Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε. Η Ελλάδα ως κοινωνία πεθαίνει μαζί με μία ολόκληρη εποχή και τους ανθρώπους που τη στιγμάτισαν.
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι δεν θα μπούμε εδώ στην διαδικασία να κρίνουμε την πολιτική του στάση των τελευταίων χρόνων. Το να κριθεί ο Μίκης αυτή τη στιγμή για αυτό το κομμάτι της ζωής του είναι τουλάχιστον άσκοπο, αν όχι ανήθικο. Αν αναλωθούμε σε αυτό θα χάσουμε όλο το υπόλοιπο το οποίο είναι και το κρίσιμο.
Η χώρα ταυτίστηκε μαζί του αλλά και αυτός με τη χώρα. Γινόμαστε φτωχότεροι όταν το ψηφιδωτό μιας «δρακογενιάς» διαλύεται, χάνεται. Και ο Μίκης ήταν από τους τελευταίους αυτής της «δρακογενιάς» –που μετράει γνωστούς και άγνωστους δράκους-παλαιστές – που έζησε με πολέμους, κατοχή, χούντα, εξορίες, βασανιστήρια, ήττες και νίκες. Μιας γενιάς που άντεχε και επέμενε. Έτσι και ο Μίκης, μοχθούσε για να παρεμβαίνει στα κοινά διατηρώντας την αγάπη του για την πατρίδα, τον λαό και την ζωή· για τον ΑΝΘΡΩΠΟ. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο οφείλεται και η οικουμενικότητά του. Είχε μία ιδιαίτερη ικανότητα, την οποία προσπαθούσε να διατηρήσει μέχρι το τέλος, να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες της κοινωνίας και να τις διοχετεύει ξανά πίσω σε αυτήν μέσα από τη μουσική του, τα τραγούδια του και τις παρεμβάσεις του, με τη ζωή του ολόκληρη.
Η απώλειά του θα μπει στη λίστα εκείνων που ξεπερνάνε την ενστικτώδη λύπη για τον θάνατο ενός ανθρώπου που ενδεχομένως δεν γνωρίσαμε ποτέ. Πρόκειται για το τέλος μίας εποχής που την βλέπουμε ούτως ή άλλως να απομακρύνεται και κάποιοι άνθρωποι ήτανε οι ζωντανές αποδείξεις ότι κάποτε υπήρξε.
*φωτογραφία κειμένου: Θεανώ Μανουδάκη