περιχύνουμε με τη σάλτσα μέχρι να δέσουν. Έτσι γίνονται ζουμερά.
Όλη η διαδικασία μπορεί να γίνει και στην κατσαρόλα, εάν θέλετε.
Σερβίρονται με ρύζι αλλά και με τηγανιτές πατάτες ή χυλοπίτες ή πουρέ.